Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

«Αντιρατσιστικός» νόμος 4285 και ελευθερία της έκφρασης


«Αντιρατσιστικός» νόμος 4285 και ελευθερία της έκφρασης
Παπαηλιού Γιώργος.

Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί βασικό ατομικό δικαίωμα που κατοχυρώνεται συνταγματικά με το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος, τελεί δε υπό τη γενική επιφύλαξη του νόμου. Τέτοιοι νόμοι δεν μπορεί να είναι όσοι με οποιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζουν την έκφραση και διάδοση γνώμης, ιδέας ή πληροφορίας ή ελέγχουν αυτές διοικητικά. Θεμιτοί νόμοι που περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασης είναι όσοι κατατείνουν στην προστασία ατόμων, κοινωνικών ομάδων ή του κοινωνικού συνόλου από την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, όμως χωρίς ο περιορισμός να το ακυρώνει. Ακόμη και ο ρατσιστικός ή μισαλλόδοξος λόγος προστατεύεται από το Σύνταγμα, αν δεν συνδέεται με διάπραξη παράνομων πράξεων.

Ο πρόσφατα ψηφισθείς «αντιρατσιστικός» νόμος (Ν. 4285/10.9.2014), στο άρθρο 2, προβλέπει ότι τιμωρείται όποιος «με πρόθεση, δημόσια, προφορικά, διά του Τύπου, μέσω του Διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή κακόβουλα αρνείται την ύπαρξη ή τη σοβαρότητα εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού, που έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων και η συμπεριφορά αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους της που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, όταν η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος ή ενέχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα κατά μίας τέτοιας ομάδας ή μέλους της».

Η συγκεκριμένη διάταξη, προσαρμόζοντας τον Ν. 927/1979 στην απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕ της 28.11.2008 «για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, μέσω του Ποινικού Δικαίου», αντικαθιστά το άρθρο 2 Ν. 927/1979, το οποίο ποινικοποιεί οποιαδήποτε «δημόσια» έκφραση μπορεί να προσβάλει πρόσωπα, λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους.

Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, η πρόκληση βίας ή μίσους και η επίδειξη απειλητικής, υβριστικής ή προσβλητικής στάσης κατά ομάδων ή μελών αυτών, λόγω φυλετικής καταγωγής, χρώματος, θρησκείας, γενεαλογικών καταβολών, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου ή αναπηρίας, πρέπει να έχουν ως αφετηρία και να συνδέονται με, δημόσια, προφορικά, διά του Τύπου, μέσω του Διαδικτύου, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, επιδοκιμασία, ευτελισμό και κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης ή της σοβαρότητας εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.

Η αναγνώριση συγκεκριμένων πρακτικών και πράξεων ως τέτοιου είδους εγκλημάτων από πολιτικά όργανα, όπως κοινοβούλια ή πολιτικές οντότητες, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης κ.λπ., ή οιονεί πολιτικά όργανα, όπως διεθνή δικαστήρια, συνιστούν πολιτικές αποφάσεις, που προφανώς λαμβάνονται βάσει του εκάστοτε ισχύοντος συσχετισμού δυνάμεων. Όμως ο εντοπισμός τέτοιου είδους εγκλημάτων είναι αποστολή της Ιστορίας, αλλά και κατά το δυνατόν ανεξάρτητων ερευνών, ώστε αυτά να μην επιβάλλονται ως τέτοια από τους εκάστοτε νικητές και κυρίαρχους, με αποκλειστικό σκοπό την εξυπηρέτηση της πολιτικής τους.

Εν πάση περιπτώσει, μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του συγκεκριμένου αδικήματος είναι η αρνητική τοποθέτηση κάποιου έναντι απώτερων, πρόσφατων, ακόμη και εν εξελίξει γεγονότων, τα οποία χαρακτηρίζονται εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Εν προκειμένω, πολύ εύκολα αυτή η κριτική προσέγγιση κάποιου έναντι τέτοιων γεγονότων μπορεί να χαρακτηρισθεί «επιδοκιμασία», «ευτελισμός», «κακόβουλη άρνηση».

Επιπλέον η σύνδεση της «επιδοκιμασίας», του «ευτελισμού», της «κακόβουλης άρνησης» συγκεκριμένων πρακτικών ή πράξεων με το γεγονός ότι αυτές στρέφονται κατά συγκεκριμένων ομάδων προσώπων ή μελών αυτών «κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία, ή μίσος ή ενέχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα» εμπεριέχει στοιχεία σχετικότητας και ισχυρής υποκειμενικότητας, αφού η κριτική προσέγγιση (τέτοιων πρακτικών ή πράξεων), υπό συγκεκριμένες συνθήκες και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, μπορεί να εκληφθεί ως υποκίνηση βίας ή μίσους ή επίδειξη απειλητικής, υβριστικής ή προσβλητικής στάσης. Έτσι οι φορείς της άλλης, της διαφορετικής άποψης στοχοποιούνται.

Η εμπειρία του παρελθόντος, αλλά και η πρακτική του παρόντος, με τη, μέσω των κυρίαρχων μέσων μαζικής επικοινωνίας, διαστρέβλωση της πραγματικότητας και τη χειραγώγηση της λεγόμενης κοινής γνώμης, αποδεικνύουν ότι τέτοιου είδους διατυπώσεις, όπως αυτή του άρθρου 2 του «αντιρατσιστικού» νόμου, διευρύνονται και πέραν της γραμματικής ή τελολογικής ερμηνείας του νόμου, αναλόγως της κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας, και μπορεί να στραφούν κατά της αντίθετης άποψης που αντιστρατεύεται την εκάστοτε κυρίαρχη άποψη.

Επομένως, η νέα διάταξη, που εκτείνεται και στο πεδίο του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, όχι μόνον δεν βοηθά την καταπολέμηση του ρατσισμού, αλλά ανοίγει επικίνδυνες ατραπούς, αφού, υπό συγκεκριμένες συνθήκες και υπηρετώντας στοχευμένες, αμιγώς πολιτικές επιλογές, μπορεί να στραφεί κατά (αντισυστημικών ή οχληρών για το σύστημα εξουσίας) ιδεολογικών και πολιτικών απόψεων, αλλά και να ποδηγετήσει ή να ακυρώσει την ελευθερία τής ιστορικής, δημοσιογραφικής ή οποιασδήποτε άλλης, έρευνας.

Συμπερασματικά, η συγκεκριμένη ρύθμιση, υπό το πρόσχημα της ποινικοποίησης του ρατσισμού, θέτει εκποδών τον λόγο για απώτερα, πρόσφατα, ακόμη και εν εξελίξει γεγονότα. Αυτά μπορεί να αποτελούν ειδεχθείς πρακτικές και πράξεις, όμως ο χαρακτηρισμός τους ως τέτοιων μπορεί να συνιστά ή μάλλον συνιστά εργαλείο άσκησης πολιτικής. Έτσι, ιδίως σε περιόδους κρίσης και κοινωνικού αναβρασμού, η συγκεκριμένη ρύθμιση αποτελεί όχημα για τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης, την ποινικοποίηση και συνακόλουθα τη φίμωση της διαφορετικής άποψης.


Πηγή: Εφημερίδα «Η Αυγή»