Ακούσια νοσηλεία
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε. 2014
§ 48. Ακούσια νοσηλεία
Διάγραμμα
I. Έννοια 1-2
1. Ορισμός 1
2. Διάκριση από δικαστική συμπαράσταση 2
ΙΙ. Προϋποθέσεις 3-9
1. Προβλήματα ψυχικής υγείας 4-5
2. Δικαστική άδεια 6-9
ΙΙΙ. Λήξη 10-15
1. Αυτοδίκαιη λήξη 10
2. Δικαστική απόφαση 11-13
3. Εξιτήριο από την κλινική 14
4. Υποτροπή ασθένειας 15
Ι. Έννοια
1. Ορισμός
Ακούσια νοσηλεία είναι η χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενούς εισαγωγή και παραμονή για θεραπεία σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας (άρθρο 95 § 1 εδ. α΄ του ν. 2071/1992) [Για την εκούσια νοσηλεία βλ. άρθρο 94 του ν. 2071/1992, επίσης Αγαλλοπούλου, σ. 39-40]. Η ακούσια νοσηλεία συνιστά μορφή στέρησης της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου [Βλ. επίσης ΕΣΔΑ 5 § 1 περ. ε΄ σχετικά με τη δυνατότητα κράτησης φρενοβλαβούς] και για τον λόγο αυτό πρέπει να επιδεικνύεται σε όλη τη διάρκεια της νοσηλείας σεβασμός στην προσωπικότητα του ασθενούς (άρθρο 98 § 3 του ν. 2071/1992) [Γενικά για τις συνθήκες νοσηλείας βλ. άρθρο 98 του ν. 2071/1992]. Για παράδειγμα, η διοίκηση της κλινικής δεν θα πρέπει να αποκλείει στον ασθενή, χωρίς να υπάρχει σπουδαίος λόγος, τον προαυλισμό, την οργανωμένη έξοδο λόγω αδείας κ.λπ.
2. Διάκριση από δικαστική συμπαράσταση
Η ακούσια νοσηλεία πρέπει να διακρίνεται από τη δικαστική συμπαράσταση, καθώς η αναγκαστική εισαγωγή προσώπου σε ψυχιατρική κλινική δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως και στέρηση ή περιορισμούς στη δικαιοπρακτική του ικανότητα. Εντούτοις, στην πράξη συνιστάται, παράλληλα με τη θέση σε ακούσια νοσηλεία, να υποβάλλεται (ενδεχομένως σωρευτικώς κατά την ΚΠολΔ 218 § 1) και αίτηση για τη θέση του ψυχικά πάσχοντος σε δικαστική συμπαράσταση, ώστε να είναι δυνατή η ρύθμιση των υποθέσεών του για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ακούσια νοσηλεία του. Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη εκκρεμούς διαδικασίας για τη θέση σε ακούσια νοσηλεία δεν εμποδίζει την έναρξη διαδικασίας για την υποβολή του ίδιου προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση (ή το αντίστροφο), καθώς οι ως άνω διαδικασίες έχουν διαφορετικό αντικείμενο και αίτημα (βλ. και ΚΠολΔ 221-222).
Παράδειγμα: Ο Α έχει τάσεις αυτοκτονίας. Για τον λόγο αυτό με πρωτοβουλία του πατέρα του Β εισάγεται σε ψυχιατρικό κατάστημα για θεραπεία (ΑΚ 1687). Στο θεραπευτικό κατάστημα γνωρίζει μία ασθενή και της χαρίζει το δαχτυλίδι του. Με την επιφύλαξη της ΑΚ 131 § 1, η δωρεά είναι έγκυρη διότι ο Α δεν έχει απωλέσει τη δικαιοπρακτική του ικανότητα.
ΙΙ. Προϋποθέσεις
Όταν η κατάσταση ενός προσώπου επιβάλλει την ακούσια νοσηλεία του σε μονάδα ψυχικής υγείας, αυτή γίνεται μετά προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου και κατά τις διατάξεις ειδικών νόμων (ΑΚ 1687, άρθρο 64 εδ. β΄ του ν. 2447/1996, άρθρα 95-100 του ν. 2071/1992 [Όπου στην παρούσα παράγραφο παρατίθενται μόνον άρθρα νόμου, θα πρόκειται για τον ν. 2071/1992], άρθρο 16 του ν. 2716/1999).
Ειδικότερα, η ακούσια νοσηλεία προϋποθέτει τη συνδρομή των ακόλουθων στοιχείων.
