Ο νόμος 4356
και οι αναπηρικές διατάξεις αυτού
Του
ΜανώληΜπασιά
Πρώτα
παραθέτω τμήματα από την εισηγητική έκθεση του νόμου
Με το άρθρο 15 συνιστάται το «Εθνικό Συμβούλιο
κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας» ως συμβουλευτικό-γνωμοδοτικό όργανο
για τη διευκόλυνση της διαβούλευσης και της συνεργασίας των εμπλεκόμενων φορέων
και υπηρεσιών επί θεμάτων πρόληψης και καταπολέμησης του ρατσισμού και της
μισαλλοδοξίας.
Με το άρθρο 16 ορίζεται η σύνθεση του ανωτέρω
συμβουλίου, στο οποίο μετέχει και εκπρόσωπος
της ΕΣΑΜΕΑ
Με το άρθρο 17 προσδιορίζονται οι αρμοδιότητες
του Συμβουλίου α) για την εναρμόνιση με διεθνείς και ευρωπαϊκούς κανόνες και με
πρακτικές, και β) για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών σε όλο το φάσμα της Διοίκησης
με σκοπό την αποτελεσματικότερη προστασία ατόμων και ομάδων που
στοχοποιούνταιλόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών
καταβολών, κοινωνικής προέλευσης, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, σεξουαλικού
προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου ή αναπηρίας.
Ειδικότερα, για την συντεταγμένη αντιμετώπιση
του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας από την Πολιτεία προβλέπεται η εκπόνηση
εθνικού σχεδίου δράσης με σαφείς ποιοτικούς και ποσοτικούς δείκτες, το οποίο θα
αναπτύσσεται στα ακόλουθα στάδια: α) ιεράρχηση προτεραιοτήτων και κοστολόγηση,
β) παρακολούθηση και επικαιροποίηση, και γ) αξιολόγηση. Τέλος, προβλέπεται και
η δημοσιοποίηση του ετήσιου απολογισμού δράσης του Συμβουλίου με την υποβολή
του έως το τέλος Ιανουαρίου κάθε έτους στον Πρόεδρο της Βουλής.
Η
διάταξη του άρθρου 21 διαμορφώνεται κατάλληλα, ώστε να μην υπάγονται σε αυτήν
αποκλειστικά δράστες που ενεργούν με κίνητρο το μίσος, αλλά και όταν με
οποιοδήποτε άλλο κίνητρο επιλέγουν το θύμα εξαιτίας των ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών του, είτε επειδή το θεωρούν κοινωνικά ευάλωτο, είτε επειδή από
προκατάληψη θεωρούν ότι φέρει κάποιες ιδιαίτερες κοινωνικές ιδιότητες.Η
νομοτεχνική διατύπωση του εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά έφερε ως
κεντρικό ειδοποιό στοιχείο την διαθετική έννοια του «μίσους», έννοια που
παρέπεμπε στην εσωτερική- ψυχική κατάσταση του θύματος και ως εκ τούτου δεν
ήταν εμπειρικά αισθητή. Το γεγονός αυτό δημιουργούσε αποδεικτικές δυσχέρειες
και προφανώς συνέβαλλε στην σπανιότητα εφαρμογής. Με την παρούσα διάταξη
επιχειρείται μια νομοτεχνική διατύπωση που εστιάζει στο αντικειμενικό και
αντιληπτό γεγονός της επιλογής-στοχοποίησης του θύματος εξαιτίας των
ειδικότερων χαρακτηριστικών του, όπως αυτά απαριθμούνται περιοριστικά στη
διάταξη, είτε τα φέρει πράγματι το θύμα, είτε νομίζει ο δράστης ότι τα φέρει.
Με το άρθρο 23 επιχειρείται η ρύθμιση των
ειδικών περιπτώσεων κατά τις οποίες η υφ' όρον απόλυση κατ' άρθρο 110Α
Π.Κ. δεν στηρίζεται σε μόνιμη αναπηρία, αλλά σε προσωρινή. Διαμορφώνεται για το
σκοπό αυτό ένα ειδικότερο διαδικαστικό πλαίσιο, με το οποίο: α) αφενός
εξυπηρετούνται οι ανάγκες και τα δικαιώματα του κρατουμένου, ιδίως ως προς τα
στοιχεία της θεώρησης του χρόνου που μεσολαβεί από την απόλυση υφ' όρον ως
πραγματικού χρόνου έκτισης της ποινής και ως προς τη λήξη της διαδικασίας
επανεξετάσεων της αναπηρίας και διακρίβωσης των σχετικών προϋποθέσεων με την
περάτωση του χρονικού διαστήματος του άρθρου 109 Π.Κ. και, παραλλήλως, β)
τίθενται όροι διασφάλισης ότι η δικαστική κρίση θα μπορεί να παρακολουθεί την
πορεία της υγείας του αιτούντος και υφ' όρον απολυθέντος (μέσα από τις
επανεξετάσεις του) και να διατηρείται σε συνεχή αντιστοιχία με αυτή· στοιχείο
που αναβαθμίζει νομοθετικά το ρόλο του δικαστή σε αυτές τις περιπτώσεις.
