Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2022

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ – Ειδική Έκθεση 2021: Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες – Μέρος 6ο 5. Εργασία

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ  – Ειδική Έκθεση 2021: Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες – Μέρος 6ο

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ  – Ειδική Έκθεση 2021: Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες – Μέρος 6ο

5. Εργασία

5.1.        Εισαγωγή

Με βάση το άρθρο 27 παρ. 1 της Σύμβασης, αναγνωρίζεται το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρίες στην εργασία, σε ίση βάση με τους άλλους, περιλαμβανομένου του δικαιώματος στην ευκαιρία να ζουν από εργασία που επιλέγεται ελεύθερα, είναι αποδεκτή σε μια αγορά εργασίας και εντάσσεται σε ένα εργασιακό περιβάλλον που είναι ανοικτό, ενιαίο και προσβάσιμο στα άτομα με αναπηρίες. Το Κράτος οφείλει, μέσω και της νομοθεσίας, να προστατεύει και να διασφαλίζει την άσκηση του δικαιώματος αυτού για τα άτομα με αναπηρίες, περιλαμβανομένων και εκείνων που αποκτούν μια αναπηρία κατά τη διάρκεια της εργασίας, λαμβάνοντας όλα τα κατάλληλα μέτρα.

Με βάση, περαιτέρω, την αρχή της ουσιαστικής ισότητας που διατρέχει τη ΣΔΑμεΑ συνολικά (21), η διασφάλιση του δικαιώματος στην εργασία για τα άτομα με αναπηρίες, σε ίση βάση με τους άλλους, εξειδικεύεται σε επιμέρους στόχους που αναφέρονται ενδεικτικά στις περ. α΄- κ΄ του άρθρου 27 παρ. 1 της Σύμβασης και που  κινούνται σε τρείς άξονες: i) απαγόρευση των διακρίσεων, ii) εύλογες προσαρμογές και iii) θετική δράση.

Οι βασικοί αυτοί άξονες, ως συνιστώσες της ουσιαστικής ισότητας, κατοχυρώνονται και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως μέσω της Οδηγίας 2000/78 που ενσωματώνεται πλέον στο ελληνικό δίκαιο με τον ν. 4443/2016 (Μέρος Α΄) και αφορά, ως προς τα άτομα με αναπηρίες, την εργασία και την απασχόληση. Χάρη στη διπλή αυτή θεμελίωση, σε συνδυασμό με την ερμηνευτική καθοδήγηση που παρέχουν αφενός η Επιτροπή για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες (22) ως προς τη ΣΔΑμεΑ, αφετέρου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την Οδηγία, ο Συνήγορος, ως θεσμοθετημένος μηχανισμός προαγωγής της εφαρμογής αμφότερων αυτών των -αυξημένης τυπικής ισχύος- νομοθετικών κειμένων (23), διαθέτει ακριβέστερους ερμηνευτικούς δείκτες και μεγαλύτερη ασφάλεια στη διατύπωση συμπερασμάτων και προτάσεων κατά την εκπλήρωση της αποστολής του.

Ακολουθούν οι κυριότερες διαπιστώσεις του Συνηγόρου για το 2021, οργανωμένες κατά τους άξονες που προαναφέρθηκαν.

5.2.        Απαγόρευση των διακρίσεων

Η απαγόρευση των διακρίσεων προβλέπεται ως αρχή στο άρθρο 3 της Σύμβασης και, ως εξειδίκευση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, στο άρθρο 2 του ν. 4443/2016 (Α΄ 232). Την τήρηση της απαγόρευσης καλείται να ελέγξει ο Συνήγορος, κυρίως υπό το πρίσμα της οριοθέτησης των παρεκκλίσεων που επιτρέπονται ρητά στο άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 4443/2016: κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται διαφορετική μεταχείριση με κριτήριο την αναπηρία ή χρόνια πάθηση όταν i) λόγω της φύσης της δραστηριότητας, η διαφορετική αυτή μεταχείριση αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, ii) ο οικείος σκοπός είναι θεμιτός και

iii) η προϋπόθεση είναι ανάλογη. Ο εργοδότης, όταν καλείται να αιτιολογήσει μέτρα που πήρε εις βάρος του εργαζόμενου με αναπηρία ή χρόνια πάθηση, τα οποία μπορούν να στοιχειοθετήσουν διάκριση στην εργασία και την απασχόληση, φέρει το βάρος απόδειξης της συνδρομής των όρων αυτών.