1. Προβλήματα ψυχικής υγείας
Η υποβολή (ενήλικου ή ανήλικου) προσώπου σε ακούσια νοσηλεία προϋποθέτει ότι αυτό πάσχει από ψυχική [Και όχι από διανοητική, αντίθ. όμως Κακατσάκης, άρθρο 1687 αρ. 4, Δεληγιάννης, σ. 105, Αγαλλοπούλου, ΚριτΕ 1997/2, 260. Συνήθως όμως η διανοητική διαταραχή θα συνοδεύεται πράγματι και από συμπτώματα ψυχικής διαταραχής, τέτοια περίπτωση είναι π.χ. αυτή της παραφροσύνης] διαταραχή που χρήζει θεραπευτικής αγωγής και είτε δεν είναι ικανό να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του που βρίσκεται σε κίνδυνο είτε υπάρχει κίνδυνος να τελέσει πράξεις βίας κατά του εαυτού του ή τρίτου (άρθρο 95 § 2). Ψυχική διαταραχή, περιοδική ή διαρκής, είναι κάθε ψυχική νόσος που παρακωλύει την ελεύθερη διαμόρφωση της βούλησης ή της κρίσης του προσώπου και οφείλεται σε εγκεφαλικές ή ψυχικές διαταραχές καθώς και σε παθολογοανατομικές αλλοιώσεις, όπως η σχιζοφρένεια, η παράνοια, η ολιγοφρένεια, η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση κ.ά.
Όσον αφορά άλλωστε στην επικινδυνότητα του ψυχικά ασθενούς, αυτή διαπιστώνεται συνήθως από τα αρμόδια αστυνομικά τμήματα, τα οποία μπορούν να βεβαιώσουν αν ο ασθενής είχε μετέλθει στο παρελθόν πράξεις βίας. Ο βαθμός επικινδυνότητας επιτείνεται μάλιστα, όταν ο ψυχικά ασθενής αρνείται να λάβει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, στην περίπτωση αυτή επομένως συνιστάται η νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική προκειμένου να διασφαλισθεί η λήψη των φαρμάκων.
Παραδείγματα:
1) Ο ανήλικος Α πάσχει από κατάθλιψη και επιχείρησε στο παρελθόν να αυτοκτονήσει. Οι γονείς του Β και Γ μπορούν από κοινού να ζητήσουν την εισαγωγή του σε μονάδα ψυχικής υγείας και, αν διαφωνούν, θα αποφασίσει το δικαστήριο (ΑΚ 1510 § 1 εδ. α΄, 1512, άρθρο 95 § 2 περ. ΙΙ του ν. 2071/1992).
2) Το δικαστήριο αποφασίζει τον εγκλεισμό του Α σε ψυχιατρική κλινική, διότι «κλίνει προς τη χρήση βίας». Η αιτιολογία δεν είναι επαρκής, καθότι δεν αναφέρεται ότι ο Α άσκησε βία τουλάχιστον μία φορά στο παρελθόν [Έτσι Παρασκευόπουλος/Κοσμάτος, σ. 18-19].
2. Δικαστική άδεια
α) Εξασφάλιση δικαστικών εγγυήσεων: Η διαδικασία υποβολής σε ακούσια νοσηλεία δεν ρυθμίζεται εξαντλητικά από τον ΑΚ, ο οποίος παραπέμπει σε ειδικές διατάξεις (άρθρα 95 επ. του ν. 2071/1992). Παρόλα αυτά η ΑΚ 1687 ορίζει ρητώς ότι απαιτείται προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να ερμηνεύονται και οι αντίστοιχες ρυθμίσεις του ν. 2071/1992, οι οποίες προβλέπουν τη δυνατότητα να διατάξει μόνος ο εισαγγελέας τον εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική και να δοθεί μεταγενέστερα άδεια από το δικαστήριο (άρθρο 96 §§ 4 εδ. α΄, 6). Η νομολογία του ΕΔΔΑ άλλωστε, μολονότι δεν είναι αντίθετη καταρχήν στην παραπάνω ρύθμιση, έχει κατ’επανάληψη επισημάνει την ανάγκη ύπαρξης διαδικαστικών εγγυήσεων για τον έλεγχο της αναγκαστικής παραμονής ενός προσώπου σε ψυχιατρική κλινική [Βλ. σχετικές νομολογιακές αναφορές σε Παρασκευόπουλο/Κοσμάτο, σ. 16 και Κοσμάτο, σ. 20-21].
Θα πρέπει λοιπόν να γίνει δεκτό –ενόψει της ΑΚ 1687– ότι για την εισαγωγή του ασθενούς σε ψυχιατρικό κατάστημα δεν αρκεί εισαγγελική παραγγελία, αλλά απαιτείται οπωσδήποτε να έχει προηγηθεί δικαστική απόφαση ή έστω προσωρινή διαταγή του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου (ΚΠολΔ 740 § 1 εδ. α΄, 781 § 1).
