Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

Δικαστική συμπαράσταση, από το ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥτου καθηγητή μας στο πανεπιστήμιο Αποστόλου Γεωργιάδη εκδόσεις Σάκκουλα 2014


Δικαστική συμπαράσταση,
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε. 2014
Κεφάλαιο δεύτερο
Δικαστική συμπαράσταση, ακούσια νοσήλεια
Και δικαστική επιμέλεια ξένων υποθέσεων
§ 46. Έννοια και ίδρυση της δικαστικής συμπαράστασης
Διάγραμμα
I. Έννοια δικαστικής συμπαράστασης 1-2
1. Ορισμοί 1
2. Σχέση με επιτροπεία ανηλίκων 2
ΙΙ. Υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση 3-13
1. Πρόσωπα που υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση 3-9
2. Αίτηση για υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση 10-12
3. Αναγκαστικό δίκαιο 13
ΙΙΙ. Διορισμός δικαστικού συμπαραστάτη και εποπτικού συμβουλίου 14-29
1. Διορισμός με δικαστική απόφαση 15-16
2. Δικαστικός συμπαραστάτης 17-27
3. Εποπτικό συμβούλιο 28-29
Ι. Έννοια δικαστικής συμπαράστασης
1. Ορισμοί
Δικαστική συμπαράσταση είναι η στέρηση ή ο περιορισμός με δικαστική απόφαση της δικαιοπρακτικής ικανότητας ενήλικων προσώπων, τα οποία για συγκεκριμένους λόγους –που αναφέρονται περιοριστικά στον νόμο– είτε αδυνατούν να φροντίζουν μόνα τους για τις υποθέσεις τους είτε εκθέτουν σε κίνδυνο στέρησης τον εαυτό τους ή την οικογένειά τους (ΑΚ 1666 § 1, 1667 § 1 εδ. α΄). Το πρόσωπο που πρόκειται να υπαχθεί σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης ονομάζεται «συμπαραστατέος», το πρόσωπο που βρίσκεται ήδη σε δικαστική συμπαράσταση ονομάζεται «συμπαραστατούμενος» και το πρόσωπο που αντιπροσωπεύει τον συμπαραστατούμενο ή συναινεί στις δικαιοπραξίες του τελευταίου ονομάζεται «δικαστικός συμπαραστάτης». Η δικαστική συμπαράσταση τέλος διακρίνεται (ΑΚ 1676 αρ. 1 και 2) σε: α) στερητική, όταν το δικαστήριο κηρύσσει το πρόσωπο ανίκανο για όλες ή για ορισμένες δικαιοπραξίες (πλήρης ή μερική αντίστοιχα), και β) επικουρική, όταν το δικαστήριο ορίζει ότι για την ισχύ όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών του προσώπου απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη (πλήρης ή μερική αντίστοιχα).
2. Σχέση με επιτροπεία ανηλίκων
Η δικαστική συμπαράσταση είναι συγγενής θεσμός με τον αντίστοιχο της επιτροπείας ανηλίκων, καθώς και οι δύο προστατεύουν πρόσωπα που λόγω της κατάστασής τους (ανηλικότητα, έλλειψη πνευματικής διαύγειας κ.ά.) δεν έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε ο ίδιος ο ΑΚ προβλέπει, όπου δεν ορίζεται διαφορετικά, την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για την επιτροπεία ανηλίκων στις περιπτώσεις στερητικής δικαστικής συμπαράστασης (ΑΚ 1682 εδ. α΄). Εντούτοις, η ομοιότητα των περιπτώσεων επιβάλλει σε πολλά θέματα την ανάλογη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και σε περιπτώσεις επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, καθώς οι αντίστοιχες διατάξεις των ΑΚ 1666 επ. δεν ρυθμίζουν όλα τα ζητήματα.
Παραδείγματα:
1) Ο δικαστικός συμπαραστάτης επιθυμεί να πωλήσει στον συμπαραστατούμενο ένα ακίνητό του. Για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας απαιτείται ο διορισμός ειδικού δικαστικού συμπαραστάτη, διότι υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων. Εν προκειμένω εφαρμόζονται αναλόγως οι ΑΚ 1627 και 1628, ανεξάρτητα αν πρόκειται για στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 1682 εδ. α΄, βλ. και ΚΠολΔ 801 § 1 εδ. α΄).
2) Ο δικαστικός συμπαραστάτης, όπως και ο επίτροπος, δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί για δικό του λογαριασμό την περιουσία του συμπαραστατουμένου και ιδίως μετρητά χρήματά του. Εκ των πραγμάτων η ως άνω απαγόρευση ισχύει μόνο στην περίπτωση της στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, διότι στην επικουρική ο δικαστικός συμπαραστάτης απλώς συναινεί στην επιχείρηση δικαιοπραξιών από τον συμπαραστατούμενο (ΑΚ 1682 εδ. α΄, 1618, 1676 αρ. 1 και 2).
ΙΙ. Υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση
1. Πρόσωπα που υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση
Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλονται συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικώς στον νόμο, ενώ και οι αντίστοιχες προϋποθέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, υποχρεούται να διατάξει τη δικαστική συμπαράσταση. Τα πρόσωπα αυτά είναι:
α) Ψυχική ή διανοητική διαταραχή: Υποβάλλεται σε δικαστική συμπαράσταση ο ενήλικος, ο οποίος λόγω –παροδικής (π.χ. επιληπτικές κρίσεις) ή μόνιμης αλλά όχι κατ’ανάγκη ανίατης– ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του (ΑΚ 1666 § 1 αρ. 1).
Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή νοείται κάθε πρόβλημα ψυχικό ή διανοητικό αντίστοιχα που εμποδίζει την ελεύθερη διαμόρφωση της βούλησης (απώλεια επαφής με το περιβάλλον, εγκεφαλικές διαταραχές, νοητική υστέρηση κ.ά.). Υποβάλλεται λ.χ. σε δικαστική συμπαράσταση: το πρόσωπο που είναι σε κατάσταση διφορούμενων φρενών εξαιτίας πνευματικής ασθένειας η οποία δεν αποκλείει εντελώς τη χρήση του λογικού, ο υπερήλικας που πάσχει από γεροντική άνοια, το πρόσωπο που λόγω εγκεφαλοπάθειας έχει χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, το πρόσωπο που πάσχει από σχιζοφρένεια ή μανιοκατάθλιψη κοκ.
Εφόσον ο ενήλικος που πάσχει από ψυχική ή διανοητική ασθένεια μπορεί παρόλα αυτά να φροντίζει για τις προσωπικές και περιουσιακές υποθέσεις του, δεν τίθεται υπό δικαστική συμπαράσταση. Κριτήρια αποτελούν αφενός η συνολική προσωπικότητα του πάσχοντος και αφετέρου η φύση και το είδος των υποθέσεών του [ΕφΑθ 1104/1996 Αρμ 1996, 1336, Κακατσάκης, άρθρο 1666 αρ. 4]. Επίσης, το δικαστήριο μπορεί να μη διατάξει την υποβολή του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, αν υπάρχει ήδη γενικός πληρεξούσιος του τελευταίου που χειρίζεται τις υποθέσεις του (ΑΚ 211 επ.).
Παράδειγμα: Ο Α είναι εσωστρεφής, εκκεντρικός και αγοραφοβικός. Οι εν λόγω ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα του δεν δικαιολογούν επέμβαση στην προσωπική του σφαίρα μέσω της υποβολής του σε δικαστική συμπαράσταση.
β) Σωματική αναπηρία: Υποβάλλεται σε δικαστική συμπαράσταση ο ενήλικος που λόγω σωματικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του (ΑΚ 1666 § 1 αρ. 1). Στην περίπτωση αυτή, η δικαστική συμπαράσταση διατάσσεται μόνον ύστερα από αίτηση του ίδιου του σωματικά ανάπηρου προσώπου (ΑΚ 1667 § 2). Ως σωματική αναπηρία νοείται κάθε πρόβλημα που αφορά είτε στα όργανα των αισθήσεων (π.χ. οράσεως) είτε στα όργανα της κίνησης (π.χ. κάτω άκρα). Σωματική αναπηρία, που ενδέχεται να εμποδίζει το πρόσωπο να φροντίζει τις υποθέσεις του, συντρέχει π.χ. όταν κάποιος έχει γεννηθεί κουφός, τυφλός ή άλαλος, εκτός πάλι αν αυτός έχει εκπαιδευτεί ειδικώς για να αντεπεξέρχεται στις ανάγκες του [ΕφΑθ 4017/1988 ΕλλΔνη 1988, 1429]. Επίσης, σωματικά ανάπηρος μπορεί να χαρακτηριστεί και ο υπερήλικας που λόγω φυσικής εξάντλησης των σωματικών του δυνάμεων αδυνατεί να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του. Σε κάθε περίπτωση, σωματική αναπηρία δεν σημαίνει οπωσδήποτε και αδυναμία επικοινωνίας του αναπήρου με το περιβάλλον του.
Παράδειγμα: Ο εργάτης Α έχασε τρία δάχτυλα του χεριού του λόγω εργατικού ατυχήματος. Για τον λόγο αυτόν υπέβαλε αίτηση να τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση. Η αίτηση δεν θα γίνει δεκτή, διότι η σωματική του αναπηρία δεν τον εμποδίζει να φροντίζει ο ίδιος για τις υποθέσεις του (ΑΚ 1666 § 1 αρ. 1, 1667 § 2).