Την εφαρμογή του ανωτέρω νομικού πλαισίου κλήθηκε να ελέγξει ο Συνήγορος στις εξής περιπτώσεις:

Α)           Προσλήψεις προσωπικού από τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδος (Ο.Σ.Ε.)

Ο Συνήγορος εξέτασε τις αναφορές δυο υποψηφίων σχετικά με την άρνηση πρόσληψής τους από τον Ο.Σ.Ε., λόγω του ιατρικού τους ιστορικού, σε θέσεις φύλαξης ισόπεδων διαβάσεων. Η Αρχή επεσήμανε προς τον ελεγχόμενο Οργανισμό ότι δεν αρκούσε η από μέρους του αόριστη επίκληση ότι τα καθήκοντα της συγκεκριμένης θέσης αφορούσαν την ασφαλή διέλευση των αμαξοστοιχιών από τις ισόπεδες διαβάσεις και ότι οι υποψήφιες δεν διέθεταν καταλληλότητα για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, επειδή δεν πληρούσαν τα κριτήρια του Κανονισμού Κρίσεως της Σωματικής Ικανότητας του Προσωπικού. Πέραν του γεγονότος ότι ο εν λόγω Κανονισμός είχε τεθεί σε ισχύ το έτος 1983 και απηχούσε πλέον ξεπερασμένες αντιλήψεις, σε κάθε περίπτωση, προκειμένου μια τέτοια άρνηση να είναι επιτρεπτή από πλευράς απαγόρευσης των διακρίσεων, ο Ο.Σ.Ε. έφερε το βάρος να αναφέρει τη συγκεκριμένη αναπηρία των υποψηφίων που αποκλείστηκαν, τα συγκεκριμένα καθήκοντα της θέσης και στη συνέχεια να αποδείξει πώς οι συγκεκριμένες αναπηρίες εμπόδιζαν την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων. Τέλος, ο Ο.Σ.Ε. όφειλε να αναφέρει αν εξετάστηκε η πιθανότητα λήψης μέτρων εύλογων προσαρμογών.

Από τις δύο υποθέσεις, ο Ο.Σ.Ε. στη μία δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης, με αποτέλεσμα ο Συνήγορος να καταλήξει στη διαπίστωση ότι συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 11§2 του ν. 4443/2016 για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων λόγω παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης (υπόθεση ΦΥ 294618). Στη δεύτερη, ο Οργανισμός γνωστοποίησε ότι οι φύλακες ισόπεδων διαβάσεων ανήκουν στο προσωπικό υψηλής ευθύνης, για το οποίο ισχύουν αυστηρότερα κριτήρια, καθώς και ότι η συγκεκριμένη υποψήφια έπασχε από διπολική συναισθηματική διαταραχή, επομένως υπάγονταν στη ρητή πρόβλεψη του Κανονισμού Κρίσεως της Σωματικής Ικανότητας του Προσωπικού, κατά την οποία δεν κρίνονται κατάλληλοι υποψήφιοι που πάσχουν από «Συναισθηματικαί ψυχώσεις (μανιοκαταθλιπτική ψύχωσις, μανία, μελαγχολία)». Με βάση την αιτιολόγηση αυτή, ο Συνήγορος έκρινε ότι δεν στοιχειοθετούνταν διάκριση λόγω αναπηρίας (ΦΥ 302135).