Παράδειγμα: Ο πατέρας Α υποβάλλει αίτηση στον εισαγγελέα να εισαχθεί ο γιος του Β σε ψυχιατρική κλινική, προσκομίζοντας παράλληλα και δύο σύμφωνες ψυχιατρικές γνωματεύσεις. Μετά από εισαγγελική παραγγελία τα αστυνομικά όργανα μεταφέρουν διά της βίας τον Β στο ψυχιατρείο. Ο Β κρατείται παράνομα, διότι δεν προηγήθηκε δικαστική απόφαση (ΑΚ 1687).
β) Υποβολή αίτησης: Η ακούσια νοσηλεία ψυχικά πάσχοντος προσώπου διατάσσεται από το δικαστήριο είτε ύστερα από αίτηση του συζύγου του (εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση: επιχείρημα από την ΑΚ 1667 § 1 εδ. α΄), συγγενούς σε ευθεία γραμμή απεριόριστα (π.χ. του παππού του ή του τέκνου του ή του εγγονού του), συγγενούς του εκ πλαγίου μέχρι και τον δεύτερο βαθμό (του αδελφού του), όποιου έχει την επιμέλεια του προσώπου του (π.χ. του επιτρόπου ή τρίτου στον οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλειά του κατ’ΑΚ 1532 § 2), ή του δικαστικού συμπαραστάτη του εφόσον τελεί υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση, είτε, εάν δεν υπάρχει κανένα από τα παραπάνω πρόσωπα και συντρέχει επείγουσα περίπτωση, ύστερα από αυτεπάγγελτη ενέργεια του εισαγγελέα πρωτοδικών του τόπου κατοικίας ή διαμονής του ασθενούς (ΑΚ 1687, άρθρο 96 § 1) [ΕφΠατρ 20/2008 ΑχΝομ 2009, 192: Απαράδεκτη η αίτηση του εισαγγελέα, διότι υπήρχε εν ζωή αδελφός του ψυχασθενούς].
Η αίτηση πρέπει να περιγράφει το ψυχικό νόσημα καθώς και την εκδηλούμενη συμπεριφορά και να αναφέρει τυχόν ενέργειες που είχαν προηγηθεί για εκούσια νοσηλεία [Βλ. σχετικώς ΕγκΕισΠρωτΘεσ 633/2000 ΠοινΔικ 2000, 512]. Επίσης, η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από αιτιολογημένες γραπτές ψυχιατρικές γνωματεύσεις και να απευθύνεται στον εισαγγελέα, ο οποίος (μόνον αυτός) με νέα αίτησή του ζητεί να επιληφθεί το δικαστήριο (τελολογική ερμηνεία του άρθρου 96 § 6 εδ. α΄) [Για το περιεχόμενο των γνωματεύσεων βλ. ΓνμδΕισΑΠ 19/1996 ΠοινΧρ 1996, 1343].
γ) Έκδοση απόφασης: Το δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο) συνεδριάζει κατά την κρίση του μέσα σε 10 ημέρες από την υποβολή της αίτησης του εισαγγελέα «κεκλεισμένων των θυρών», ενώ στη συνεδρίαση καλείται πριν από 48 ώρες και ο ασθενής, ο οποίος δικαιούται να παραστεί με δικηγόρο και με ψυχίατρο ως τεχνικό σύμβουλο (άρθρο 95 § 6 εδ. α΄). Σε περίπτωση που ο ασθενής δεν εμφανιστεί κατά τη συνεδρίαση, το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως αν κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και, σε περίπτωση μη νόμιμης ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσής του, να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης. Η απόφαση του πρωτοδικείου πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, ενδέχεται μάλιστα να διατάσσει αναβολή της έκδοσης οριστικής απόφασης προκειμένου ο ασθενής να εξεταστεί από τρίτον ψυχίατρο [Έτσι η ΜΠρΛαρ 613/2003 ΑρχΝ 2006, 488, η οποία δεν έκρινε πειστικές τις γνωματεύσεις των αρχικών ψυχιάτρων].
ΙΙΙ. Λήξη
Η ακούσια νοσηλεία λήγει με τους ακόλουθους τρόπους:
1. Αυτοδίκαιη λήξη
Η ακούσια νοσηλεία λήγει αυτοδικαίως μετά την πάροδο έξι μηνών από την εισαγωγή του ασθενούς στη μονάδα ψυχικής υγείας (άρθρο 99 § 2 εδ. α΄). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες πρέπει να παραταθεί η νοσηλεία του ασθενούς πέραν των έξι μηνών –και προφανώς για εύλογο χρονικό διάστημα [Κατά τους Παρασκευόπουλο/Κοσμάτο, σ. 36, αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες]– τούτο είναι δυνατό μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη επιτροπής εκ τριών ψυχιάτρων, εκ των οποίων ένας είναι ο θεράπων ιατρός και οι άλλοι δύο ορίζονται από τον εισαγγελέα (άρθρο 99 § 4). Στη συνέχεια, ο εισαγγελέας δικαιούται να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο με αίτημα να παραταθεί η ακούσια νοσηλεία (επιχείρημα από την ΑΚ 1687 σε συνδυασμό με το άρθρο 99 § 2 εδ. β΄ του ν. 2071/1992).