γ) Ασωτία, τοξικομανία και αλκοολισμός: Υποβάλλεται σε δικαστική συμπαράσταση ο ενήλικος που λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού –και όχι από άλλους λόγους– εκθέτει στον κίνδυνο της στέρησης τον εαυτό του, τον σύζυγό του [Έστω και αν βρίσκεται σε διάσταση με τον άλλο, αρκεί να οφείλει διατροφή. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί όμως να υποβάλει τη σχετική αίτηση ο εν διαστάσει σύζυγος (ΑΚ 1667 § 1)], τους κατιόντες ή τους ανιόντες του (ΑΚ 1666 § 1 αρ. 2). Κίνδυνος στέρησης υπάρχει όταν κινδυνεύει η προσήκουσα εκπλήρωση της νόμιμης οφειλόμενης διατροφής. Επομένως, αν δεν υφίσταται υποχρέωση διατροφής κατά τον χρόνο που ζητείται η δικαστική συμπαράσταση, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να γίνει λόγος για έκθεση σε κίνδυνο στερήσεως [Σπυριδάκης, Η δικαστική συμπαράσταση, σ. 35]. Άσωτος είναι εκείνος που προβαίνει σε αλόγιστα έξοδα ανεξάρτητα από τα κίνητρά του (π.χ. σύναψη υπέρογκων σε σχέση με τα εισοδήματα καταναλωτικών δανείων), τοξικομανής είναι εκείνος που είναι εθισμένος σε ουσίες, και αλκοολικός είναι εκείνος που συχνά βρίσκεται σε κατάσταση μέθης λόγω κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών. Ο ενήλικος τοξικομανής κ.λπ. δεν τίθεται όμως σε δικαστική συμπαράσταση, όταν ο κίνδυνος αφορά σε άλλα πρόσωπα που ενδεχομένως αυτός έχει υποχρέωση να διατρέφει (π.χ. αδελφό κατ’ΑΚ 1504). Συνήθως όμως το πρόσωπο αυτό θα εκθέτει στον κίνδυνο της στέρησης και τον ίδιο του τον εαυτό, οπότε και πάλι θα μπορεί να τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση.
Παραδείγματα:
1) Ο πλούσιος εφοπλιστής Α και ο δημόσιος υπάλληλος Β έχουν πάθος με τη χαρτοπαιξία, με αποτέλεσμα να χάνουν συχνά μεγάλα ποσά στο καζίνο. Ο Β μπορεί να θεωρηθεί άσωτος, όχι όμως και ο Α (ΑΚ 1666 § 1 αρ. 2).
2) Η ηλικιωμένη Α δαπανά μικρό μέρος από τη συνολικά μεγάλη περιουσία της, προκειμένου να ικανοποιεί τις επιθυμίες του εραστή της. Η συμπεριφορά της Α δεν συνιστά ασωτία (ΑΚ 1666 § 1 αρ. 2) [ΠρΘηβ 235/1960 ΕλλΔνη 2/1961, 1094].
3) Ο Α, κληρονόμος μεγάλης περιουσίας, είναι τοξικομανής και λόγω του εθισμού του πολλές φορές λιποθυμά και τραυματίζεται. Η σύζυγός του Β υποβάλλει αίτηση να τεθεί αυτός σε δικαστική συμπαράσταση. Η αίτηση θα απορριφθεί, διότι δεν κινδυνεύει η διατροφή της Β (ΑΚ 1666 § 1 αρ. 2) [Έτσι και Κουτσουράδης, Προστατευτικοί θεσμοί, σ. 77-78, αντίθ. Δασκαρόλης ΙΙ, σ. 713, Σπυριδάκης, Η δικαστική συμπαράσταση, σ. 33].
δ) Ποινή στερητική της ελευθερίας: Υποβάλλεται σε δικαστική συμπαράσταση ο ενήλικος που εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας του τουλάχιστον δύο ετών (ΑΚ 1688 εδ. α΄). Εν προκειμένω, η δικαστική συμπαράσταση είναι επικουρική (όχι στερητική) και κηρύσσεται –κατά την κρίση του δικαστηρίου– μόνο με αίτηση του προσώπου που εκτίει την ποινή και μόνο για τις πράξεις που αυτός προσδιόρισε στην αίτησή του (ΑΚ 1688 εδ. α΄ και β΄).
ε) Ανήλικοι: Υποβάλλεται σε δικαστική συμπαράσταση ο ανήλικος που βρίσκεται ήδη υπό γονική μέριμνα ή επιτροπεία, έχει συμπληρώσει τα 17 έτη [Αυτό κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης (βλ. και Αγγ. Γεωργιάδη, άρθρο 1666 αρ. 45)] και λόγω της κατάστασής του πιθανολογείται βάσιμα ότι και μετά την ενηλικίωσή του είτε θα αδυνατεί λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας να φροντίζει εν όλω ή εν μέρει μόνος για τις υποθέσεις του είτε λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού θα εκθέτει στον κίνδυνο στέρησης τον εαυτό του, τον σύζυγό του (αν έχει), τους κατιόντες του (αν έχει) ή τους ανιόντες του (ΑΚ 1666 § 2 εδ. α΄). Εν προκειμένω, το δικαστήριο διαθέτει διακριτική ευχέρεια να διατάξει την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση ή όχι. Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα της υποβολής σε δικαστική συμπαράσταση αρχίζουν αυτοδικαίως, αφότου ο ανήλικος ενηλικιωθεί (ΑΚ 1666 § 2 εδ. β΄).
Παράδειγμα: Ο Α που έχει συμπληρώσει τα 17 έτη είναι εθισμένος στα ναρκωτικά και γι’αυτό τον λόγο έχει καταντήσει επαίτης. Οι γονείς του Β και Γ μπορούν να ζητήσουν να τεθεί ο Α σε δικαστική συμπαράσταση, τα αποτελέσματα της οποίας θα αρχίσουν αφότου αυτός ενηλικιωθεί (ΑΚ 1666 §§ 1 αρ. 2, 2, 1667 § 1 εδ. α΄). Μέχρι τότε οι Β και Γ θα εξακολουθήσουν να ασκούν τη γονική μέριμνα του Α (ΑΚ 1510 § 1 εδ. α΄).
2. Αίτηση για υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση
Η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται μόνον) από το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του, εφόσον υπάρχει πραγματική έγγαμη συμβίωση κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης [Βλ. και ΕφΑθ 4076/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ, Κακατσάκη, άρθρο 1667 αρ. 5: Η υπαιτιότητα για τη διακοπή της συμβίωσης δεν παίζει ρόλο], ή των γονέων [Κατ’αρχήν αυτοτελώς ή από κοινού. Αν όμως ο συμπαραστατέος είναι ανήλικος κατ’ΑΚ 1666 § 2 εδ. α΄, η αίτηση πρέπει να υποβληθεί και από τους δύο γονείς από κοινού (ΑΚ 1510 § 1 εδ. α΄, 1512)] ή τέκνων του (ενδεχομένως μέσω ειδικού επιτρόπου αν είναι ανήλικα βάσει της ΑΚ 1517) ή του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως (ΑΚ 1667 § 1 εδ. α΄). Στην τελευταία περίπτωση, οι δημόσιοι ή δημοτικοί υπάλληλοι, οι εισαγγελείς (εφόσον δεν επιθυμούν οι ίδιοι να υποβάλουν αίτηση), τα όργανα των αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και οι προϊστάμενοι μονάδων ψυχικής υγείας οφείλουν –μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα– να γνωστοποιούν στο δικαστήριο κάθε περίπτωση που μπορεί να συνεπάγεται την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, αμέσως μόλις την πληροφορούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (ΑΚ 1668, άρθρο 5 του π.δ. 250/1999). Παραβίαση του ανωτέρω καθήκοντος ενδέχεται να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης υπέρ του πάσχοντος (ΕισΝΑΚ 105, 106).
Επίσης, όταν πρόκειται να υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση υπό τους όρους της ΑΚ 1666 § 2 εδ. α΄ ανήλικος που τελεί υπό επιτροπεία, τη σχετική αίτηση μπορεί να υποβάλει και ο επίτροπος του ανηλίκου (ΑΚ 1667 § 1 εδ. β΄). Όταν τέλος το πρόσωπο πάσχει αποκλειστικά από σωματική αναπηρία ή εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας του τουλάχιστον δύο ετών, το δικαστήριο αποφασίζει μόνον ύστερα από αίτηση του ιδίου (ΑΚ 1667 § 2, 1688 εδ. β΄).
Εκτός των παραπάνω αναφερομένων, κανένα άλλο πρόσωπο (ο αδελφός, ο παππούς, ο εγγονός ή ο θείος εκείνου που πάσχει ψυχικώς, ο σύντροφός του από σύμφωνο συμβίωσης [Έτσι και Κουτσουράδης, ΕφΑΔ 2011, 788 σημ. 11], τρίτο πρόσωπο που επιθυμεί να συναλλαγεί με τον πάσχοντα, ίδρυμα κοκ.) δεν μπορεί να υποβάλει αίτηση για δικαστική συμπαράσταση ούτε να ασκήσει παρέμβαση στη σχετική δίκη ή τριτανακοπή κατά της απόφασης που θα εκδοθεί (ΚΠολΔ 803 § 2) [ΑΠ 1953/2006 ΧρΙΔ 2007, 526: Η αναφορά των νομιμοποιούμενων προσώπων στην ΑΚ 1667 είναι περιοριστική, ΕφΑθ 2656/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ, Παπαζήση, Δ 2006, 231]. Άλλο είναι όμως το ζήτημα ότι κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει σχετική αίτηση στον εισαγγελέα ή να ενημερώσει σχετικώς το δικαστήριο, οπότε η διαδικασία υποβολής σε δικαστική συμπαράσταση θα κινηθεί μέσω του εισαγγελέως ή αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο [Βλ. και ΑΠ 1103/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ].
