ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ για τα ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ
ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ 2023 Μέρος 24ο
Αντικίνητρα για εργασιακή απασχόληση ατόμων με αναπηρίες
Το θεσμικό πλαίσιο κοινωνικής προστασίας λόγω αναπηρίας,
όπως διαγράφεται με σκοπό τη χορήγηση παροχών σε χρήμα είτε από το ασφαλιστικό
σύστημα (e-ΕΦΚΑ) είτε από το προνοιακό σύστημα (Ο.Π.Ε.Κ.Α.) δεν συνδέεται με
συγκροτημένο τρόπο με την ένταξη στην εργασία, καθώς δεν διασυνδέεται με
προγράμματα ενίσχυσης της απασχόλησης που λειτουργούν στο πλαίσιο του αρμοδίου
φορέα για την ενίσχυση της απασχόλησης (Δ.Υ.Π.Α.). Αποτέλεσμα αυτού είναι να
οδηγεί στον αποκλεισμό από την επιδίωξη εργασιακής ένταξης των ατόμων με
αναπηρίες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ασυμβατότητας των παροχών
αναπηρίας σε χρήμα με τη διευκόλυνση της ένταξης των ατόμων με αναπηρία στην
αγορά εργασίας, είναι το θεσμικό πλαίσιο για τη χορήγηση από τον e-ΕΦΚΑ
σύνταξης λόγω θανάτου σε τέκνα ασφαλισμένων με αναπηρία. Η χορήγηση των εν λόγω
παροχών προϋποθέτει την ανικανότητα για εργασία, η οποία θα πρέπει να έχει
επέλθει προ του 24ου έτους ηλικίας.
Προκειμένου, συνεπώς, να τύχουν τη συνέχιση στη χορήγηση της
ασφαλιστικής αυτής παροχής αποκλείεται η οποιαδήποτε εργασιακή απασχόλησή τους,
καθώς προϋπόθεση παραμένει η ανικανότητα προς βιοποριστική απασχόληση (ΣτΕ
2698/2015).
Άλλη περίπτωση απουσίας της συνεκτικής υιοθέτησης μέτρων
ενίσχυσης της απασχόλησης ατόμων με αναπηρίες, διαγράφεται από τις γενικές
προϋποθέσεις χορήγησης της προνοιακής οικονομικής ενίσχυσης λόγω βαριάς
αναπηρίας από τον Ο.Π.Ε.Κ.Α. Η εν λόγω ενίσχυση χορηγείται σε ανασφάλιστα ή
έμμεσα ασφαλισμένα άτομα (όχι δηλαδή σε εργαζόμενους). Η εν λόγω οικονομική
ενίσχυση είναι η συνη- θέστερη και αφορά πολλές κατηγορίες αναπήρων πολύ συχνά
αναπήρων με ψυχική πάθηση. Επιτρεπτές είναι συγκεκριμένες μόνο μορφές εργασίας,
όπως είναι η εργασία για ψυχοκοινωνικούς λόγους στο πλαίσιο που διαγράφεται από
τις διατάξεις του ν. 4488/2017 και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ενώ αφορά
μόνο άτομα με ψυχική νόσο ή άτομα που η ψυχική νόσος συντρέχει κατά τουλάχιστον
50% στο συ-
νολικό ποσοστό αναπηρίας. Η διατήρηση της προνοιακής
υποστήριξης των ψυχικά νοσούντων, ακόμα και κατά την εκτέλεση ασφαλιστέας
εργασίας, έχει προβλεφθεί από το νομοθέτη, επειδή η εργασία για ψυχοκοινωνικούς
σκοπούς δεν ταυτίζεται με τη βιοποριστική διασφάλιση, κατά τρόπο οριστικό,
σταθερό και μόνιμο, καθώς, υποκειμενικοί παράγοντες που συντρέχουν στο πρόσωπο
των απασχολούμενων (όπως οι διακυμάνσεις της ψυχοσυναισθηματικής διάθεσης, η
συνήθης έλλειψη επαγγελματικών δεξιοτήτων που συχνά συνεπάγεται την
κατηγοριοποίησή τους ως εργαζομένων χαμηλής παραγωγικότητας), αλλά και η
αντιμετώπιση αντικειμενικών προβλημάτων (όπως η έλλειψη προστατευμένης
εργασίας, η καχυποψία των εργοδοτών και οι στερεοτυπικές/στρεβλωτικές
αντιλήψεις που επιτείνουν τον κοινωνικό στιγματισμό), δημιουργούν περιορισμένες
ευκαιρίες απορρόφησης των ατόμων με αναπηρίες στην αγορά εργασίας και
διατήρησης σταθερού εργασιακού καθεστώτος με αξιοπρεπείς εργασιακούς όρους,
καθιστώντας την απασχόληση της συγκεκριμένης ευπαθούς ομάδας ιδιαίτερα επισφαλή
(Φ.Υ. 302218).