2. Δικαστική απόφαση
Η ακούσια νοσηλεία διακόπτεται με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου που εκδίδεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Μετά την πάροδο των τριών πρώτων μηνών νοσηλείας, ο επιστημονικός διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής και άλλος ένας ψυχίατρος του τομέα ψυχικής υγείας, υποβάλλουν έκθεση στον εισαγγελέα για την κατάσταση της υγείας του ασθενούς. Ο εισαγγελέας δικαιούται να διαβιβάσει την έκθεση αυτή στο μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειάς του με αίτησή του να συνεχιστεί ή να διακοπεί η ακούσια νοσηλεία (ΚΠολΔ 740 § 1 εδ. α΄, άρθρο 99 § 2 εδ. α΄ και β΄). Το δικαστήριο κατά την κρίση του θα κρίνει για τη διακοπή ή όχι της ακούσιας νοσηλείας.
β) Ο ασθενής, ο σύζυγός του (εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση: επιχείρημα από την ΑΚ 1667 § 1 εδ. α΄), συγγενής σε ευθεία γραμμή απεριόριστα, συγγενής εκ πλαγίου μέχρι και τον δεύτερο βαθμό, όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του, ο δικαστικός συμπαραστάτης στην περίπτωση της στερητικής δικαστικής συμπαράστασης ή ο επίτροπός του δικαιούται με αίτησή του προς τον εισαγγελέα να ζητήσει να διακοπεί η ακούσια νοσηλεία, επίσης έχει δικαίωμα να ζητήσει τη διακοπή της νοσηλείας και όποιος άλλος το επιθυμεί για συγκεκριμένο όμως σκοπό, όπως π.χ. προκειμένου να συνάψει γάμο με τον ασθενή (άρθρο 11 § 3 της ΥΑ Γ2β/3036/1973). Αν η αίτηση δεν γίνει δεκτή από το Μονομελές Πρωτοδικείο, στο οποίο την υποβάλλει αμέσως ο εισαγγελέας, νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά από τρεις (3) μήνες (ΚΠολΔ 740 § 1 εδ. α΄, άρθρο 99 § 3 του ν. 2071/1992).
3. Εξιτήριο από την κλινική
Η ακούσια νοσηλία διακόπτεται και με τη χορήγηση εξιτηρίου από τον επιστημονικό διευθυντή της ψυχιατρικής κλινικής, στην οποία νοσηλεύεται ο ασθενής. Ειδικότερα, ο διευθυντής οφείλει να χορηγήσει στον ασθενή εξιτήριο, εφόσον πάψουν να συντρέχουν κατά την κρίση του οι ουσιαστικές προϋποθέσεις υποβολής του τελευταίου σε ακούσια νοσηλεία, ακόμη και αν εκκρεμεί σχετική αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο [Στην περίπτωση αυτή η τυχόν μεταγενέστερη έκδοση απόφασης καθίσταται άνευ αντικειμένου]. Αυτό συμβαίνει όταν έχει αποκατασταθεί το πρόβλημα ψυχικής υγείας ή τουλάχιστον έχει αντιμετωπιστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη δημιουργείται κίνδυνος για τον ίδιο τον ασθενή και για τρίτους (άρθρα 95 § 2, 99 § 1). Παράλληλα με τη χορήγηση εξιτηρίου, οφείλει ο επιστημονικός διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής να κοινοποιήσει σχετική έκθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα (άρθρο 99 § 1 εδ. β΄ του ν. 2071/1992).
4. Υποτροπή ασθένειας
Σε περίπτωση υποτροπής ασθενούς που είχε νοσηλευτεί ακούσια, είναι δυνατή και πάλι η εισαγωγή του σε ψυχιατρική κλινική. Προϋπόθεση γι’αυτό είναι αφενός ο ασθενής να είναι πλέον ικανός να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του και αφετέρου να συμφωνήσει ο επιστημονικός διευθυντής ή ο νόμιμος αναπληρωτής του για την ανάγκη θεραπείας (άρθρα 94 § 2, 100). Για τη διαδικασία εφαρμόζονται όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για την αρχική υποβολή προσώπου σε ακούσια νοσηλεία (άρθρα 96, 100).