Παραδείγματα:
1) Η Α εγκαταλείπει τη συζυγική στέγη, διότι ο σύζυγός της Β είναι αλκοολικός, ασκεί αγωγή διαζυγίου (ΑΚ 1391 § 1, 1439 § 1) και ταυτόχρονα υποβάλλει αίτηση να τεθεί ο Β σε δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 1666 § 1 αρ. 2). Το δικαστήριο θα απορρίψει την αίτηση, διότι έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση μεταξύ της Α και του Β (ΑΚ 1667 § 1 εδ. α΄).
2) Ο Α τραυματίστηκε στη σπονδυλική του στήλη και έμεινε καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο. Για τον λόγο αυτό η σύζυγός του Β υπέβαλε αίτηση αφενός να τεθεί αυτός σε δικαστική συμπαράσταση και αφετέρου να διοριστεί η ίδια δικαστικός συμπαραστάτης του (ΑΚ 1666 § 1 αρ. 1, 1669). Η αίτηση είναι απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, καθότι μόνον ο σωματικά ανάπηρος Α μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 1667 § 2).
3) Οι Α και Β είναι αδέλφια και πάσχουν από σύνδρομο Dwn. Ο Β υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριο να τεθούν αυτός και ο αδελφός του υπό δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 1666 § 1 αρ. 1, ΚΠολΔ 802 § 1). Το δικαστήριο θα κάνει δεκτή την αίτηση ως προς τον αιτούντα Β αλλά θα την απορρίψει ως προς τον Α, διότι ο Β, ως αδελφός του Α, δεν νομιμοποιείται να ζητήσει την υποβολή του τελευταίου σε δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 1667 § 1 εδ. α΄). Ο Β θα μπορούσε να υποβάλει σχετική αναφορά στον εισαγγελέα του Πρωτοδικείου του τόπου διαμονής του Α (βλ. και ΚΠολΔ 801 § 1 εδ. α΄). Ο εισαγγελέας στη συνέχεια, κρίνοντας τα πραγματικά περιστατικά και αξιολογώντας την κατάσταση της υγείας του Α, θα μπορούσε ενδεχομένως να υποβάλει ο ίδιος πλέον αίτηση στο δικαστήριο για να τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση και ο Α (ΑΚ 1667 § 1 εδ. α΄).
3. Αναγκαστικό δίκαιο
Οι διατάξεις των ΑΚ 1666 επ. που ρυθμίζουν τη διαδικασία και τα αποτελέσματα υποβολής ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση περιέχουν αναγκαστικό δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τις ανωτέρω ρυθμίσεις (ΑΚ 3). Για παράδειγμα, δεν μπορεί να τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση ένα απόλυτα υγιές πρόσωπο, έστω και εάν συναινεί το ίδιο (ΑΚ 1666 § 1 αρ. 1).
Παράδειγμα: Οι σύζυγοι Α και Β συμφωνούν ενώπιον συμβολαιογράφου να τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση ο Α με δικαστικό συμπαραστάτη τη Β. Η συμφωνία είναι άκυρη, διότι η δικαστική συμπαράσταση διατάσσεται αποκλειστικά από το δικαστήριο (ΑΚ 1667 § 1 εδ. α΄, 3, 174), μπορεί όμως να ισχύσει ενδεχομένως κατά μετατροπή ως συμφωνία παραχώρησης γενικής πληρεξουσιότητας (ΑΚ 182, 216).
ΙΙΙ. Διορισμός δικαστικού συμπαραστάτη και εποπτικού συμβουλίου
Τα καθήκοντα της δικαστικής συμπαράστασης αναλαμβάνει ο δικαστικός συμπαραστάτης, ο οποίος στην περίπτωση της στερητικής δικαστικής συμπαράστασης εποπτεύεται από το εποπτικό συμβούλιο. Πρόκριμα για τον διορισμό (οριστικού όχι προσωρινού) δικαστικού συμπαραστάτη και ενδεχομένως εποπτικού συμβουλίου είναι η υποβολή ορισμένου προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση.
1. Διορισμός με δικαστική απόφαση
Ο δικαστικός συμπαραστάτης διορίζεται πάντοτε με δικαστική απόφαση. Ειδικότερα, η δικαστική απόφαση που διατάσσει την υποβολή προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση διορίζει –χωρίς να είναι όμως υποχρεωτικό– ταυτόχρονα και τον δικαστικό συμπαραστάτη (ΑΚ 1669 εδ. α΄). Με την ίδια απόφαση διορίζονται και τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου (ΑΚ 1682 εδ. β΄). Στην πράξη, ο αιτών με το δικόγραφο της αίτησης υποβάλλει τα ακόλουθα αιτήματα: α) Να τεθεί ορισμένο πρόσωπο υπό δικαστική συμπαράσταση (στερητική ή επικουρική, πλήρη ή μερική), β) να οριστεί δικαστικός συμπαραστάτης, γ) να οριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης, και δ) να οριστεί –όπου αυτό προβλέπεται– εποπτικό συμβούλιο (βλ. και ΚΠολΔ 69 § 1 περ. δ΄).
Το διατακτικό της εν λόγω απόφασης –καθώς και της απόφασης για τον διορισμό προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη– καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου που την εξέδωσε, ενώ η απόφαση στο σύνολό της επιδίδεται, με την επιμέλειά του, στα πρόσωπα που έλαβαν μέρος στη διαδικασία, στον δικαστικό συμπαραστάτη, στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία και στον Πρόεδρο της τοπικής επιτροπής ψυχικής υγείας του νομού (ΑΚ 1675, ΚΠολΔ 740 § 1 εδ. α΄, 802 § 4, 805 § 4, άρθρο 4 § 2 του π.δ. 250/1999). Μετά την επίδοση και την καταχώριση (του διατακτικού) της απόφασης στο ειδικό βιβλίο δικαστικών συμπαραστάσεων της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, ανατίθεται σε κοινωνικό λειτουργό το έργο του συντονισμού και της παρακολούθησης της λειτουργίας της δικαστικής συμπαράστασης (άρθρο 4 § 1 εδ. γ΄ του π.δ. 250/1999).
2. Δικαστικός συμπαραστάτης
α) Κριτήρια διορισμού: Για να διορισθεί κάποιος από το δικαστήριο ως δικαστικός συμπαραστάτης, πρέπει αφενός να είναι κατάλληλος γι’αυτό το λειτούργημα και αφετέρου να έχει κριθεί η καταλληλότητά του από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία που υποβάλλει σχετική έκθεση.
(α) Καταλληλότητα προσώπου: Βασικό κριτήριο για τον διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη είναι η καταλληλότητά του, η οποία κρίνεται με βάση το συμφέρον του συμπαραστατουμένου (ΑΚ 1684 εδ. α΄). Το τελευταίο εξυπηρετείται όταν υφίσταται σχέση εμπιστοσύνης και αγάπης ανάμεσα στα μέρη, καθώς και όταν ο συμπαραστάτης εκδηλώνει πραγματικό ενδιαφέρον για τον πάσχοντα [Αγγ. Γεωργιάδη, ΧρΙΔ 2001, 582].
Καταρχήν, το Μονομελές Πρωτοδικείο της εκούσιας δικαιοδοσίας διορίζει υποχρεωτικά δικαστικό συμπαραστάτη το φυσικό πρόσωπο που έχει προτείνει αυτός τον οποίο αφορά το μέτρο είτε στο παρελθόν (για το ενδεχόμενο να τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση στο μέλλον [ΕφΘεσ 617/2010 Αρμ 2011, 959, Αγγ. Γεωργιάδη, άρθρο 1669 αρ. 12]) είτε στο παρόν, εφόσον όμως ο τελευταίος έχει συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του –με την προοπτική της ενδεχόμενης μελλοντικής αίτησης για υποβολή του σε δικαστική συμπαράσταση μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους του– και το προτεινόμενο πρόσωπο κρίνεται κατάλληλο και μπορεί κατά τον νόμο να διορισθεί (ΑΚ 1669 εδ. α΄, 1670, 1684 εδ. β΄). Η δήλωση προτίμησης πρέπει να είναι σαφής, ειδική και ορισμένη [Δεν είναι όμως τέτοια η δήλωση π.χ. του Α ότι επιθυμεί να αναλάβει την αποκλειστική φροντίδα και επιμέλειά του ο Β (ΕφΑθ 1088/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ)].