Η έννομη τάξη της χώρας
μας τιμωρεί ήδη τη διακριτική μεταχείριση κατά τη συναλλακτική διάθεση
υπηρεσιών και αγαθών με τις διατάξεις του Ν. 3304/2005. Με τη διάταξη του
άρθρου 29, επεκτείνεται η ποινική προστασία του ατόμου απέναντι σε φαινόμενα
καταφρονητικής του μεταχείρισης μέσω του αποκλεισμού του από παροχές αγαθών και
υπηρεσιών, λόγω χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής,
γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού ή
ταυτότητας φύλου. Η επέκταση της ποινικής προστασίας στο πεδίο της εθελοντικής-
ανθρωπιστικής προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών κρίνεται αναγκαία, διότι σε αυτές
τις περιπτώσεις, ο καταφρονητικού χαρακτήρα αποκλεισμός δεν απομειώνει απλώς
την κοινωνική παράσταση του θύματος αλλά υποδηλώνει την άρνηση της ίδιας της
ανθρώπινής του ιδιότητας, ταπεινώνοντας έτσι το θύμα αλλά και προπαγανδίζοντας
στο κοινωνικό σύνολο την αντίληψη ότι υπάρχουν ζωές απογυμνωμένες από την
ιδιότητα του προσώπου, ζωές δηλαδή ανάξιες για τροφή ή για θεραπεία. Τη διάταξη
αφορά μόνο ο αποκλεισμός από παροχές
υπηρεσιών και αγαθών, ο οποίος εμφανίζεται αντικειμενικά ως έμπρακτη
καταφρόνηση του θύματος. Το στοιχείο της καταφρόνησης, συνεπώς, δεν αρκεί να
ενυπάρχει ως ενδιάθετη κατάσταση , στις υποκειμενικές προθέσεις και τα κίνητρα
του δράστη, αλλά πρέπει να χαρακτηρίζει το αντικειμενικό νόημα της πράξης του
αποκλεισμού .Να συνάγεται δηλαδή από τις περιστάσεις και τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της πράξης η έμπρακτη ταπείνωση του θύματος.
Ακολουθούν οι σχετικές με αναπήρους
διατάξεις του νόμου 4356
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΙΑΣ
Αρθρο: 15
Τίτλος Αρθρου
Σύσταση
Συνιστάται συλλογικό συμβουλευτικό - γνωμοδοτικό όργανο υπό την
ονομασία «Εθνικό Συμβούλιο κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας», το οποίο
υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (εφεξής
Συμβούλιο).
Αρθρο: 16
Τίτλος Αρθρου
Σύνθεση
1. Το Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης,
Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αποτελείται από τα εξής μέλη με τους
αναπληρωτές τους: α. Τον Γενικό Γραμματέα Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
ως Πρόεδρο, β. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής
Ανασυγκρότησης με αρμοδιότητα σε θέματα Μεταναστευτικής Πολιτικής, γ. έναν
εκπρόσωπο του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, δ. έναν εκπρόσωπο
του Υπουργείου Εξωτερικών,
ε. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στ. έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής
Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ζ. έναν εκπρόσωπο της Ελληνικής
Αστυνομίας,
η. έναν εκπρόσωπο του Συμβουλίου Ενταξης Μεταναστών του Δήμου
Αθηναίων, θ. έναν εκπρόσωπο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ι. έναν
εκπρόσωπο της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ια. έναν
εκπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ιβ. δύο εκπροσώπους
του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, ιγ. έναν εκπρόσωπο της
Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία, ιδ. έναν εκπρόσωπο της Ένωσης
Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών, ιε. έναν εκπρόσωπο του Κέντρου Ερευνών
για Θέματα Ισότητας. ιστ. έναν εκπρόσωπο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών
Ελλάδας (Γ.Σ.Ε.Ε.), ιζ. έναν εκπρόσωπο της Ανώτατης Διοίκησης Ενώσεων Δημοσίων
Υπαλλήλων (Α.Δ.Ε.Δ.Υ.).