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε. 2014
§ 48. Ακούσια νοσηλεία
Διάγραμμα
I. Έννοια 1-2
1. Ορισμός 1
2. Διάκριση από δικαστική συμπαράσταση 2
ΙΙ. Προϋποθέσεις 3-9
1. Προβλήματα ψυχικής υγείας 4-5
2. Δικαστική άδεια 6-9
ΙΙΙ. Λήξη 10-15
1. Αυτοδίκαιη λήξη 10
2. Δικαστική απόφαση 11-13
3. Εξιτήριο από την κλινική 14
4. Υποτροπή ασθένειας 15
Ι. Έννοια
1. Ορισμός
Ακούσια νοσηλεία είναι η χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενούς εισαγωγή και παραμονή για θεραπεία σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας (άρθρο 95 § 1 εδ. α΄ του ν. 2071/1992) [Για την εκούσια νοσηλεία βλ. άρθρο 94 του ν. 2071/1992, επίσης Αγαλλοπούλου, σ. 39-40]. Η ακούσια νοσηλεία συνιστά μορφή στέρησης της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου [Βλ. επίσης ΕΣΔΑ 5 § 1 περ. ε΄ σχετικά με τη δυνατότητα κράτησης φρενοβλαβούς] και για τον λόγο αυτό πρέπει να επιδεικνύεται σε όλη τη διάρκεια της νοσηλείας σεβασμός στην προσωπικότητα του ασθενούς (άρθρο 98 § 3 του ν. 2071/1992) [Γενικά για τις συνθήκες νοσηλείας βλ. άρθρο 98 του ν. 2071/1992]. Για παράδειγμα, η διοίκηση της κλινικής δεν θα πρέπει να αποκλείει στον ασθενή, χωρίς να υπάρχει σπουδαίος λόγος, τον προαυλισμό, την οργανωμένη έξοδο λόγω αδείας κ.λπ.
2. Διάκριση από δικαστική συμπαράσταση
Η ακούσια νοσηλεία πρέπει να διακρίνεται από τη δικαστική συμπαράσταση, καθώς η αναγκαστική εισαγωγή προσώπου σε ψυχιατρική κλινική δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως και στέρηση ή περιορισμούς στη δικαιοπρακτική του ικανότητα. Εντούτοις, στην πράξη συνιστάται, παράλληλα με τη θέση σε ακούσια νοσηλεία, να υποβάλλεται (ενδεχομένως σωρευτικώς κατά την ΚΠολΔ 218 § 1) και αίτηση για τη θέση του ψυχικά πάσχοντος σε δικαστική συμπαράσταση, ώστε να είναι δυνατή η ρύθμιση των υποθέσεών του για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ακούσια νοσηλεία του. Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη εκκρεμούς διαδικασίας για τη θέση σε ακούσια νοσηλεία δεν εμποδίζει την έναρξη διαδικασίας για την υποβολή του ίδιου προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση (ή το αντίστροφο), καθώς οι ως άνω διαδικασίες έχουν διαφορετικό αντικείμενο και αίτημα (βλ. και ΚΠολΔ 221-222).
Παράδειγμα: Ο Α έχει τάσεις αυτοκτονίας. Για τον λόγο αυτό με πρωτοβουλία του πατέρα του Β εισάγεται σε ψυχιατρικό κατάστημα για θεραπεία (ΑΚ 1687). Στο θεραπευτικό κατάστημα γνωρίζει μία ασθενή και της χαρίζει το δαχτυλίδι του. Με την επιφύλαξη της ΑΚ 131 § 1, η δωρεά είναι έγκυρη διότι ο Α δεν έχει απωλέσει τη δικαιοπρακτική του ικανότητα.
ΙΙ. Προϋποθέσεις
Όταν η κατάσταση ενός προσώπου επιβάλλει την ακούσια νοσηλεία του σε μονάδα ψυχικής υγείας, αυτή γίνεται μετά προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου και κατά τις διατάξεις ειδικών νόμων (ΑΚ 1687, άρθρο 64 εδ. β΄ του ν. 2447/1996, άρθρα 95-100 του ν. 2071/1992 [Όπου στην παρούσα παράγραφο παρατίθενται μόνον άρθρα νόμου, θα πρόκειται για τον ν. 2071/1992], άρθρο 16 του ν. 2716/1999).
Ειδικότερα, η ακούσια νοσηλεία προϋποθέτει τη συνδρομή των ακόλουθων στοιχείων.