Παράδειγμα: Ο εισαγγελέας Πρωτοδικών υποβάλλει αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο να υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση ο Α και να διοριστεί προσωρινός και μετέπειτα οριστικός δικαστικός συμπαραστάτης η θεία του Β (ΑΚ 1667 § 1 εδ. α΄). Στην προσωπική επικοινωνία του δικαστή με τον Α ο τελευταίος εξέφρασε την επιθυμία να διοριστεί συμπαραστάτης του ο αδελφός του Γ, ο οποίος όμως δεν δείχνει ενδιαφέρον για τη φροντίδα του. Το δικαστήριο θα διορίσει ως καταλληλότερο πρόσωπο τη Β (ΑΚ 1669 εδ. β΄).
(β) Έκθεση κοινωνικής υπηρεσίας: Το δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση και τον διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη καθώς και όταν πρόκειται να διορίσει προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη, συνεκτιμά –χωρίς άρα να δεσμεύεται– την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας σχετικά με την αναγκαιότητα του μέτρου και την καταλληλότητα του προσώπου που πρόκειται να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης ή του σωματείου ή του ιδρύματος, στο οποίο πρόκειται να ανατεθεί η δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 1674, άρθρα 49 επ. του ν. 2447/1996, άρθρα 1 και 2 του π.δ. 250/1999).
β) Αποκλεισμός προσώπων: Ορισμένα πρόσωπα αποκλείονται από τη δυνατότητα να διορισθούν ως δικαστικοί συμπαραστάτες με συνέπεια, αν παραταύτα διοριστούν, ο διορισμός τους δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.
(α) Περιπτώσεις: Σύμφωνα με την ΑΚ 1670 εδ. α΄ δεν διορίζεται δικαστικός συμπαραστάτης: 1) Αυτός που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, όπως π.χ. ο ανήλικος (ΑΚ 127) ή αυτός που βρίσκεται ήδη υπό δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 128 αρ. 2, 129 αρ. 2 και 3) [Στον εν λόγω περιορισμό όμως δεν περιλαμβάνεται και η περίπτωση της ΑΚ 131 § 1, εάν το πρόσωπο που πάσχει δεν έχει τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση]. 2) Ο ενήλικος για τον οποίο έχει διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης κατά το άρθρο 1672 ΑΚ. 3) Αυτός που συνδέεται με σχέση εξάρτησης ή με οποιονδήποτε άλλο στενό δεσμό με τη μονάδα ψυχικής υγείας στην οποία ο συμπαραστατέος έχει εισαχθεί για θεραπεία ή απλώς διαμένει.
Παράδειγμα: Δεν μπορεί να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης το πρόσωπο που: α) τελεί σε πλήρη ή μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 1676 αρ. 2, 129 αρ. 3, 1670 αρ. 1), β) εργάζεται ως νοσοκόμος στην ψυχιατρική κλινική στην οποία φιλοξενείται ο συμπαραστατέος (ΑΚ 1670 αρ. 3).
(β) Έννομες συνέπειες: Εάν διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης πρόσωπο που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα (π.χ. ο ανήλικος μικρότερος αδελφός του νοητικά ανάπηρου), ο διορισμός δεν παράγει έννομα αποτελέσματα (ΑΚ 1670 εδ. β΄). Αυτό έχει τις ακόλουθες συνέπειες: 1) Ο συμπαραστατούμενος εξακολουθεί να στερείται της δικαιοπρακτικής του ικανότητας ή να έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα, διότι ο παράνομος διορισμός δικαστικού συμπαραστάτη δεν θίγει και το κύρος της δικαστικής συμπαράστασης αυτής καθεαυτή (πρβλ. και ΑΚ 1681). 2) Ο δικαστικός συμπαραστάτης που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα παράνομα καταρτίζει δικαιοπραξίες στο όνομα του συμπαραστατουμένου, με συνέπεια να είναι αυτές απολύτως άκυρες (ΑΚ 130, 174).
γ) Αδυναμία διορισμού: Αν δεν βρίσκεται κατάλληλο φυσικό πρόσωπο για να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 1669 ΑΚ (π.χ. έχουν αποβιώσει οι στενοί συγγενείς του συμπαραστατέου), η δικαστική συμπαράσταση ανατίθεται σε σωματείο ή ίδρυμα που έχει συσταθεί ειδικά για τον σκοπό αυτό και διαθέτει το κατάλληλο προσωπικό και υποδομή, αλλιώς στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία (ΑΚ 1671 εδ. α΄, άρθρα 52 § 2 και 64 εδ. α΄ του ν. 2447/1996). Στην τελευταία περίπτωση τα έργα του εποπτικού συμβουλίου ασκεί ο ειρηνοδίκης (ΑΚ 1671 εδ. β΄, 1635 εδ. α΄).
δ) Αντικατάσταση ή παύση: Σχετικά με την αντικατάσταση ή την παύση του δικαστικού συμπαραστάτη στη στερητική δικαστική συμπαράσταση ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις για την επιτροπεία ανηλίκων (ΑΚ 1682 εδ. α΄, 1650-1654, ΚΠολΔ 801 § 1 εδ. α΄) [ΑΠ 1103/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ, βλ. mutatis mutandis και παραπ. § 44 αρ. 2 επ.]. Εφόσον το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση παύσης του δικαστικού συμπαραστάτη, διορίζει –ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως– αφενός προσωρινό και αφετέρου νέο μόνιμο δικαστικό συμπαραστάτη για τον χρόνο μετά την τελεσιδικία της απόφασης [ΕφΑθ 1834/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ].
Έτσι, αν συντρέχει σπουδαίος λόγος που θέτει σε κίνδυνο τα υλικά ή ηθικά συμφέροντα του συμπαραστατουμένου, το εποπτικό συμβούλιο (ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως) νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει αφενός την παύση του δικαστικού συμπαραστάτη και αφετέρου τον διορισμό –εκ των πραγμάτων– προσωρινού και στη συνέχεια οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη (ΑΚ 1682 εδ. α΄, 1651) [Πρβλ. όμως ΜΠρΘεσ 15539/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ: Στην περίπτωση θανάτου του δικαστικού συμπαραστάτη διορίζεται νέος δικαστικός συμπαραστάτης, ο οποίος δεν είναι προσωρινός, έτσι και ΜΠρΘεσ 22507/1997 Αρμ 1997, 1501]. Εντούτοις, ενόψει της ΑΚ 1667 που επιτρέπει και στον ίδιο τον πάσχοντα να υποβάλει αίτηση για δικαστική συμπαράσταση, θα πρέπει να γίνει δεκτό με τελολογική ερμηνεία ότι ο τελευταίος έχει και ο ίδιος δικαίωμα να ζητήσει την παύση του δικαστικού συμπαραστάτη [Αγγ. Γεωργιάδη, άρθρο 1669 αρ. 24, Δεληγιάννης, σ. 47. Κατά τον Σπυριδάκη, Η δικαστική συμπαράσταση, σ. 99, νομιμοποιούνται να ζητήσουν την παύση όσοι νομιμοποιούνται να ζητήσουν την κήρυξη της δικαστικής συμπαράστασης κατ’ΑΚ 1667].
Παράδειγμα: Ο Α και η Β έχουν μητέρα τη Γ. Το δικαστήριο διατάσσει την υποβολή της Γ σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση και διορίζει τον Α δικαστικό της συμπαραστάτη. Ο Α ωστόσο δεν επιτρέπει την επικοινωνία της Γ με τη Β, ενώ παρεμβαίνει και σε θέματα που αφορούν στην ιατρική της περίθαλψη, χωρίς να συμμορφώνεται με τους κανόνες του ιδρύματος στο οποίο φιλοξενείται η Γ. Η Β μπορεί να ζητήσει από το εποπτικό συμβούλιο να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο να αντικατασταθεί ο Α και να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης η Β (ΑΚ 1682 εδ. α΄, 1651) [Πρβλ. και ΑΠ 1103/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ: Το δικαίωμα υποβολής αίτησης παύσης του δικαστικού συμπαραστάτη περιορίζεται μόνο στο εποπτικό συμβούλιο ως όργανο (που σημαίνει ότι δεν μπορεί να ασκηθεί από τα επί μέρους μέλη του ούτε από συγγενείς του συμπαραστατέου) και στο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως].
ε) Προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης: Ο διορισμός προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη γίνεται πριν από την τελεσιδικία της απόφασης που διορίζει τον μόνιμο δικαστικό συμπαραστάτη ή ακόμη και χωρίς να υπάρχει δικαστική συμπαράσταση (βλ. και ΑΚ 1672 εδ. α΄, 1681 εδ. β΄), μπορεί όμως να συντρέξει λόγος διορισμού του και μετά την τελεσιδικία της ως άνω απόφασης.
Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα αναπτύχθηκαν και για τον διορισμό του μόνιμου δικαστικού συμπαραστάτη.
3. Εποπτικό συμβούλιο
Στη στερητική δικαστική συμπαράσταση το έργο του δικαστικού συμπαραστάτη εποπτεύεται από το εποπτικό συμβούλιο (ΑΚ 1682 εδ. α΄ και β΄). Το τελευταίο αποτελείται από τρία έως πέντε μέλη, τα οποία διορίζονται, με την ίδια απόφαση που διορίζει τον δικαστικό συμπαραστάτη, από συγγενείς ή φίλους του συμπαραστατουμένου, όχι άλλου προσώπου, όπως π.χ. του ίδιου του συμπαραστάτη (ΑΚ 1682 εδ. α΄ και β΄) [Υποστηρίζεται ότι, και με βάση το συμφέρον του συμπαραστατουμένου, οι συγγενείς προηγούνται καταρχήν των φίλων του τελευταίου (Παπαχρίστου, ΧρΙΔ 2011, 82)].