Ειδικότερα, μπορούν να εργαστούν μόνο όσοι έχουν αναπηρία,
οφειλόμενη σε ψυχική πάθηση ή νοητική υστέρηση ή συμπαθολογία ψυχικής πάθησης
και νοητικής υστέρησης, με ποσοστό 50% και άνω στις ανωτέρω παθήσεις, και με
συνολικό ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, εφόσον η ανάληψη μισθωτής απασχόλησης ή
η αυτοαπασχόληση ενδείκνυται για λόγους ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και
κοινωνικής επανένταξης. Η κρίση αυτή πιστοποιείται με γνωμάτευση μονάδας
ψυχικής υγείας, η οποία θα ισχύει για τρία (3) έτη (ν. 2716/1999). Στην ίδια
λογική, θεσμοθετήθηκαν οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης (στο
εξής ΚοιΣΠΕ) του άρ. 12 του ν. 2716/1999, ως εξωτερικές δομές που αποβλέπουν
στην κοινωνικοοικονομική ενσωμάτωση και επαγγελματική ένταξη των ατόμων με
σοβαρά ψυχοκοινωνικά προβλήματα και συμβάλλουν στη θεραπεία τους και στην, κατά
το δυνατόν, οικονομική τους αυτάρκεια (παρ. 1), και επιχειρούν, μέσω του
προστατευμένου εργασιακού περιβάλλοντος, να δώσουν απάντηση στο πρόβλημα που
αντιμετωπίζουν τα άτομα με σοβαρά ψυχοκοινωνικά προβλήματα, τα οποία, στην
πλειονότητά τους, καθίστανται εν όλω ή εν μέρει ανίκανα να εξασφαλίσουν και να
διατηρήσουν μια θέση απασχόλησης στην ελεύθερη αγορά εργασίας. Αν τα
απασχολούμενα μέλη της κατηγορίας αυτής έχουν σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας ή
επίδομα πρόνοιας ή επιδόματα επανένταξης ή οποιασδήποτε μορφής νοσήλιο ή
παροχή, δεν χάνουν αυτές τις παροχές, αλλά συνεχίζουν να τις εισπράττουν
ταυτόχρονα και αθροιστικά με την αμοιβή τους από τον συνεταιρισμό. Το ίδιο
ισχύει και για όσους συμμετέχουν σε προγράμματα κατάρτισης, ενίσχυσης της
απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της αυτοαπασχόλησης ή/και εργάζονται σε
Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις του ν. 4019/2011 (Κοιν.Σ.Επ.) και
λαμβάνουν επίδομα πρόνοιας ή επιδόματα επανένταξης ή οποιασδήποτε μορφής
νοσήλιο ή παροχές, τις οποίες συνεχίζουν να εισπράττουν ταυτόχρονα και
αθροιστικά με
την αποζημίωση από τη συμμετοχή τους στα προγράμματα αυτά
ή/και την αμοιβή τους από την απασχόληση στην Κοιν.Σ.Επ. (άρθρο 13 ν.
4331/2015).
Εν κατακλείδι, η αφαίρεση της οικονομικής υποστήριξης από τα
άτομα με αναπηρία ευθύς μόλις επιχειρήσουν την έξοδό τους στην αγορά εργασίας,
αποτελεί αντικίνητρο που προάγει τον ιδρυματισμό και την εσωστρέφεια, ενώ είναι
σαφές ότι, παρόλο που η ανικανότητα για εργασία δεν προβλέπεται ως ειδική
προϋπόθεση για τη χορήγηση του επιδόματος βαριάς αναπηρίας, προκειμένου να
λάβουν την ελάχιστη κοινωνική προστασία με τη μορφή παροχής σε χρήμα και
μάλιστα περιορισμένου ύψους, τα άτομα με αναπηρίες θα πρέπει να εγκαταλείψουν
την επιδίωξη ελεύθερης και ισότιμης διεκδίκησης και συμμετοχής στην αγορά
εργασίας και στο επάγγελμα της επιλογής τους, ως δημιουργικά μέλη του
κοινωνικού συνόλου, και θα πρέπει να αρκεστούν σε εργασία υπό εποπτεία, σε
ειδικό καθεστώς και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Έλλειψη μεθοδολογίας και επιστημονικής εκτίμησης της
ανικανότητας για εργασία
Αρμόδιο για να προσδιορίσει την ανικανότητα για εργασία είναι το ΚΕ.Π.Α. ή άλλες υγειονομικές επιτροπές που διατηρήθηκαν σε ισχύ και αφορούν στη χορήγηση συντάξεων σε ασφαλισμένους του δημοσίου τομέα και τα μέλη των οικογενειών τους, όπως η Α.Σ.Υ.Ε. Οι επιτροπές αυτές απαρτίζονται από ιατρούς, και η εκτίμηση ακολουθεί μια ασαφή μεθοδολογία που βασίζεται στην ιατρική κρίση. Η μεθοδολογία για την εκτίμηση του βαθμού ικανότητας για εργασία, καθώς δεν τυγχάνει κανονιστικής ρύθμισης, δεν είναι γνωστή στους πολίτες, και με δεδομένο ότι στον Ενιαίο Πίνακα Προσδιορισμού Αναπηρίας ακολουθούνται κατά βάση ιατρικά κριτήρια.