1. Προβλήματα ψυχικής υγείας
Η υποβολή (ενήλικου ή ανήλικου) προσώπου σε ακούσια νοσηλεία προϋποθέτει ότι αυτό πάσχει από ψυχική [Και όχι από διανοητική, αντίθ. όμως Κακατσάκης, άρθρο 1687 αρ. 4, Δεληγιάννης, σ. 105, Αγαλλοπούλου, ΚριτΕ 1997/2, 260. Συνήθως όμως η διανοητική διαταραχή θα συνοδεύεται πράγματι και από συμπτώματα ψυχικής διαταραχής, τέτοια περίπτωση είναι π.χ. αυτή της παραφροσύνης] διαταραχή που χρήζει θεραπευτικής αγωγής και είτε δεν είναι ικανό να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του που βρίσκεται σε κίνδυνο είτε υπάρχει κίνδυνος να τελέσει πράξεις βίας κατά του εαυτού του ή τρίτου (άρθρο 95 § 2). Ψυχική διαταραχή, περιοδική ή διαρκής, είναι κάθε ψυχική νόσος που παρακωλύει την ελεύθερη διαμόρφωση της βούλησης ή της κρίσης του προσώπου και οφείλεται σε εγκεφαλικές ή ψυχικές διαταραχές καθώς και σε παθολογοανατομικές αλλοιώσεις, όπως η σχιζοφρένεια, η παράνοια, η ολιγοφρένεια, η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση κ.ά.
Όσον αφορά άλλωστε στην επικινδυνότητα του ψυχικά ασθενούς, αυτή διαπιστώνεται συνήθως από τα αρμόδια αστυνομικά τμήματα, τα οποία μπορούν να βεβαιώσουν αν ο ασθενής είχε μετέλθει στο παρελθόν πράξεις βίας. Ο βαθμός επικινδυνότητας επιτείνεται μάλιστα, όταν ο ψυχικά ασθενής αρνείται να λάβει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, στην περίπτωση αυτή επομένως συνιστάται η νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική προκειμένου να διασφαλισθεί η λήψη των φαρμάκων.
Παραδείγματα:
1) Ο ανήλικος Α πάσχει από κατάθλιψη και επιχείρησε στο παρελθόν να αυτοκτονήσει. Οι γονείς του Β και Γ μπορούν από κοινού να ζητήσουν την εισαγωγή του σε μονάδα ψυχικής υγείας και, αν διαφωνούν, θα αποφασίσει το δικαστήριο (ΑΚ 1510 § 1 εδ. α΄, 1512, άρθρο 95 § 2 περ. ΙΙ του ν. 2071/1992).
2) Το δικαστήριο αποφασίζει τον εγκλεισμό του Α σε ψυχιατρική κλινική, διότι «κλίνει προς τη χρήση βίας». Η αιτιολογία δεν είναι επαρκής, καθότι δεν αναφέρεται ότι ο Α άσκησε βία τουλάχιστον μία φορά στο παρελθόν [Έτσι Παρασκευόπουλος/Κοσμάτος, σ. 18-19].
2. Δικαστική άδεια
α) Εξασφάλιση δικαστικών εγγυήσεων: Η διαδικασία υποβολής σε ακούσια νοσηλεία δεν ρυθμίζεται εξαντλητικά από τον ΑΚ, ο οποίος παραπέμπει σε ειδικές διατάξεις (άρθρα 95 επ. του ν. 2071/1992). Παρόλα αυτά η ΑΚ 1687 ορίζει ρητώς ότι απαιτείται προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να ερμηνεύονται και οι αντίστοιχες ρυθμίσεις του ν. 2071/1992, οι οποίες προβλέπουν τη δυνατότητα να διατάξει μόνος ο εισαγγελέας τον εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική και να δοθεί μεταγενέστερα άδεια από το δικαστήριο (άρθρο 96 §§ 4 εδ. α΄, 6). Η νομολογία του ΕΔΔΑ άλλωστε, μολονότι δεν είναι αντίθετη καταρχήν στην παραπάνω ρύθμιση, έχει κατ’επανάληψη επισημάνει την ανάγκη ύπαρξης διαδικαστικών εγγυήσεων για τον έλεγχο της αναγκαστικής παραμονής ενός προσώπου σε ψυχιατρική κλινική [Βλ. σχετικές νομολογιακές αναφορές σε Παρασκευόπουλο/Κοσμάτο, σ. 16 και Κοσμάτο, σ. 20-21].
Θα πρέπει λοιπόν να γίνει δεκτό –ενόψει της ΑΚ 1687– ότι για την εισαγωγή του ασθενούς σε ψυχιατρικό κατάστημα δεν αρκεί εισαγγελική παραγγελία, αλλά απαιτείται οπωσδήποτε να έχει προηγηθεί δικαστική απόφαση ή έστω προσωρινή διαταγή του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου (ΚΠολΔ 740 § 1 εδ. α΄, 781 § 1).