Όλες οι πράξεις του εποπτικού συμβουλίου πρέπει να αποβλέπουν στο συμφέρον του συμπαραστατουμένου (ΑΚ 1684 εδ. α΄). Πριν από κάθε ενέργεια ή απόφαση, πρέπει να επιδιώκεται η προσωπική επικοινωνία με τον συμπαραστατούμενο και να συνεκτιμάται η γνώμη του (ΑΚ 1684 εδ. β΄). Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται και εδώ αναλόγως, εφόσον δεν υπάρχει ειδικότερη ρύθμιση, οι ΑΚ 1634-1645 που αναφέρονται στο εποπτικό συμβούλιο ως όργανο της επιτροπείας ανηλίκου (ΑΚ 1682 εδ. α΄) [ΕφΑθ 227/2008 ΕλλΔνη 2008, 1491: Ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1639 εδ. β΄ για την παύση μέλους του εποπτικού συμβουλίου]. Για παράδειγμα, τον διορισμό, την παύση ή την αντικατάσταση μελών του εποπτικού συμβουλίου μπορούν να ζητήσουν μόνο τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ζητήσουν αντίστοιχα την υποβολή προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση (π.χ. ο εισαγγελέας ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως με πράξη του αρμόδιου δικαστή κατά την ΚΠολΔ 747 § 4), καθώς βέβαια και ο ίδιος ο δικαστικός συμπαραστάτης (ΑΚ 1667).
Παράδειγμα: Η Α, αδελφή του συμπαραστατούμενου Β, επιθυμεί να παυθούν από τα καθήκοντά τους τόσο ο δικαστικός συμπαραστάτης Γ όσο και τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου. Η ίδια όμως δεν μπορεί να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο, για τον λόγο αυτό θα διαβιβάσει την αίτηση στον εισαγγελέα Πρωτοδικών του τόπου της συνήθους διαμονής του Β, προκειμένου αυτός πλέον κατά την κρίση του να υποβάλει τη σχετική αίτηση (ΑΚ 1667 § 1 εδ. α΄).
§ 47. Περιεχόμενο και άρση της δικαστικής συμπαράστασης
Διάγραμμα
I. Αποτελέσματα της υποβολής σε δικαστική συμπαράσταση 1-12
1. Περιπτώσεις 1-2
2. Έναρξη αποτελεσμάτων 3-7
3. Εξουσίες του δικαστηρίου 8-12
ΙΙ. Στερητική δικαστική συμπαράσταση 13-21
1. Έννοια και διακρίσεις 13-14
2. Περιεχόμενο 15-19
3. Ανάλογη εφαρμογή διατάξεων για την επιτροπεία ανηλίκων 20-21
ΙΙΙ. Επικουρική δικαστική συμπαράσταση 22-26
1. Έννοια και διακρίσεις 22
2. Συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη 23-26
ΙV. Άλλες έννομες συνέπειες 27-29
1. Επιμέλεια του συμπαραστατουμένου 27-28
2. Αποδοχή κληρονομίας 29
V. Άρση της δικαστικής συμπαράστασης 30-31
1. Αυτοδίκαιη άρση 30
2. Άρση με δικαστική απόφαση 31
Ι. Αποτελέσματα της υποβολής σε δικαστική συμπαράσταση
1. Περιπτώσεις
Η υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση μπορεί να έχει κατά περίπτωση τις ακόλουθες έννομες συνέπειες (ΑΚ 1676 εδ. α΄): α) Το πρόσωπο κηρύσσεται ανίκανο να καταρτίζει αυτοπροσώπως (ή να διεξάγει αντίστοιχα τις δίκες που αφορούν) όλες ή ορισμένες δικαιοπραξίες, στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για πλήρη και στη δεύτερη για μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση, β) το πρόσωπο κηρύσσεται ανίκανο να καταρτίζει χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη όλες ή ορισμένες δικαιοπραξίες, στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για πλήρη και στη δεύτερη για μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση, γ) το πρόσωπο κηρύσσεται ανίκανο αφενός να καταρτίζει αυτοπροσώπως ορισμένες δικαιοπραξίες και αφετέρου να καταρτίζει χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη άλλες δικαιοπραξίες (συνδυασμός μερικής στερητικής και μερικής επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης). Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αναθέτει στον δικαστικό συμπαραστάτη εν όλω ή εν μέρει και την επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατουμένου (ΑΚ 1680 εδ. α΄).
Έναντι των προσώπων, τέλος, που βρίσκονται υπό δικαστική συμπαράσταση:
α) Η παραγραφή των αξιώσεών τους δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες αφότου έγιναν απεριορίστως ικανά ή απέκτησαν δικαστικό συμπαραστάτη (ΑΚ 258 § 2 εδ. α΄), και β) εξαιρούνται τα πράγματά τους από την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία ενόσω διαρκεί η δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 1055).
Παραδείγματα:
1) Ο Α έχει κηρυχθεί ανίκανος να καταρτίζει αυτοπροσώπως οποιαδήποτε δικαιοπραξία. Μετά την τελεσιδικία της σχετικής απόφασης που είχε διορίσει δικαστικό συμπαραστάτη τον Β, ο Γ τραυματίζει θανάσιμα τον πατέρα του Α, τον Δ. Την αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης του Α θα ασκήσει κατά του Γ ο Β στο όνομα και για λογαριασμό του πρώτου ως νόμιμος αντιπρόσωπός του (ΑΚ 1676 αρ. 1, 932 εδ. γ΄).
2) Ο Α βρίσκεται σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης. Ο Α δεν μπορεί να αναγνωρίσει εκουσίως το ανήλικο τέκνο Β, μπορούν όμως να το αναγνωρίσουν είτε ο παππούς είτε η γιαγιά του από την πατρική γραμμή (ΑΚ 1676 αρ. 1, 1475 § 3).
2. Έναρξη αποτελεσμάτων
α) Δικαιοπρακτική ανικανότητα: Οι περιορισμοί στη δικαιοπρακτική ικανότητα του συμπαραστατουμένου ισχύουν αφότου δημοσιευθεί η σχετική διαπλαστική οριστική απόφαση (ΑΚ 1681 εδ. α΄). Αν ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης που δέχεται την αίτηση για τη δικαστική συμπαράσταση και γίνει (η έφεση) δεκτή, τα αποτελέσματα ανατρέπονται αναδρομικά από τον χρόνο δημοσίευσης της οριστικής απόφασης [Αγγ. Γεωργιάδη, άρθρο 1681 αρ. 3, Κακατσάκης, άρθρο 1681 αρ. 2.].
Παράδειγμα: Ο Α μετά την οριστική απόφαση που διέτασσε την υποβολή του σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση ασκεί έφεση και παράλληλα πωλεί ένα ακίνητό του στον Γ. Το Εφετείο εξαφανίζει την απόφαση του Πρωτοδικείου και απορρίπτει την αίτηση για υποβολή του Α σε δικαστική συμπαράσταση. Η πώληση του ακινήτου καθίσταται εξ υπαρχής έγκυρη.
Αποκλίσεις από τον παραπάνω κανόνα της ΑΚ 1681 εδ. α΄ υφίστανται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Στην περίπτωση της σύνταξης διαθήκης, η ανικανότητα του συμπαραστατούμενου διαθέτη αρχίζει όχι από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης αλλά από τη στιγμή που υποβλήθηκε η αίτηση ή συντάχθηκε η πράξη για την αυτεπάγγελτη εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση, με βάση τις οποίες διατάχθηκε η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 1719 εδ. β΄). Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται το πρόσωπο που καταθέτει την αίτηση για την υποβολή του διαθέτη σε δικαστική συμπαράσταση από την πιθανότητα να τον εκδικηθεί ο τελευταίος με τη διαθήκη του στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ αιτήσεως και αποφάσεως [Για περισσότερα σχετικώς βλ. Γεωργιάδη, Κληρονομικό, § 11 αρ. 15 επ. και ιδίως αρ. 2224].
(β) Αν ο συμπαραστατούμενος, από τον οποίο αφαιρέθηκε (ή έχει αφαιρεθεί) ρητά η ικανότητα να συντάσσει διαθήκη, συνέταξε διαθήκη προτού καταστεί τελεσίδικη η απόφαση που τον υπέβαλε στη δικαστική συμπαράσταση, η μεταγενέστερη τελεσιδικία της απόφασης δεν επιδρά στο κύρος της διαθήκης, αν ο διαθέτης πεθάνει πριν από την τελεσιδικία (ΑΚ 1720 εδ. α΄).
β) Διορισμός δικαστικού συμπαραστάτη και ανάθεση της επιμέλειας: Το λειτούργημα του δικαστικού συμπαραστάτη αρχίζει μετά την τελεσιδικία της απόφασης που τον διορίζει (ΑΚ 1681 εδ. β΄). Αν αυτός επιχειρήσει νομικές πράξεις νωρίτερα, οι τελευταίες είναι άκυρες, η ακυρότητά τους όμως θεραπεύεται αναδρομικά μετά την τελεσιδικία του διορισμού του (βλ. και ΑΚ 231 § 1) [ΕφΛαρ 327/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ: Η μεταγενέστερη τελεσιδικία της απόφασης διορισμού δικαστικού συμπαραστάτη ισχυροποιεί αναδρομικώς την προηγούμενη άσκηση αγωγής εκ μέρους του για λογαριασμό του συμπαραστατουμένου]. Για το διάστημα, ωστόσο, από τη δημοσίευση της απόφασης έως την τελεσιδικία της διορίζεται υποχρεωτικά προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης (ΑΚ 1672 εδ. γ΄).
