Ποιήμα του Φώτη Ζάκκα
Όταν ανοίγουν τα σχολεία,
Μού 'ρχεται τούτη η ιστορία.
Σύντομα, κι από την αρχη,
Κι ας είναι σε πολλούς γνωστή.
Για τον Πέτρο Ρουκουτάκη γράφω,
Τον Γλύπτη, δάσκαλο, ζωγράφο.
Πέτρο για σε κάτι να πω,
Ας είναι για χαιρετισμό.
Ταλέντο είχες δυνατό,
Και έμπνευση μεγάλη,
Κι ότι εσύ ζωγράφιζες,
Το θαύμαζαν οι άλλοι.
Στις γκαλερή σε χαίρονταν,
Και σού διναν βραβεία,
Σε βρήκεν η κακοτυχιά,
Νικάς στη δυστυχία.
Εκεί όπου χαιρόσουνα,
Στης νιότης σου τη φάση,
το θέλησε μια μοίρα σου,
Όλα να στα χαλάσει.
Και γύρω στα εικοσιεννιά,
Σού 'ριξε μαύρη πινελιά.
Αρρώστια αόρατος φονιάς,
Χάνεις το φως σου μονομιάς.
Δύσκολα είναι και σκληρό,
Για κάθε άνθρωπο θνητό,
Μα εσύ είσαι Πέτρο ο καλλιτέχνης,
Διπλά είναι η μοίρα σου ο φταίχτης.
Επιτυχία και χαρά,
Πάει να διώξει η απελπισιά.
Μα βρήκε εμπόδιο δυνατό,
Μια θέληση μεγάλη,
Και το σκοτάδι φώτισε,
Η τέχνη σου και πάλι.
Η τύχη κι αν ανάποδα,
θέλησε να τα φέρει,
Η κλίση σου κι η υπομονή
Σε βγάλανε ξεφτέρι.
Όμως κι αν έμεινες τυφλός,
Ποτέ δεν έχασες το φως.
Κράτησες τώρα την αφή,
Αίστηση κοντινή, ζεστή,
Να πιάνεις, και να φτιάνεις,
Έργα τρανά να κάνεις.
Κι ήρθαν τα πράμματα αλλιώς,
Και γλύπτης, έγινες καλός.
Κι ο Ρουκουτάκης ο γνωστός,
Θα παραμείνει ξακουστός.
Ξέρει την ύλη να σμιλεύει,
το δημιούργημα σαλεύει.
Τα έργα που έχεις επιδείξει,
σ' έχουνε Πέτρο αναδείξει.
Και στα γλυπτά σου, έυφημο μνεία,
Σε βράβευσε η ακαδημία.
Δεν βάσταξες αυτά για σένα,
Να μείνουν μόνο ιδωμένα,
Δάσκαλος πήγες στους τυφλούς,
Πηλό, νασκεις τους ικανούς.
Πλάθουν εξαίρετα κομμάτια,
Δίνεις στα χέρια τους τα μάτια.
Ίδιο το πρόβλημμα η γυναίκα,
Πέτρο σου στάθηκε για δέκα.
Μ' άλλα χαρίσματα η Γωγώ,
Σού 'φτιαξε πάλι το εγώ.
Εσύ γλυπτά, κι αγαλματάκια,
Και η Γωγώ σου, δυό παιδάκια.
Τραγούδι, θέατρο, η Γωγώ,
Πρόσωπο πολυεκλεγμένο,
Χρόνια αντιπρόεδρος στο Φάρο,
Με έργο αναγνωρισμένο.
Βροντάει κι αστραύτει ο Ψηλορείτης,
Ρουκουτάκη, γέννημα της Κρήτης.
Μήνυμα, αφήνεις στη ζωή,
Κανείς να μην παραιτηθεί,
Όσο άσχημα και να μας πάνε,
Με θέληση, τα ξεπερνάμε.
Φώτης, ο νυκτόβιος,
Φίλος σας, ισόβιος.