Παράδειγμα: Ο πατέρας Α υποβάλλει αίτηση στον εισαγγελέα να εισαχθεί ο γιος του Β σε ψυχιατρική κλινική, προσκομίζοντας παράλληλα και δύο σύμφωνες ψυχιατρικές γνωματεύσεις. Μετά από εισαγγελική παραγγελία τα αστυνομικά όργανα μεταφέρουν διά της βίας τον Β στο ψυχιατρείο. Ο Β κρατείται παράνομα, διότι δεν προηγήθηκε δικαστική απόφαση (ΑΚ 1687).
β) Υποβολή αίτησης: Η ακούσια νοσηλεία ψυχικά πάσχοντος προσώπου διατάσσεται από το δικαστήριο είτε ύστερα από αίτηση του συζύγου του (εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση: επιχείρημα από την ΑΚ 1667 § 1 εδ. α΄), συγγενούς σε ευθεία γραμμή απεριόριστα (π.χ. του παππού του ή του τέκνου του ή του εγγονού του), συγγενούς του εκ πλαγίου μέχρι και τον δεύτερο βαθμό (του αδελφού του), όποιου έχει την επιμέλεια του προσώπου του (π.χ. του επιτρόπου ή τρίτου στον οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλειά του κατ’ΑΚ 1532 § 2), ή του δικαστικού συμπαραστάτη του εφόσον τελεί υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση, είτε, εάν δεν υπάρχει κανένα από τα παραπάνω πρόσωπα και συντρέχει επείγουσα περίπτωση, ύστερα από αυτεπάγγελτη ενέργεια του εισαγγελέα πρωτοδικών του τόπου κατοικίας ή διαμονής του ασθενούς (ΑΚ 1687, άρθρο 96 § 1) [ΕφΠατρ 20/2008 ΑχΝομ 2009, 192: Απαράδεκτη η αίτηση του εισαγγελέα, διότι υπήρχε εν ζωή αδελφός του ψυχασθενούς].
Η αίτηση πρέπει να περιγράφει το ψυχικό νόσημα καθώς και την εκδηλούμενη συμπεριφορά και να αναφέρει τυχόν ενέργειες που είχαν προηγηθεί για εκούσια νοσηλεία [Βλ. σχετικώς ΕγκΕισΠρωτΘεσ 633/2000 ΠοινΔικ 2000, 512]. Επίσης, η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από αιτιολογημένες γραπτές ψυχιατρικές γνωματεύσεις και να απευθύνεται στον εισαγγελέα, ο οποίος (μόνον αυτός) με νέα αίτησή του ζητεί να επιληφθεί το δικαστήριο (τελολογική ερμηνεία του άρθρου 96 § 6 εδ. α΄) [Για το περιεχόμενο των γνωματεύσεων βλ. ΓνμδΕισΑΠ 19/1996 ΠοινΧρ 1996, 1343].
γ) Έκδοση απόφασης: Το δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο) συνεδριάζει κατά την κρίση του μέσα σε 10 ημέρες από την υποβολή της αίτησης του εισαγγελέα «κεκλεισμένων των θυρών», ενώ στη συνεδρίαση καλείται πριν από 48 ώρες και ο ασθενής, ο οποίος δικαιούται να παραστεί με δικηγόρο και με ψυχίατρο ως τεχνικό σύμβουλο (άρθρο 95 § 6 εδ. α΄). Σε περίπτωση που ο ασθενής δεν εμφανιστεί κατά τη συνεδρίαση, το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως αν κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και, σε περίπτωση μη νόμιμης ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσής του, να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης. Η απόφαση του πρωτοδικείου πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, ενδέχεται μάλιστα να διατάσσει αναβολή της έκδοσης οριστικής απόφασης προκειμένου ο ασθενής να εξεταστεί από τρίτον ψυχίατρο [Έτσι η ΜΠρΛαρ 613/2003 ΑρχΝ 2006, 488, η οποία δεν έκρινε πειστικές τις γνωματεύσεις των αρχικών ψυχιάτρων].
ΙΙΙ. Λήξη
Η ακούσια νοσηλεία λήγει με τους ακόλουθους τρόπους:
1. Αυτοδίκαιη λήξη
Η ακούσια νοσηλεία λήγει αυτοδικαίως μετά την πάροδο έξι μηνών από την εισαγωγή του ασθενούς στη μονάδα ψυχικής υγείας (άρθρο 99 § 2 εδ. α΄). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες πρέπει να παραταθεί η νοσηλεία του ασθενούς πέραν των έξι μηνών –και προφανώς για εύλογο χρονικό διάστημα [Κατά τους Παρασκευόπουλο/Κοσμάτο, σ. 36, αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες]– τούτο είναι δυνατό μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη επιτροπής εκ τριών ψυχιάτρων, εκ των οποίων ένας είναι ο θεράπων ιατρός και οι άλλοι δύο ορίζονται από τον εισαγγελέα (άρθρο 99 § 4). Στη συνέχεια, ο εισαγγελέας δικαιούται να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο με αίτημα να παραταθεί η ακούσια νοσηλεία (επιχείρημα από την ΑΚ 1687 σε συνδυασμό με το άρθρο 99 § 2 εδ. β΄ του ν. 2071/1992).
