Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ για τα ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ 2023 Μέρος 23ο Εύλογες προσαρμογές στην εργασία – Περιεχόμενο, υποχρεώσεις του εργοδότη και γενικές αρχές για την αποτελεσματική εφαρμογή τους

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ για τα ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ 2023 Μέρος 23ο

Εύλογες προσαρμογές στην εργασία – Περιεχόμενο, υποχρεώσεις του εργοδότη και γενικές αρχές για την αποτελεσματική εφαρμογή τους

Η χορήγηση ευλόγων προσαρμογών αποτελεί βασική προϋπόθεση για την, επί ίσοις όροις, συμμετοχή των ατόμων με αναπηρία στον εργασιακό βίο, και ως τέτοια προβλέπεται ρητά από τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης, «εύλογη προσαρμογή» συνιστούν οι απαραίτητες και κατάλληλες τροποποιήσεις και ρυθμίσεις, οι οποίες δεν επιβάλλουν ένα δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος, όπου απαιτείται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, προκειμένου να διασφαλιστούν, για τα άτομα με αναπηρίες, η απόλαυση ή η άσκηση, σε ίση βάση με τους άλλους, όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

και θεμελιωδών ελευθεριών. Ειδικά για τον τομέα της εργασίας, το άρθρο 27 της Σύμβασης προβλέπει την υποχρέωση των κρατών – μελών να διασφαλίζουν ότι παρέχεται εύλογη προσαρμογή στα άτομα με αναπηρίες στον εργασιακό χώρο. Οι Κατευθυντήριες – Οργανωτικές διατάξεις υλοποίησης της Σύμβασης που τέθηκαν με το Μέρος Δ’ του ν. 4488/2017, ορίζουν στο άρθρο 61 παρ. 1, μεταξύ άλλων, ότι: «Κάθε φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υποχρεούται να διασφαλίζει την ισότιμη άσκηση των δικαιωμάτων των ΑμεΑ στο πεδίο των αρμοδιοτήτων ή δραστηριοτήτων του, λαμβάνοντας κάθε πρόσφορο μέτρο και απέχοντας από οποιαδήποτε ενεργεια ή πρακτική που ενδέχεται να θίγει την άσκηση των δικαιωμάτων των ΑμεΑ. Ιδίως υποχρεούται: […] γ) να παρέχει, όπου απαιτείται σε συγκεκριμένη περίπτωση, εύλογες προσαρμογές υπό τη μορφή εξατομικευμένων και κατάλληλων τροποποιήσεων, ρυθμίσεων και ενδεδειγμένων μέτρων, χωρίς την επιβολή δυσανάλογου ή αδικαιολόγητου βάρους […]».

Αντίστοιχη υποχρέωση για τους εργοδότες προβλέπει και η Οδηγία 2000/78/ΕΚ, στο άρθρο 5 και το αντίστοιχο άρθρο του ν. 4443/2016, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη: «Για την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρισης στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης έναντι ατόμων με αναπηρία ή χρόνια πάθηση, ο εργοδότης υποχρεώνεται στη λήψη όλων των ενδεδειγμένων κατά περίπτωση μέτρων, προκειμένου τα άτομα αυτά να έχουν δυνατότητα πρόσβασης σε θέση εργασίας, να ασκούν αυτή και να εξελίσσονται, καθώς και δυνατότητα συμμετοχής στην επαγγελματική κατάρτιση, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη […]».

Σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, στο Προοίμιο της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ αναφέρονται τα εξής:

«(16) Η θέσπιση μέτρων για την αντιμετώπιση των αναγκών των ατόμων με ειδικές ανάγκες στον εργασιακό χώρο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω ειδικών αναγκών.

(17) Η παρούσα οδηγία δεν απαιτεί την πρόσληψη, προαγωγή ή διατήρηση στη θέση απασχόλησης ή την παροχή εκπαίδευσης σε άτομο που δεν είναι κατάλληλο, ικανό και πρόθυμο να εκτελεί τα βασικά καθήκοντα της εν λόγω θέσης απασχόλησης, ή να παρακολουθήσει έναν δεδομένο κύκλο εκπαίδευσης, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης να προβλέπονται εύλογες προσαρμογές για τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες.

(20) Πρέπει να προβλέπονται κατάλληλα μέτρα, δηλαδή μέτρα αποτελεσματικά και πρακτικά για τη διαμόρφωση της θέσης εργασίας ανάλογα με τις ειδικες ανάγκες, παραδείγματος χαριν με τη διαμόρφωση του χώρου η με προσαρμογή του εξοπλισμού, του ρυθμού εργασίας, της κατανομής καθηκόντων ή της παροχής μέσων κατάρτισης ή πλαισίωσης.

(21) Για να διαπιστώνεται αν τα εν λόγω μέτρα συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση, πρέπει να λαμβάνεται ιδίως υπόψη το οικονομικό και άλλο κόστος που επιφέρουν, το μέγεθος και οι οικονομικοί πόροι του οργανισμού ή της επιχείρησης και η διαθεσιμότητα δημοσίων πόρων ή οιασδήποτε άλλης ενίσχυσης».