2. Τακτικά και αναπληρωματικά μέλη ορίζονται από τους αρμόδιους Υπουργούς
και φορείς, με γνώμονα την εξειδίκευσή τους σε θέματα καταπολέμησης του
ρατσισμού ή τις αρμοδιότητές τους. Ειδικότερα, ο εκπρόσωπος της ΕΛ.ΑΣ. και ο
αναπληρωτής του ορίζονται από τον Αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. και προέρχονται από
υπηρεσία αρμόδια για τη δίωξη της ρατσιστικής βίας. Η θητεία των μελών είναι
τριετής.
3. Με απόφαση της Ολομέλειας μπορούν εντός του Συμβουλίου να
λειτουργούν Επιτροπές για την επεξεργασία ειδικότερων θεμάτων.
4. Σε κάθε συνεδρίαση του Συμβουλίου προσκαλείται και συμμετέχει, με
εκπρόσωπό του, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο Συνήγορος του Πολίτη, ο οποίος δύναται
οποτεδήποτε, με αμετάκλητη δήλωσή του προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, να
καταστεί εφεξής πλήρες μέλος αυτού με δικαίωμα ψήφου.
Αρθρο: 17
Τίτλος Αρθρου
Αρμοδιότητες
1. Το Συμβούλιο έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α. Το σχεδιασμό πολιτικών πρόληψης και καταπολέμησης του ρατσισμού και
της μισαλλοδοξίας προς διασφάλιση της προστασίας ατόμων και ομάδων που
στοχοποιούνται λόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών
καταβολών, κοινωνικής προέλευσης, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας,
σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου ή χαρακτηριστικών φύλου. β. Την
επίβλεψη της εφαρμογής της νομοθεσίας κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας
και της συμμόρφωσής της με το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο. γ. Την προώθηση και
το συντονισμό της δράσης των εμπλεκόμενων φορέων για την αποτελεσματικότερη
αντιμετώπιση του φαινομένου, καθώς και την ενίσχυση της συνεργασίας με την
κοινωνία των πολιτών στα ζητήματα αυτά.
2. Το Συμβούλιο ιδίως:
α. Εκπονεί μελέτες, εκδίδει κατευθυντήριες οδηγίες και συστάσεις και
προτείνει μέτρα για την πρόληψη και καταπολέμηση του ρατσισμού και της
μισαλλοδοξίας και την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας και της διοικητικής
πρακτικής προς τις διατάξεις του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου και τις
συστάσεις των διεθνών οργανισμών. β. Σχεδιάζει και προτείνει πολιτικές κατά του
ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας για όλο το φάσμα της κυβερνητικής πολιτικής και
της δημόσιας διοίκησης και αναπτύσσει πρωτοβουλίες για την προώθηση της
εταιρικής - κοινωνικής ευθύνης των νομικών προσώπων για τα ως άνω θέματα. γ.
Μεριμνά για την προώθηση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της ισότητας και του
σεβασμού της ετερότητας μέσα από την τυπική εκπαίδευση. δ. Αναλαμβάνει
πρωτοβουλίες για την επιμόρφωση δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών,
υπηρετούντων στα σώματα ασφαλείας και υπαλλήλων υπηρεσιών και φορέων του στενού
και του ευρύτερου δημοσίου τομέα σε θέματα αντιμετώπισης του ρατσισμού και της
ρατσιστικής βίας. ε. Συγκεντρώνει και αξιοποιεί στατιστικά στοιχεία σχετικά με
το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Οι αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες υποχρεούνται
να παρέχουν τα αιτούμενα στοιχεία. στ. Προωθεί την πρόληψη και την αντιμετώπιση
της ρατσιστικής βίας, καθώς και την ενίσχυση των μηχανισμών καταγραφής του
φαινομένου. ζ. Μεριμνά για την ευαισθητοποίηση των πολιτών για τα φαινόμενα του
ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας μέσα από τα ΜΜΕ, καθώς και για την καταγραφή
και αντιμετώπιση της ρητορικής του μίσους στο δημόσιο λόγο. η. Συντάσσει Εθνικό
Σχέδιο Δράσης κατά του Ρατσισμού, παρακολουθεί συστηματικά την εφαρμογή του και
μεριμνά για την τακτική επικαιροποίησή του. Συντάσσει ετήσιο απολογισμό δράσης,
ο οποίος υποβάλλεται έως το τέλος Ιανουαρίου κάθε έτους στον Πρόεδρο της Βουλής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ
Άρθρο 21
Το άρθρο 81Α του Ποινικού Κώδικα
αντικαθίσταται ως εξής:
«Aρθρο 81Α
Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά
Εάν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι
έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των
χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής γενεαλογικών
καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή
χαρακτηριστικών φύλου το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται ως εξής:
α) Στην περίπτωση πλημμελήματος, που
τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, το κατώτερο όριο της ποινής αυξάνεται
στους έξι (6) μήνες και το ανώτερο όριο αυτής στα δύο (2) έτη. Στις λοιπές
περιπτώσεις πλημμελημάτων το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά ένα (1) έτος.