Ο Συνήγορος του Πολίτη επεσήμανε, ωστόσο, προς τον Ο.Σ.Ε. την ανάγκη για άμεση τροποποίηση του Κανονισμού Κρίσεως της Σωματικής Ικανότητας του Προσωπικού, ώστε οι διατάξεις του να ανταποκρίνονται στα σύγχρονα δεδομένα και να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του ν. 4443/2016 για την ίση μεταχείριση των ατόμων με αναπηρία στην εργασία και απασχόληση, καθώς και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (ν. 4074/2012 και ν. 4488/2017).

Β)           Προσλήψεις προσωπικού από Δήμο για την αντιμετώπιση της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19

Στο Συνήγορο υποβλήθηκαν αναφορές από την Ε.Σ.Α.μεΑ. και την Εταιρεία Αντι ρευματικού Αγώνα με αντικείμενο την προκήρυξη θέσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου από Δήμο, με όρο που απέκλειε όσους πάσχουν από χρόνια ή υποκείμενα νοσήματα και όσους ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες ευάλωτες στον κορωνοϊό COVID-19. Ο Δήμος υποστήριξε ότι πρόκειται για θέσεις που θα καλύψουν ανάγκες περιορισμού της διασποράς του κορωνοϊου και επικαλέσθηκε την ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας, της υγείας των εργαζομένων και την επιτέλεση του σκοπού της προκήρυξης, που δεν επιτρέπει τη χορήγηση αδειών ειδικού σκοπού ή την εξ αποστάσεως εργασία. Ο Συνήγορος τόνισε ότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ο γενικά διατυπωμένος όρος της επίμαχης ανακοίνωσης, ο οποίος συνιστά διάκριση λόγω αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, και ότι μόνο εφόσον αυτό επιβάλλεται από τη φύση των καθηκόντων της εκάστοτε θέσης, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να θεωρηθεί θεμιτός ο αποκλεισμός όσων εμπίπτουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου για λοίμωξη από COVID-19. Τέλος, απηύθυνε σύσταση για αποφυγή παρόμοιων διατυπώσεων στο μέλλον (υπόθεση ΦΥ 292325).

Γ)    Απολύσεις εργαζομένων με χρόνιες παθήσεις

Αντικείμενο διερεύνησης από την Αρχή αποτέλεσε εργατική διαφορά που διαβιβάσθηκε από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), στο πλαίσιο του άρθρου 25 του ν. 4443/2016, και αφορούσε καταγγελία σωματείου εργαζομένων ότι η εργοδότρια επιχείρηση προχώρησε στην απόλυση εργαζομένων με χρόνιες παθήσεις (υποθέσεις ΦΥ 297745, 297570). Κατά τη συζήτηση των εργατικών διαφορών, η εταιρεία επικαλέστηκε οικονομικοτεχνικούς λόγους που υπαγόρευσαν τη μείωση του προσωπικού της, ενώ ισχυρίστηκε ότι η επιλογή των συγκεκριμένων υπαλλήλων έγινε με κριτήριο τη χαμηλή απόδοσή τους σε σχέση με τους υπόλοιπους συναδέλφους τους και όχι εξαιτίας της κατάστασης της υγείας τους.

Κατόπιν τούτου, ο Συνήγορος του Πολίτη κάλεσε την εργοδότρια εταιρεία να προσκομίσει στοιχεία, με τα οποία να αποδεικνύεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας των προσφευγουσών δεν οφείλεται στην κατάσταση της υγείας τους. Συμπερασματικά, και στις τρεις περιπτώσεις, τα τμήματα στα οποία εργάζονταν οι καταγγέλλουσες παρουσίασαν μείωση εργασιών από τα τέλη του 2020 και κρίθηκε αναγκαία η απόλυση δεκαέξι (16) εργαζομένων τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2021. Από την αξιολόγηση του συνολικού αποδεικτικού υλικού, προ- έκυψε ότι στις δύο από τις τρείς περιπτώσεις δεν στοιχειοθετήθηκε ο ισχυρισμός ότι η κατάσταση της υγείας των εργαζομένων αποτέλεσε κριτήριο για την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους και επομένως σχετίζεται αιτιωδώς με αυτή.

Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία που προσκόμισε η εταιρεία, φαίνεται πως κατείχαν τη χαμηλότερη αξιολόγηση, πως η εταιρεία έκανε προσπάθειες για τη βελτίωση της απόδοσής τους, έλαβε μέτρα εύλογων προσαρμογών (ωράριο, θέση εργασίας) και εξέτασε τη δυνατότητα απορρόφησής τους σε άλλο τμήμα. Ωστόσο, στην τρίτη περίπτωση που αφορούσε εργαζόμενη που απασχολούνταν επί σειρά ετών στην εταιρία και εμφάνισε καρκίνο, δεν προέκυψε ότι η εταιρεία έλαβε μέτρα εύλογων προσαρμογών, καθώς δεν εξειδίκευσε οποιοδήποτε συγκεκριμένο μέτρο στο πλαίσιο αυτό. Προέκυψε, μάλιστα, ότι η εταιρεία απέλυσε την εργαζόμενη κατά τη διάρκεια χημειοθεραπείας, ενώ δεν προσκομίστηκαν στοιχεία που να δικαιολογούν την επιλογή για απόλυση της συγκεκριμένης εργαζόμενης στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων απόδοσης, δεδομένου ότι και άλλοι συνάδελφοί της στο ίδιο αντικείμενο εργασίας είχαν την ίδια βαθμολογία. Τέλος, δεν αποδείχτηκε ότι εξαντλήθηκε κάθε άλλο εναλλακτικό μέσο για την αποφυγή του επαχθούς μέτρου της απόλυσης και, ειδικότερα, ότι αναζητήθηκε ή προτάθηκε άλλη θέση εργασίας ή άλλα καθήκοντα. Ως εκ τούτου, η Αρχή εισηγήθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας την επιβολή προστίμου για διάκριση λόγω αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης στην απασχόληση, το οποίο και επιβλήθηκε.

Δ)           Μη χορήγηση δικαιώματος μειωμένου ωραρίου σε άτομα με αναπηρία 67% και άνω

Στο Συνήγορο του Πολίτη κατατέθηκε αναφορά από εργαζόμενη σε κοινωφελή επιχείρηση Δήμου, με αναπηρία άνω του 67%, η οποία διαμαρτυρήθηκε επειδή η Υπηρεσία απέρριψε αίτημά της για μείωση ωραρίου κατά μία (1) ώρα ημερησίως, χωρίς μείωση των αποδοχών της. Η μείωση του εργασιακού ωραρίου για άτομα με αναπηρία, με βάση το άρθρο 16 παρ. 5 του ν. 2527/1997 (Α΄ 206), αφορά υπαλλήλους του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α.

Ο Συνήγορος επεσήμανε προς τη Δ/νση Προσωπικού Ο.Τ.Α. του Υπουργείου Εσωτερικών ότι η επίτευξη κρατικών ή δημόσιων ή αυτοδιοικητικών σκοπών συχνά ανατίθεται και σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα οποία ελέγχονται και επιχορηγούνται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% από φορείς του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., αντιμετωπίζονται δε ως ανήκοντα στο δημόσιο τομέα τόσο από δημοσιονομική άποψη όσο και από άποψη διαδικασίας στελέχωσης (βλ. αντίστοιχα άρθρα 14 ν. 4270/2014 και 2 ν. 4765/20216). Προκύπτει, έτσι, διαφορετική μεταχείριση από το νομοθέτη ατόμων με αναπηρία που εργάζονται σε φορείς υπαγόμενους στο Δημόσιο τομέα, με κριτήριο τη νομική μορφή της υπηρεσίας στην οποία εργάζονται, αν δηλαδή είναι υπάλληλοι στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. ή είναι υπάλληλοι σε Ν.Π.Ι.Δ. που ανήκει στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α.

Επισημάνθηκε, ως εκ τούτου, από το Συνήγορο ότι η διαφοροποίηση αυτή θα πρέπει να μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά. Υπενθυμίστηκε δε ότι, με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, παρόμοιες καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο, ούτε διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις κατά τρόπο όμοιο, εκτός εάν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς με βάση το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τις συγκρινόμενες καταστάσεις, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και του σκοπού της ρυθμίσεως που εισάγει την επίμαχη διάκριση (24). Η Επιστολή του Συνηγόρου έχει διαβιβαστεί στη Δ/νση Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού του Υπουργείου Εσωτερικών και αναμένεται ανταπόκριση (ΦΥ 259697).