Αντίστοιχα, εφόσον το δικαστήριο ανέθεσε στον δικαστικό συμπαραστάτη και την επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατουμένου, ο πρώτος αναλαμβάνει το καθήκον της επιμέλειας με την έναρξη του λειτουργήματός του, δηλαδή και πάλι μετά την τελεσιδικία της απόφασης που τον διορίζει.
3. Εξουσίες του δικαστηρίου
Το δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο εκούσιας δικαιοδοσίας) που επιβάλλει περιορισμούς στη δικαιοπρακτική ικανότητα του συμπαραστατουμένου έχει τις ακόλουθες εξουσίες:
α) Όλες οι πράξεις του δικαστηρίου πρέπει να αποβλέπουν στο συμφέρον του συμπαραστατουμένου και να σέβονται την προσωπικότητά του (ΑΚ 1684 εδ. α΄, ΚΠολΔ 802 § 5 εδ. γ΄).
β) Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αίτηση για την υποβολή συγκεκριμένου προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, οφείλει όμως να επιβάλλει στον συμπαραστατούμενο τους ελάχιστους δυνατούς περιορισμούς που απαιτεί το συμφέρον του (ΑΚ 1676 εδ. β΄). Όταν όμως την αίτηση υποβάλλει το πρόσωπο που πάσχει αποκλειστικά από σωματική αναπηρία, το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει, με την αρχική ή την τροποποιητική απόφασή του, περιορισμούς περισσότερους από όσους ζητούνται (ΑΚ 1676 εδ. γ΄, 1667 § 2).
γ) Με μεταγενέστερη απόφασή του, και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της ουσιώδους μεταβολής των πραγματικών συνθηκών, το δικαστήριο μπορεί να τροποποιεί και αυτεπάγγελτα το είδος (π.χ. από στερητική σε επικουρική) και την έκταση (π.χ. από πλήρη σε μερική) της δικαστικής συμπαράστασης (ΑΚ 1677, ΚΠολΔ 758). Αν μάλιστα ο δικαστικός συμπαραστάτης γνωρίζει περιστατικά που δικαιολογούν οποιαδήποτε μεταβολή στο καθεστώς της δικαστικής συμπαράστασης, οφείλει να τα γνωστοποιεί στο δικαστήριο χωρίς καθυστέρηση (ΑΚ 1686).
Παράδειγμα: Ο ψυχασθενής Α τέθηκε από το δικαστήριο σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση. Μετά από δύο χρόνια φαρμακευτικής αγωγής η κατάσταση της υγείας του βελτιώθηκε αισθητά. Ο Α μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο νέα αίτηση, προκειμένου να διαταχθεί πλέον μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 1677, 1667 § 1 εδ. α΄).
δ) Όταν το δικαστήριο υποβάλλει τον συμπαραστατούμενο σε συνδυασμό στερητικής και επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, ορίζει ρητά στην απόφασή του ποιες πράξεις δεν μπορεί ο συμπαραστατούμενος να επιχειρεί αυτοπροσώπως και ποιες δεν μπορεί να επιχειρεί χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του (ΑΚ 1679 εδ. α΄). Ο συνδυασμός μπορεί να συνίσταται και στο να αφαιρεί το δικαστήριο από αυτόν, τον οποίο υποβάλλει σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, την αυτοπρόσωπη διοίκηση της περιουσίας του, είτε στερώντας του ταυτόχρονα και την ελεύθερη διάθεση των εισοδημάτων από αυτήν είτε όχι, και να την αναθέτει στον δικαστικό συμπαραστάτη (ΑΚ 1679 εδ. β΄).
Παράδειγμα: Το δικαστήριο με την απόφασή του ορίζει τα ακόλουθα (ΑΚ 1679 εδ. α΄): α) Ο Α μπορεί να καταρτίζει με τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη (επικουρική δικαστική συμπαράσταση) κάθε δικαιοπραξία που σχετίζεται με θέματα της υγείας του, β) οποιαδήποτε άλλη δικαιοπραξία καταρτίζεται μόνον από τον δικαστικό συμπαραστάτη (στερητική δικαστική συμπαράσταση).
ΙΙ. Στερητική δικαστική συμπαράσταση
1. Έννοια και διακρίσεις
Αυτός που τελεί υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση είναι ανίκανος να καταρτίσει αυτοπροσώπως δικαιοπραξίες (ή να διεξαγάγει δίκες) που αφορούν στην περιουσία ή το πρόσωπό του. Αν το πράξει, η δικαιοπραξία είναι απολύτως άκυρη, έστω και αν ενήργησε κατά τη διάρκεια φωτεινού διαλείμματος (ΑΚ 128 αρ. 2, 129 αρ. 2, 130, 170) [Αγγ. Γεωργιάδη, Προστατευτικοί θεσμοί, σ. 111, Δασκαρόλης ΙΙ, σ. 736]. Θα πρέπει λοιπόν τη δικαιοπραξία να καταρτίσει ο δικαστικός συμπαραστάτης ως νόμιμος αντιπρόσωπος του συμπαραστατουμένου (ΑΚ 211, 1676 αρ. 1). Τις προσωποπαγείς δικαιοπραξίες όμως (π.χ. σύναψη γάμου ή συμφώνου συμβίωσης [Βλ. για το σύμφωνο συμβίωσης παραπ. § 22 αρ. 9], συναίνεση στην τεχνητή γονιμοποίηση [Βλ. και παραπ. § 24 αρ. 18], υιοθεσία [Βλ. και παραπ. § 36 αρ. 6], λήψη απόφασης για θέμα του συζυγικού βίου [Βλ. και παραπ. § 8 αρ. 11] κ.ά.) δεν μπορεί να καταρτίσει κανένας, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο.
Ειδικότερα, η στερητική δικαστική συμπαράσταση διακρίνεται σε: α) πλήρη, όταν το πρόσωπο δεν μπορεί να καταρτίσει καμία δικαιοπραξία, και β) μερική, όταν το πρόσωπο είναι ανίκανο για ορισμένες μόνο δικαιοπραξίες (ΑΚ 1676 αρ. 1).
2. Περιεχόμενο
Το περιεχόμενο της στερητικής δικαστικής συμπαράστασης ορίζεται κάθε φορά από την ίδια τη δικαστική απόφαση. Ειδικότερα:
α) Ο συμπαραστατούμενος στερείται πλήρως τη δικαιοπρακτική του ικανότητα, εφόσον αυτό ορίζεται ρητώς στην απόφαση (ΑΚ 1678 § 1).
β) Ο συμπαραστατούμενος δεν μπορεί να καταρτίσει αυτοπροσώπως εκείνες τις δικαιοπραξίες, τις οποίες αναφέρει ρητώς η απόφαση (βλ. ΑΚ 1678 § 2:
«αν δεν ορίζεται διαφορετικά … στη δικαστική απόφαση»).
γ) Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο ή στη δικαστική απόφαση, ο συμπαραστατούμενος δεν μπορεί να επιχειρεί αυτοπροσώπως όσες πράξεις δεν μπορεί να επιχειρεί ο επίτροπος του ανηλίκου χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ούτε να διεξάγει τις συναφείς με αυτές δίκες (ΑΚ 1678 § 2, 1624). Για παράδειγμα, ο συμπαραστατούμενος δεν μπορεί να δανείζει ή να δανείζεται, αλλά πρέπει τη σχετική σύμβαση να καταρτίζει στο όνομα και για λογαριασμό του ο δικαστικός συμπαραστάτης μετά από γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου και την άδεια του Μονομελούς Πρωτοδικείου (ΑΚ 1678 § 2, 1624 § 1 αρ. 8, 1682 εδ. α΄, ΚΠολΔ 740 § 1 εδ. α΄) [Βλ. και ΕφΑθ 804/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ: Εκποίηση ιδανικού μεριδίου ακινήτου του συμπαραστατουμένου].
Παράδειγμα: Το δικαστήριο ορίζει στην απόφασή του ότι ο Α τίθεται υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση με δικαστικό συμπαραστάτη τον Β. Στη συνέχεια ο Α εκμισθώνει στον Γ ακίνητό του για πέντε έτη. Η σύμβαση είναι έγκυρη, διότι δεν υπερβαίνει τα εννέα έτη (ΑΚ 1678 § 2, 1624 § 1 αρ. 7).
δ) Ο συμπαραστατούμενος δεν μπορεί, εφόσον δεν του έχει επιτραπεί ρητά με την απόφαση, να επιχειρεί μόνος χαριστικές δικαιοπραξίες, να εισπράττει απαιτήσεις και να παρέχει εξόφληση (ΑΚ 1678 § 3). Ο περιορισμός αυτός καταλαμβάνει και τη σύνταξη διαθήκης διότι αυτή, στον βαθμό που ρυθμίζει περιουσιακά θέματα (εγκατάσταση κληρονόμου, κληροδόχου, καταπιστευματοδόχου κ.λπ.), αποτελεί χαριστική δικαιοπραξία [Γεωργιάδης, Κληρονομικό Δίκαιο, § 11 αρ. 18].