β) Στην περίπτωση κακουργήματος, που το
προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής ορίζεται σε πέντε (5) έως δέκα (10) έτη, το
κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο (2) έτη. Στις λοιπές περιπτώσεις
κακουργημάτων το κατώτερο όριο ποινής αυξάνεται κατά τρία (3) έτη.
γ) Στην περίπτωση εγκλήματος, που
τιμωρείται με χρηματική ποινή, το κατώτερο όριο αυτής διπλασιάζεται.
Σε περίπτωση μετατροπής της ποινής
φυλάκισης που έχει επιβληθεί κατά τα παραπάνω, το ποσό της μετατροπής δεν
μπορεί να είναι κατώτερο από το διπλάσιο του κατώτατου ορίου του προβλεπόμενου
ποσού μετατροπής.»
Άρθρο 23
Η παρ. 4 του άρθρου 110Α του Ποινικού
Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η διακρίβωση των προηγούμενων
προϋποθέσεων γίνεται μετά από αίτηση του κρατούμενου από το συμβούλιο πλημμελειοδικών
ή, στην περίπτωση κρατούμενου που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης, από το
συμβούλιο εφετών. Ο εισαγγελέας, μετά την υποβολή της αίτησης, διατάσσει ειδική
πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των προηγούμενων
παραγράφων και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας, αν αυτό δεν έχει
βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.). Η κατά τα άνω ειδική
πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση από το ΚΕ.Π.Α. υποβάλλεται από τον εισαγγελέα
στο αρμόδιο συμβούλιο μαζί με την πρότασή του. Κατά του βουλεύματος του
συμβουλίου εφετών μπορεί να ασκηθεί αναίρεση. Οι λεπτομέρειες σχετικά με την ως
άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών
Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας. Η ειδική
πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση του ΚΕ.Π.Α. υποχρεωτικά προσδιορίζουν εάν η
αναπηρία είναι μόνιμη ή πρόσκαιρη και αναφέρουν στην περίπτωση της πρόσκαιρης
αναπηρίας τον χρόνο διάρκειάς της και το ποσοστό της. Εάν πρόκειται για
πρόσκαιρη αναπηρία ο αρμόδιος εισαγγελέας υποβάλλει ένα (1) μήνα πριν τη λήξη
του προσδιοριζόμενου χρόνου αναπηρίας στο αρμόδιο συμβούλιο την πρότασή του για
την επανεξέταση της, χορηγηθείσας απόλυσης υπό όρο. Για τον λόγο αυτό δύο (2)
μήνες πριν τη συμπλήρωση του χρόνου της προσδιορισθείσας αναπηρίας διατάσσει
ειδική πραγματογνωμοσύνη είτε παραπομπή στο αρμόδιο ΚΕ.Π.Α. για την εκ νέου
διακρίβωση των προϋποθέσεων για την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας. Εάν δεν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων διατάσσεται η συνέχιση
της εκτέλεσης της ποινής. Ο χρόνος που μεσολάβησε από την απόλυση υπό όρο
λογίζεται ως πραγματικός χρόνος έκτισης της ποινής. Η επανεξέταση της αναπηρίας
και η διακρίβωση των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού περατώνεται στο χρονικό
διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109.»
Άρθρο 29
Μετά
το άρθρο 361Α του Ποινικού Κώδικα προστίθεται άρθρο 361Β ως εξής:
«Αρθρο 361Β
1.