Ε)            Διαδικασία ελέγχου φυσικής καταλληλότητας των ατόμων με αναπηρία για διορισμό στο δημόσιο τομέα

Η πιστοποίηση της υγείας και της φυσικής καταλληλότητας των υποψηφίων για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης που επρόκειτο να αναλάβουν προκειμένου να διοριστούν στο δημόσιο τομέα, σύμφωνα με την αρχική μορφή της παρ. 2 του άρθρου 7 του Υπαλληλικού Κώδικα (Υ.Κ.), (25) πραγματοποιείτο από υγειονομική επιτροπή, με βάση παραπεμπτικό έγγραφο της Υπηρεσίας και με αναφορά στα καθήκοντα της θέσης. Με την παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 4210/2013 (Α΄ 254), η διαδικασία απλοποιήθηκε σημαντικά, καθώς η πιστοποίηση πλέον γινόταν, με βάση το ίδιο παραπεμπτικό, από παθολόγο ή γενικό γιατρό και ψυχίατρο, είτε του δημοσίου είτε του ιδιωτικού τομέα. Ωστόσο, με το άρθρο 48 παρ. 1 του ν. 4674/2020 (Α΄ 53), επανήλθε το προηγούμενο σύστημα πιστοποίησης ειδικά για τα άτομα με αναπηρία που διορίζονται με γενικές ή ειδικές διατάξεις (26).

Ακολούθησε Γνωμοδότηση (27) του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με την οποία κρίθηκε ότι η εν λόγω διάταξη καταλάμβανε και τις εκκρεμείς υποθέσεις, δηλαδή και τις περιπτώσεις για τις οποίες δεν είχε εκδοθεί ακόμη η πράξη διορισμού.

Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση αυτή, η οποία έχει γίνει αποδεκτή από τον αρμό- διο Υπουργό, οι υπηρεσίες θα έπρεπε να παραπέμψουν τα υποψήφια για διορισμό άτομα στις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, για να κριθεί το προσόν της υγείας και της φυσικής καταλληλότητας με τις νέες διατάξεις.

Ο Συνήγορος παραμένει της άποψης (28) ότι ο ορισμός, ειδικά για τα άτομα με αναπηρία, διαδικασίας πιστοποίησης της καταλληλότητας σαφώς πιο δύσκαμπτης και χρονοβόρας, θέτει τα εν λόγω άτομα σε δυσμενέστερη θέση, χωρίς η διαφοροποίηση αυτή να μπορεί να δικαιολογηθεί ως αναγκαία, καθώς στο ίδιο αποτέλεσμα αποσκοπεί η διαδικασία που εξακολουθεί να εφαρμόζεται για τους υπόλοιπους υποψηφίους.

Δεν μπορεί να θεωρηθεί δε ούτε πρόσφορη, με δεδομένο τον ελάχιστο χρόνο που διαθέτουν οι υγειονομικές επιτροπές να εξετάσουν την κάθε περίπτωση και τον εν πολλοίς τυπικό τρόπο διεκπεραίωσης της διαδικασίας, ενώ αντίθετα, υπό το προ- ηγούμενο καθεστώς, το πιστοποιητικό καταλληλότητας θα μπορούσε να εκδοθεί από τον θεράποντα ιατρό που έχει κατά τεκμήριο πληρέστερη εικόνα του υποψηφίου και των ικανοτήτων του/της. Προκύπτει, συνεπώς, μη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και, κατ’ επέκταση, διακριτική μεταχείριση σε βάρος των ατόμων με αναπηρία, κατά παράβαση της ΣΔΑμεΑ αλλά και της Οδηγίας 2000/78.