3. Ανάλογη εφαρμογή διατάξεων για την επιτροπεία ανηλίκων
Σε κάθε περίπτωση στερητικής (αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις επικουρικής) δικαστικής συμπαράστασης έχουν, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις για την επιτροπεία ανηλίκων (ΑΚ 1682 εδ. α΄, 1590 επ.). Ο νόμος ορίζει π.χ. διαφορετικά στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Ποιοι έχουν δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για την υποβολή του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση ή επιτροπεία αντίστοιχα (ΑΚ 1667 σε αντιπαραβολή με 1591 § 1), και β) ποιο πρόσωπο διορίζεται δικαστικός συμπαραστάτης ή επίτροπος αντίστοιχα (ΑΚ 1669 και 1670 σε αντιπαραβολή με 1592 και 1595).
Από την άλλη, όπως στην επιτροπεία ανηλίκου έτσι και στη στερητική δικαστική συμπαράσταση, ενδεικτικώς (ΑΚ 1682 εδ. α΄): α) Το φυσικό πρόσωπο που διορίζεται δικαστικός συμπαραστάτης έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί τον διορισμό ή, εάν έχει ήδη αναλάβει τα καθήκοντά του, να παραιτηθεί, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος (ΑΚ 1599, 1600, 1671 εδ. α΄) [Έτσι και Αγγ. Γεωργιάδη, άρθρο 1669 αρ. 19], β) ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να συντάσσει απογραφή της περιουσίας του συμπαραστατουμένου (ΑΚ 1611), γ) ο δικαστικός συμπαραστάτης δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί για δικό του λογαριασμό την περιουσία του ανηλίκου και ιδίως μετρητά χρήματά του (ΑΚ 1618), δ) μπορεί να διοριστεί ειδικός δικαστικός συμπαραστάτης (ΑΚ 1627, 1628, ΚΠολΔ 801 § 1 εδ. α΄), ε) ο δικαστικός συμπαραστάτης ευθύνεται για κάθε ζημία του συμπαραστατουμένου από πταίσμα του κατά την άσκηση των καθηκόντων του (ΑΚ 1632 εδ. α΄), στ) αν ο δωρητής ή ο διαθέτης παραχώρησε περιουσιακά στοιχεία στον συμπαραστατούμενο και όρισε απλώς να μην έχει τη διοίκησή τους ο δικαστικός συμπαραστάτης, διορίζεται ειδικός δικαστικός συμπαραστάτης (ΑΚ 1616 § 2), ζ) ο δικαστικός συμπαραστάτης ενεργεί καταρχήν ως προς την περιουσία του συμπαραστατουμένου κάθε πράξη τακτικής διαχείρισης, ιδίως την πληρωμή χρεών και την είσπραξη απαιτήσεων (ΑΚ 1615), η) ο δικαστικός συμπαραστάτης μπορεί να μισθώνει ακίνητα στο όνομα του συμπαραστατουμένου με μόνη την άδεια του εποπτικού συμβουλίου (ΑΚ 1619 αρ. 1), θ) ο δικαστικός συμπαραστάτης δεν μπορεί να δανείζεται στο όνομα του συμπαραστατουμένου ούτε να εκποιεί ακίνητό του χωρίς τη γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου και την άδεια του Μονομελούς Πρωτοδικείου (ΑΚ 1624 § 1 αρ. 8 και 2 αντίστοιχα) [Η απόφαση του δικαστηρίου που χορηγεί την άδεια δεν προσβάλλεται με έφεση (ΑΚ 1682 εδ. α΄, 1624, άρθρο 47 εδ. α΄ του ν. 2447/1996): ΕφΑθ 4251/2009 ΕλλΔνη 2010, 156], (ι) το δικαστήριο διορίζει για τον συμπαραστατούμενο ένα δικαστικό συμπαραστάτη, εκτός αν ιδιαίτεροι λόγοι που αναφέρονται στο συμφέρον του πρώτου επιβάλλουν τον διορισμό περισσοτέρων (ΑΚ 1594 εδ. α΄, 1604 και 1605) κοκ.
Παράδειγμα: Ο Α κατέλιπε με διαθήκη ένα διαμέρισμα στον πλήρως στερητικώς συμπαραστατούμενο Β με τον όρο ότι ο τελευταίος θα καταβάλει στον Γ 30 χρυσές λίρες. Ο δικαστικός συμπαραστάτης Δ αποδέχεται την κληροδοσία. Η εν λόγω αποδοχή είναι σχετικώς άκυρη, διότι έγινε χωρίς τη γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου και την άδεια του δικαστηρίου (ΑΚ 1682 εδ. α΄, 1625 § 1 αρ. 2, 1630).
ΙΙΙ. Επικουρική δικαστική συμπαράσταση
1. Έννοια και διακρίσεις
Αυτός που τελεί υπό επικουρική δικαστική συμπαράσταση καταρτίζει υποχρεωτικά τις δικαιοπραξίες με τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη. Ειδικότερα, η επικουρική δικαστική συμπαράσταση διακρίνεται σε: α) πλήρη, όταν η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη απαιτείται για την ισχύ όλων των δικαιοπραξιών του συμπαραστατουμένου, και β) μερική, όταν η παραπάνω συναίνεση απαιτείται για την ισχύ ορισμένων μόνο δικαιοπραξιών (ΑΚ 1676 αρ. 2) [Για την έκταση των περιορισμών εφαρμόζεται η ΑΚ 1678]. Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι τις προσωποπαγείς δικαιοπραξίες καταρτίζει ο συμπαραστατούμενος χωρίς τη συναίνεση του συμπαραστάτη, εκτός αν ορίζει διαφορετικά ο νόμος [Για την άσκηση του δικαιώματος διάζευξης από τον επικουρικώς συμπαραστατούμενο βλ. παραπ. § 17 αρ. 18. Επίσης για την απαγόρευση κατάρτισης συμφώνου συμβίωσης από επικουρικώς συμπαραστατούμενο βλ. παραπ. § 22 αρ. 9]. Τέτοιες προσωποπαγείς δικαιοπραξίες είναι π.χ. η σύνταξη διαθήκης (βλ. και ΑΚ 1719 αρ. 2) [Βλ. και Γεωργιάδη, Κληρονομικό, § 11 αρ. 21], καθώς και η εκούσια αναγνώριση της πατρότητας (ΑΚ 1475 εδ. α΄ σε συνδυασμό με ΚΠολΔ 614 § 1 περ. ε΄, 598 και 63 § 1 εδ. β΄).
Παράδειγμα: Το δικαστήριο ορίζει ότι ο Α θα μπορεί να συντάξει διαθήκη μόνο με τη συναίνεση του δικαστικού του συμπαραστάτη Β (ΑΚ 1676 αρ. 2). Η απόφαση δεν είναι ορθή, διότι η σύνταξη διαθήκης είναι αυστηρώς προσωποπαγής δικαιοπραξία και δεν μπορεί να καταρτιστεί με τη συγκατάθεση τρίτου προσώπου. Ο Α όμως, για να συντάξει διαθήκη, πρέπει πρώτα να προσβάλει την απόφαση (ΑΚ 176, 174). Το δικαστήριο θα μπορούσε πάντως να υποβάλει τον Α σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση, απαγορεύοντάς του γενικώς τη σύνταξη διαθήκης (ΑΚ 1676 αρ. 1, 1719 αρ. 2).
2. Συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη
α) Παροχή της συναίνεσης: Η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, από την οποία εξαρτάται η ισχύς ορισμένων ή όλων των δικαιοπραξιών αυτού που έχει υποβληθεί σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, παρέχεται εγγράφως μόνο πριν από την επιχείρηση της πράξης (ΑΚ 1683 εδ. α΄). Επομένως, μεταγενέστερη έγκριση του δικαστικού συμπαραστάτη δεν θεραπεύει την ακυρότητα, μπορεί όμως να θεμελιώνει καταχρηστική επίκληση εκ μέρους του της ακυρότητας της κρίσιμης δικαιοπραξίας (ΑΚ 1683 εδ. δ΄, 281). Επίσης, αν η κρίσιμη δικαιοπραξία απαιτεί άλλον τύπο (π.χ. συμβολαιογραφικό έγγραφο), θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ίδιος τύπος απαιτείται και για τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη [Έτσι και Αγγ. Γεωργιάδη, άρθρο 1683 αρ. 3]. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται όσα γίνονται δεκτά για τη συναίνεση των ΑΚ 236 επ.
Αν ο δικαστικός συμπαραστάτης αρνείται να συναινέσει, αποφασίζει το δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο εκούσιας δικαιοδοσίας) ύστερα από αίτηση του συμπαραστατουμένου (ΑΚ 1683 εδ. β΄).
β) Σχετική ακυρότητα: Οι πράξεις του συμπαραστατουμένου, για τις οποίες ο νόμος (ή ενδεχομένως η δικαστική απόφαση) απαιτεί τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, είναι άκυρες αν επιχειρήθηκαν χωρίς αυτή τη συναίνεση (ΑΚ 1683 εδ. γ΄), όπως συμβαίνει π.χ. όταν ο δικαστικός συμπαραστάτης παρέχει τη συναίνεσή του μετά την επιχείρηση της πράξης (βλ. ΑΚ 1683 εδ. α΄).