Όποιος προμηθεύει αγαθά ή προσφέρει υπηρεσίες ή αναγγέλλει με δημόσια πρόσκληση
την παροχή ή προμήθεια αυτών αποκλείοντας από καταφρόνηση πρόσωπα λόγω των
χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών
καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή
χαρακτηριστικών φύλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και με
χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
2.
Εάν στην πράξη της προηγούμενης παραγράφου συμμετείχαν δύο (2) ή περισσότεροι
επιβάλλεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή πέντε
χιλιάδων (5.000) έως είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ.»
Τελειώνοντας
παραθέτω ολόκληρο το άρθρο 110 α του ποινικού κώδικα όπως ισχύει μετά την
τροποποίηση του από το νόμο 4356.
Αρθρο: 110Α
Σχόλια
- Το ΠΑΡΟΝ άρθρο
τίθεται όπως ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ με την παρ. 6 του άρθρου 6 του ν. 4322/2015 (Α΄
42/27.4.2015). - H παρ. 4 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο
23 του ν. 4356/2015 ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.
Κείμενο Αρθρου
«1. Η απόλυση υπό
όρο χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και
106, εφόσον ο κατάδικος νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας
ή από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλεται σε τακτική αιμοκάθαρση ή από
ανθεκτική φυματίωση ή είναι τετραπληγικός ή έχει υποστεί μεταμόσχευση ήπατος,
μυελού και καρδιάς ή πάσχει από κακοήθη νεοπλάσματα τελικού σταδίου ή από
κίρρωση του ήπατος με αναπηρία άνω του εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή από
γεροντική άνοια έχοντας υπερβεί το ογδοηκοστό (80ο) έτος της ηλικίας.
2. Η απόλυση
χορηγείται, ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106
και στις πιο κάτω περιπτώσεις, που έχει επιβληθεί πρόσκαιρη στερητική της
ελευθερίας ποινή: α) στους κατάδικους με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό
(50%) και άνω εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης
καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης και β) στους
κατάδικους με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω. Σε
περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης, απαιτείται να έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε
τρόπο το ένα πέμπτο της ποινής.
3. Σε περίπτωση
ισόβιας κάθειρξης ο κρατούμενος που έχει ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό
(80%) και άνω αν έχει εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο πέντε (5) έτη στην
περίπτωση που το έγκλημα του δεν ενέχει ανθρωποκτονία, ή δέκα (10) έτη σε κάθε
άλλη περίπτωση, εκτίει το υπόλοιπο της ποινής του στην κατοικία του, με ανάλογη
εφαρμογή του άρθρου 56 παρ. 3. Στην περίπτωση αυτή δύναται να επιβληθεί
ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 283Α του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας. Επίσης, είναι δυνατή η επιβολή όρων κατά ανάλογη εφαρμογή του
άρθρου 100 παράγραφοι 2 και 3 του Ποινικού Κώδικα.
«4. Η διακρίβωση
των προηγούμενων προϋποθέσεων γίνεται μετά από αίτηση του κρατούμενου από το
συμβούλιο πλημμελειοδικών ή, στην περίπτωση κρατούμενου που εκτίει ποινή
ισόβιας κάθειρξης, από το συμβούλιο εφετών. Ο εισαγγελέας, μετά την υποβολή της
αίτησης, διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων
των προηγούμενων παραγράφων και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας, αν αυτό
δεν έχει βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.). Η κατά τα
άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση από το ΚΕ.Π.Α. υποβάλλεται από τον
εισαγγελέα στο αρμόδιο συμβούλιο μαζί με την πρότασή του. Κατά του βουλεύματος
του συμβουλίου εφετών μπορεί να ασκηθεί αναίρεση. Οι λεπτομέρειες σχετικά με
την ως άνω ειδική πραγματογνωμοσύνη καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών
Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υγείας. Η ειδική
πραγματογνωμοσύνη ή η βεβαίωση του ΚΕ.Π.Α. υποχρεωτικά προσδιορίζουν εάν η
αναπηρία είναι μόνιμη ή πρόσκαιρη και αναφέρουν στην περίπτωση της πρόσκαιρης
αναπηρίας τον χρόνο διάρκειάς της και το ποσοστό της. Εάν πρόκειται για
πρόσκαιρη αναπηρία ο αρμόδιος εισαγγελέας υποβάλλει ένα (1) μήνα πριν τη λήξη
του προσδιοριζόμενου χρόνου αναπηρίας στο αρμόδιο συμβούλιο την πρότασή του για
την επανεξέταση της, χορηγηθείσας απόλυσης υπό όρο. Για τον λόγο αυτό δύο (2)
μήνες πριν τη συμπλήρωση του χρόνου της προσδιορισθείσας αναπηρίας διατάσσει
ειδική πραγματογνωμοσύνη είτε παραπομπή στο αρμόδιο ΚΕ.Π.Α. για την εκ νέου
διακρίβωση των προϋποθέσεων για την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας. Εάν δεν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων διατάσσεται η συνέχιση
της εκτέλεσης της ποινής. Ο χρόνος που μεσολάβησε από την απόλυση υπό όρο
λογίζεται ως πραγματικός χρόνος έκτισης της ποινής. Η επανεξέταση της αναπηρίας
και η διακρίβωση των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού περατώνεται στο χρονικό
διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109.»