Οι παραπάνω επισημάνσεις, σε συνδυασμό και με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, θέτουν το πλαίσιο για την ορθή εφαρμογή του μέτρου των εύλογων προσαρμογών, βασικά σημεία του οποίου είναι τα εξής:

■            Τα μέτρα ευλόγων προσαρμογών που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 20 της Οδηγίας και που οφείλει να λάβει ο εργοδότης για εργαζόμενους/ες με αναπηρία ή χρόνια πάθηση είναι ενδεικτικά, κρίνονται δηλαδή κατά περίπτωση, ανάλογα με τον τρόπο που συγκεκριμένη αναπηρία ή χρόνια πάθηση επηρεάζει την παροχή συγκεκριμένης εργασίας και το εκτιμώμενο κόστος, σε σχέση με τους διαθέσιμους πόρους .

■            Η υποχρέωση για λήψη μέτρων εύλογων προσαρμογών δεν είναι απόλυτη, αλλά υπόκειται στον περιορισμό να μη συνεπάγεται δυσανάλογο κόστος. Λόγω όμως της φύσης της εύλογης προσαρμογής ως εξατομικευμένης παρέμβασης, και όπως συστήνεται από την Επιτροπή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία , η διερεύνηση από τον εργοδότη των πιθανών εναλλακτικών διευθετήσεων θα πρέπει να γίνεται σε κλίμα συνεργασίας με τον/την άμεσα ενδιαφερόμενο/η, επομένως η εκπλήρωση της υποχρέωσης του εργοδότη για λήψη μέτρων εύλογων προσαρμογών προϋποθέτει κατ’ ελάχιστο ότι πραγματοποιήθηκε η διερεύνηση αυτή.

■            Σκοπός του μέτρου της εύλογης προσαρμογής είναι η απόλαυση και η άσκηση όλων των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία σε ίση βάση με τους άλλους , επομένως είναι ασύμβατη με το σκοπό του μέτρου η επιλογή από

τον ασκούντο το διευθυντικό δικαίωμα μιας διευθέτησης ικανής να προκαλέσει τρώση των δικαιωμάτων του εργαζόμενου με αναπηρία ως μισθωτού. Δικαίωμα του μισθωτού αποτελεί και η αξίωση για πραγματική απασχόληση από τον εργοδότη του, που περιλαμβάνει και την απαίτησή του να αξιοποιείται στην εργασία του, σύμφωνα με τα προσόντα και τις ικανότητές του, ώστε να διασφαλίζεται ο σεβασμός στην προσωπικότητά του. Και τούτο γιατί, με την εργασία πλέον δεν συνδέεται μόνον η αξίωση για τη λήψη του αντίστοιχου μισθού, αλλά και άλλα άξια προστασίας δικαιώματα και συμφέροντα του εργαζομένου, αφού μέσω αυτής αναπτύσσει την προσωπικότητά του, αξιοποιεί τις σωματικές, πνευματικές και ψυχικές του δυνάμεις και κατοχυρώνει την επαγγελματική και κοινωνική του θέση .Έτσι, η πραγματική απασχόληση του εργαζόμενου αποτελεί υποχρέωση του εργοδότη, η δε άρνηση αποδοχής της εργασίας του μισθωτού και η μεταβολή του σε αργόμισθο συνιστά, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, προσβολή της προσωπικότητάς του και επιφέρει γενικότερη ηθική μείωση και ταπείνωσή του .

■            Λόγω της πρόβλεψης του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 4443/2016 σχετικά με την αντιστροφή του βάρους απόδειξης , όταν ο εργοδότης δεν αποδείξει ότι η χορήγηση εύλογων προσαρμογών συνιστά δυσανάλογο κόστος για τον ίδιο, η μη χορήγησή τους συνιστά διάκριση λόγω αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης και ισοδυναμεί με παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας που επιφέρει κυρώσεις .

■            Στην έννοια του κόστους που αξιολογείται ως δυσανάλογο δεν περιλαμβάνεται μόνο το αμιγώς οικονομικό αλλά και το διοικητικό κόστος που συναρτάται με τη διαχείριση του εργατικού δυναμικού και την αποτελεσματική λειτουργία του φορέα ή της επιχείρησης του εργοδότη.

Με βάση όλα τα παραπάνω, η Αρχή εξέτασε περιπτώσεις εργαζόμενων στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, με αντικείμενο τη μη χορήγηση εύλογων προσαρμογών. Σε κάποιες από αυτές, ο εργοδότης είχε επιλέξει να μην αξιοποιεί τον εργαζόμενο καθόλου (Φ.Υ. 321400), ή να τον αποκλείει από εργασίες που δεν

περιλαμβάνονταν στο αίτημα εύλογων προσαρμογών (Φ.Υ. 337728), με αποτέλεσμα τη διαπίστωση της παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης εις βάρος του εργαζόμενου, λόγω της αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης. Σε άλλες, ωστόσο, υπήρξε χορήγηση εύλογων προσαρμογών στο πλαίσιο που προαναφέρθηκε, π.χ. με προσαρμογή του ωραρίου και αποφυγή ορισμένων εργασιών, σύμφωνα με τις συστάσεις του ιατρού εργασίας και επαρκής τεκμηρίωση του δυσανάλογου κόστους ικανοποίησης περαιτέρω αιτημάτων, με αντικείμενο π.χ. την αλλαγή θέσης εργασίας (Φ.Υ. 335749).