Την ακυρότητα προτείνει όμως μόνον ο δικαστικός συμπαραστάτης, ο συμπαραστατούμενος και οι καθολικοί και οι ειδικοί διάδοχοί του (ΑΚ 1683 εδ. δ΄). Αν, από την άλλη, την κρίσιμη δικαιοπραξία καταρτίσει μόνον ο δικαστικός συμπαραστάτης, εφαρμόζονται οι ΑΚ 231-234.
Παράδειγμα: Το δικαστήριο όρισε ότι ο Α μπορεί να εκποιεί ακίνητά του μόνο με τη συναίνεση του Β (ΑΚ 1676 αρ. 2). Ο Β πωλεί ακίνητο του Α στο όνομα του τελευταίου και εισπράττει από τον αγοραστή Γ 100.000 ευρώ ως τίμημα. Εν προκειμένω ισχύουν τα ακόλουθα: α) Κύριος του ακινήτου εξακολουθεί να είναι ο Α, διότι ο Β δεν είχε εξουσία αντιπροσώπευσης, β) ο Γ μπορεί να ζητήσει από τον Α τις 100.000 ευρώ με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904 επ.) ή να στραφεί κατά του Β και να ζητήσει αποζημίωση (ΑΚ 231 § 1).
γ) Σύναψη γάμου: Όποιος βρίσκεται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, πλήρη ή μερική που περιλαμβάνει και τον γάμο, συνάπτει γάμο μόνο με τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του (ΑΚ 1352 εδ. α΄), διαφορετικά, ο γάμος είναι άκυρος, μπορεί όμως να θεραπευθεί με μεταγενέστερη έγκριση (ΑΚ 1372 § 1 εδ. α΄, 1373 αρ. 4). Αν ο δικαστικός συμπαραστάτης αρνείται να συναινέσει, το δικαστήριο μπορεί, αφού τον ακούσει, να δώσει την άδεια για τη σύναψη του γάμου, εφόσον το επιβάλλει το συμφέρον του συμπαραστατουμένου (ΑΚ 1352 εδ. β΄).
IV. Άλλες έννομες συνέπειες
Η υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση έχει και τις ακόλουθες έννομες συνέπειες.
1. Επιμέλεια του συμπαραστατουμένου
Το δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο εκούσιας δικαιοδοσίας) μπορεί να αναθέτει στον δικαστικό συμπαραστάτη εν όλω ή εν μέρει και την επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατουμένου (ΑΚ 1680 εδ. α΄, 1518 § 1 που εφαρμόζεται mutatis mutandis). Κριτήριο για την ανάθεση της επιμέλειας είναι κατά βάση το επίπεδο ωριμότητας καθώς και η ικανότητα διάκρισης του συμπαραστατουμένου. Για παράδειγμα, ένα πρόσωπο που δεν έχει καμία επαφή με το περιβάλλον έχει ανάγκη από συνεχή επίβλεψη, φροντίδα και εποπτεία (βλ. και ΑΚ 1518 § 1). Συνήθως, δεν υφίσταται τέτοια ανάγκη στις περιπτώσεις επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης [Πρβλ. και Παπαχρίστου, σ. 441: Η ανάθεση της επιμέλειας διατάσσεται μόνο σε οριακές περιπτώσεις στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, έτσι και Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη ΙΙ, σ. 581]. Σε κάθε περίπτωση πάντως, κατά την άσκηση της επιμέλειας ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να εξασφαλίζει στον συμπαραστατούμενο τη δυνατότητα να διαμορφώνει μόνος του τις προσωπικές του σχέσεις, εφόσον του το επιτρέπει η κατάστασή του (ΑΚ 1680 εδ. β΄).
Ειδική ρύθμιση προβλέπεται για την περίπτωση εκτέλεσης ιατρικών πράξεων σε ασθενή που βρίσκεται υπό (στερητική προφανώς) δικαστική συμπαράσταση. Εν προκειμένω, η συναίνεση για την εκτέλεση ιατρικών πράξεων παρέχεται από τον δικαστικό συμπαραστάτη, ωστόσο ο ιατρός πρέπει να προσπαθεί να εξασφαλίζει την εκούσια συμμετοχή, σύμπραξη και συνεργασία του πάσχοντος, και ιδίως εκείνου του ασθενή που κατανοεί την κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο της ιατρικής πράξης, τους κινδύνους, τις συνέπειες και τα αποτελέσματα της πράξης αυτής (άρθρο 12 § 2 περ. ββ΄, εδ. α΄ και γ΄ του ΚΙΔ).
Παράδειγμα: Ο ενήλικος Α πάσχει από νοητική υστέρηση και συμπεριφέρεται σαν μικρό παιδί. Το δικαστήριο θα αναθέσει στον δικαστικό συμπαραστάτη και την επιμέλεια του Α, προκειμένου αυτός (δικαστικός συμπαραστάτης) να μεριμνήσει για τη διατροφή, την ένδυση, την υγεία, την ψυχαγωγία του Α κ.λπ. (AK 1680 εδ. α΄).
2. Αποδοχή κληρονομίας
Εάν επαχθεί κληρονομία σε πρόσωπο που τελεί υπό στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση, η αποδοχή της θεωρείται πάντοτε ότι έγινε με το ευεργέτημα της απογραφής, ο δε συμπαραστατούμενος –με την επιφύλαξη των διατάξεων της ΑΚ 1912– δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα αυτό. Τρίτοι, που έχουν έννομο συμφέρον, μπορούν να αξιώσουν από τον δικαστικό συμπαραστάτη ο οποίος έχει τη διοίκηση να συντάξει απογραφή μέσα σε τέσσερις μήνες το βραδύτερο (ΑΚ 1678 § 4, 1527) [Βλ. σχετικώς και Γεωργιάδη, Κληρονομικό, § 43 αρ. 19, 25 και 75].
V. Άρση της δικαστικής συμπαράστασης
1. Αυτοδίκαιη άρση
Η δικαστική συμπαράσταση αίρεται αυτοδικαίως με τον θάνατο του συμπαραστατουμένου [ΕφΘεσ 432/2003 Αρμ 2005, 1393. Αν ο συμπαραστατέος αποβιώσει πριν τη συζήτηση της αίτησης, η τελευταία απορρίπτεται ως άνευ αντικειμένου] ή με την κήρυξή του σε αφάνεια [Βλ. mutatis mutandis και παραπ. § 44 αρ. 1]. Αντίθετα, αν αποβιώσει ο δικαστικός συμπαραστάτης, η δικαστική συμπαράσταση εξακολουθεί να ισχύει, ωστόσο, θα πρέπει να διοριστεί νέος συμπαραστάτης (ΑΚ 1682 εδ. α΄, 1650-1654).
2. Άρση με δικαστική απόφαση
Αν έλειψαν οι λόγοι που την προκάλεσαν (π.χ. αποκατάσταση της ψυχικής υγείας, περιορισμός της ασωτίας ή απεξάρτηση από τα ναρκωτικά), η δικαστική συμπαράσταση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου ύστερα από αίτηση των προσώπων που μπορούν να τη ζητήσουν (βλ. ΑΚ 1667 § 1) ή και αυτεπαγγέλτως (ΑΚ 1685 § 1). Επομένως, η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και από τον ίδιο τον συμπαραστατούμενο, όχι όμως από τον δικαστικό συμπαραστάτη του. Αν όμως έχει τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση πρόσωπο που πάσχει αποκλειστικά από σωματική αναπηρία, το δικαστήριο αποφασίζει την άρση της δικαστικής συμπαράστασης, κατά την ελεύθερη εκτίμησή του, μόνον όταν το ζητεί ο ίδιος ο συμπαραστατούμενος (ΑΚ 1685 § 2).
Παραδείγματα:
1) Ο Α, αμέσως μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του γιου του Β σε αυτοκινητικό ατύχημα, παρουσίασε έντονη κατάθλιψη που επιβάρυνε την ψυχική του υγεία.
Η σύζυγός του Γ, μετά από αίτησή της, διορίστηκε από το δικαστήριο δικαστικός συμπαραστάτης του (ΑΚ 1667 § 1 εδ. α΄, 1669). Μετά από 3 χρόνια ο Α ξεπέρασε τον θάνατο του Β και είναι πλέον υγιής. Για τον λόγο αυτό ο ίδιος ο Α ή η Γ μπορούν να υποβάλουν αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο της κατοικίας του Α (άρα και της Γ) για την άρση της δικαστικής συμπαράστασης (ΑΚ 1685 § 1).
2) Ο εκ γενετής τυφλός Α τίθεται υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση με συμπαραστάτη τη σύζυγό του Β (ΑΚ 1666 § 1 αρ. 1, 1676 αρ. 1). Μετά από χρόνια υποβάλλεται σε εγχείρηση, με την οποία αποκαθίσταται πλήρως η όρασή του. Για να ευχαριστήσει τον ιατρό του, του μεταβιβάζει λόγω δωρεάς ένα ακίνητό του. Η σύμβαση δωρεάς είναι απολύτως άκυρη, διότι δεν προηγήθηκε δικαστική απόφαση για την άρση της δικαστικής συμπαράστασης (ΑΚ 1685 § 1, 1676 § 1 α ρ. 1, 128 αρ. 2).