5. Με την
επιφύλαξη των άρθρων 107 και 108, η απόλυση υπό όρο κατά τις παραγράφους 1 και
2 σημειώνεται στο Ποινικό Μητρώο του καταδίκου, χορηγείται μόνο μια φορά και
επεκτείνεται αυτοδικαίως σε όλες τις συντρέχουσες στην έκτιση ποινές, για τις
οποίες μπορεί να καθοριστεί συνολική ποινή κατ' άρθρο 551 του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας.
6. Η καταδίκη κατά
τη διάρκεια της δοκιμασίας για πράξη που τελέστηκε πριν την έναρξη της έκτισης
της ποινής, για την οποία χορηγήθηκε η απόλυση υπό όρο, δεν επιφέρει την
ανάκληση της απόλυσης.
7. Σε όλες τις
ανωτέρω περιπτώσεις, εκτός της επιβολής ισόβιας κάθειρξης, δύναται να επιβληθεί
μόνο ο όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Ανάκληση απόλυσης για παραβίαση
όρου δεν χωρεί όταν αυτή προκλήθηκε από λόγους υγείας.
8. Σε όσους
απολύονται κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν χωρεί προσωποκράτηση.»
Αρθρο: 110Β
Τίτλος Αρθρου
"Απόλυση
καταδίκων υπό τον όρο του κατ' οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση
Σχόλια
- Το παρόν άρθρο
προστέθηκε με την παρ. Α του άρθρου 1 του ν. 4205/2013 (Α΄ 242/6.11.2013). - Τα
εντός " " εδ. στο τέλος της παρ. 1 του παρόντος άρθρου ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΑΝ με
την παρ. 11 του άρθρου 19 του ν. 4267/2014 (Α΄ 137/12.6.2014).
Κείμενο Αρθρου
1. Όσοι
καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας, μπορούν, κατόπιν αιτήσεώς
τους, να απολυθούν υπό τον όρο του κατ' οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική
επιτήρηση, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 283Α Κ.Π.Δ., εφόσον έχουν εκτίσει:
α) προκειμένου για
πρόσκαιρη κάθειρξη, τα 2/5 της ποινής τους, β) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη,
τουλάχιστον 14 έτη.
Στην περίπτωση που
συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο κατάδικος πρέπει να έχει εκτίσει το
άθροισμα των τμημάτων των ποινών που προβλέπονται στις περιπτώσεις α' και β'.
Σε κάθε περίπτωση ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, εάν έχει εκτίσει 17 έτη,
ακόμη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό.
Ως ποινή που
εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά το ν. 2058/1952. Οι
διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε καταδίκους για τα
κακουργήματα των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/ 2013, των άρθρων 134, 187, 187Α,
336, 338, 339 παράγραφος 1, περιπτώσεις α' και β', 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α
παράγραφος 4, 351Α παράγραφοι 1, περιπτώσεις α' και β' και 3, 380 παράγραφοι 1,
εδάφιο δεύτερο και 2 και 299 παράγραφος 1, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση,
επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη. «Με εξαίρεση τις πράξεις των άρθρων 134 και 187Α, η
διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν έχει εφαρμογή σε καταδίκους των πράξεων
του εδαφίου αυτού, αν πάσχουν από νοσήματα με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις
εκατό (80%) και άνω. Η διακρίβωση της αναπηρίας γίνεται, μετά από αίτηση του
καταδίκου, από το αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών, το οποίο διατάσσει ειδική
πραγματογνωμοσύνη, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 110Α του
Ποινικού Κώδικα.»
...