2. Δικαστική απόφαση
Η ακούσια νοσηλεία διακόπτεται με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου που εκδίδεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Μετά την πάροδο των τριών πρώτων μηνών νοσηλείας, ο επιστημονικός διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής και άλλος ένας ψυχίατρος του τομέα ψυχικής υγείας, υποβάλλουν έκθεση στον εισαγγελέα για την κατάσταση της υγείας του ασθενούς. Ο εισαγγελέας δικαιούται να διαβιβάσει την έκθεση αυτή στο μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειάς του με αίτησή του να συνεχιστεί ή να διακοπεί η ακούσια νοσηλεία (ΚΠολΔ 740 § 1 εδ. α΄, άρθρο 99 § 2 εδ. α΄ και β΄). Το δικαστήριο κατά την κρίση του θα κρίνει για τη διακοπή ή όχι της ακούσιας νοσηλείας.
β) Ο ασθενής, ο σύζυγός του (εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση: επιχείρημα από την ΑΚ 1667 § 1 εδ. α΄), συγγενής σε ευθεία γραμμή απεριόριστα, συγγενής εκ πλαγίου μέχρι και τον δεύτερο βαθμό, όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του, ο δικαστικός συμπαραστάτης στην περίπτωση της στερητικής δικαστικής συμπαράστασης ή ο επίτροπός του δικαιούται με αίτησή του προς τον εισαγγελέα να ζητήσει να διακοπεί η ακούσια νοσηλεία, επίσης έχει δικαίωμα να ζητήσει τη διακοπή της νοσηλείας και όποιος άλλος το επιθυμεί για συγκεκριμένο όμως σκοπό, όπως π.χ. προκειμένου να συνάψει γάμο με τον ασθενή (άρθρο 11 § 3 της ΥΑ Γ2β/3036/1973). Αν η αίτηση δεν γίνει δεκτή από το Μονομελές Πρωτοδικείο, στο οποίο την υποβάλλει αμέσως ο εισαγγελέας, νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά από τρεις (3) μήνες (ΚΠολΔ 740 § 1 εδ. α΄, άρθρο 99 § 3 του ν. 2071/1992).
3. Εξιτήριο από την κλινική
Η ακούσια νοσηλία διακόπτεται και με τη χορήγηση εξιτηρίου από τον επιστημονικό διευθυντή της ψυχιατρικής κλινικής, στην οποία νοσηλεύεται ο ασθενής. Ειδικότερα, ο διευθυντής οφείλει να χορηγήσει στον ασθενή εξιτήριο, εφόσον πάψουν να συντρέχουν κατά την κρίση του οι ουσιαστικές προϋποθέσεις υποβολής του τελευταίου σε ακούσια νοσηλεία, ακόμη και αν εκκρεμεί σχετική αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο [Στην περίπτωση αυτή η τυχόν μεταγενέστερη έκδοση απόφασης καθίσταται άνευ αντικειμένου]. Αυτό συμβαίνει όταν έχει αποκατασταθεί το πρόβλημα ψυχικής υγείας ή τουλάχιστον έχει αντιμετωπιστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη δημιουργείται κίνδυνος για τον ίδιο τον ασθενή και για τρίτους (άρθρα 95 § 2, 99 § 1). Παράλληλα με τη χορήγηση εξιτηρίου, οφείλει ο επιστημονικός διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής να κοινοποιήσει σχετική έκθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα (άρθρο 99 § 1 εδ. β΄ του ν. 2071/1992).
4. Υποτροπή ασθένειας
Σε περίπτωση υποτροπής ασθενούς που είχε νοσηλευτεί ακούσια, είναι δυνατή και πάλι η εισαγωγή του σε ψυχιατρική κλινική. Προϋπόθεση γι’αυτό είναι αφενός ο ασθενής να είναι πλέον ικανός να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του και αφετέρου να συμφωνήσει ο επιστημονικός διευθυντής ή ο νόμιμος αναπληρωτής του για την ανάγκη θεραπείας (άρθρα 94 § 2, 100). Για τη διαδικασία εφαρμόζονται όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για την αρχική υποβολή προσώπου σε ακούσια νοσηλεία (άρθρα 96, 100).