Πρόσθετα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 7 του Υ.Κ., όλοι και όλες οι υποψήφιοι/ες, άσχετα με το αν έχουν αναπηρία ή όχι και άσχετα, στην πρώτη περίπτωση, αν πρόκειται να προσληφθούν με βάση τις γενικές ή ειδικές διατάξεις, θα πρέπει να κριθούν ότι είναι σε θέση να εκτελούν τα καθήκοντα της θέσης, έστω και με τη βοήθεια των κατάλληλων και δικαιολογημένων τεχνικών μέσων. Ο διαχωρισμός, όμως, της διαδικασίας πιστοποίησης της καταλληλότητας με κριτήριο την ύπαρξη αναπηρίας υπονοεί ότι η αναπηρία είναι χαρακτηριστικό που δεν σχετίζεται με την καταλληλότητα εκτέλεσης συγκεκριμένων καθηκόντων ούτε κρίνεται σε συσχέτιση με αυτά, παραδοχή που είναι συμβατή μόνο με το ιατρι- κό μοντέλο και, ως τέτοια, αντιβαίνει θεμελιακά στη Σύμβαση.

Χαρακτηριστική περίπτωση του διεκπεραιωτικού τρόπου εξέτασης, από υγειονομική επιτροπή, της καταλληλότητας υποψηφίου για διορισμό απετέλεσε η αναφορά ατόμου με ψυχική πάθηση και ποσοστό αναπηρίας 67% οφειλόμενο σε αυτήν. Το άτομο με αναπηρία έλαβε μέρος σε προκήρυξη του Α.Σ.Ε.Π. και συμπεριλήφθηκε στον πίνακα διοριστέων βάσει της ποσόστωσης υπέρ των ατόμων με αναπηρία, σε θέση του κλάδου ΥΕ εργατών καθαριότητας.

Όταν παραπέμφθηκε, από το Δήμο όπου διορίστηκε, για εξέταση από παθολόγο ή γενικό ιατρό και ψυχίατρο, προκειμένου να κριθεί η σωματική και ψυχική του υγεία και η φυσική του καταλληλόλητα για την άσκηση των καθηκόντων της θέσης διορισμού του, η γνωμάτευση που προσκόμισε όριζε ότι είναι ικανός για την άσκηση των καθηκόντων της θέσης, εφόσον συνέχιζε την αγωγή του. Παρά ταύτα, ο Δήμος δεν προχωρούσε στο διορισμό του μέχρι τη μεταβολή του ως άνω νομοθετικού πλαισίου για την αλλαγή της διαδικασίας κρίσης της καταλληλότητας και την έκδοση της υπ’ αριθμ. 88/2020 γνωμοδότησης του Ν.Σ.Κ. για την αναδρομική εφαρμογή στις εκκρεμείς υποθέσεις. Ως εκ τούτου, παραπέμφθηκε εκ νέου στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, η οποία τον έκρινε ακατάλληλο για τα καθήκοντα της θέσης του, παρά την αντίθετη γνωμάτευση του Διευθυντή Ψυχιατρικού Νοσοκομείου (29).

Η Αρχή είχε επισημάνει σε έγγραφη παρέμβασή της ότι, σύμφωνα με το νέο νο- μικό πλαίσιο, εναπόκειται στην Επιτροπή να εκφράσει την τελική άποψη ως προς το ζήτημα το οποίο συνιστά πλέον αρμοδιότητά της, σε κάθε περίπτωση, όμως, η απόφασή της σε σχέση με την καταλληλότητα του υποψηφίου θα πρέπει να είναι πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένη. Στην ανωτέρω υπόθεση, η αρνητική απόφαση της Επιτροπής γνωστοποιήθηκε στον ενδιαφερόμενο, χωρίς όμως να κοινοποιηθεί η σχετική αιτιολογία (υπόθεση ΦΥ 275693).

5.3.        Εύλογες προσαρμογές

Απαγορευμένη μορφή διάκρισης συνιστά η άρνηση εύλογων προσαρμογών για τα άτομα με αναπηρία, με βάση το άρθρο 2 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία και την περίπτωση η΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4443/2016. Ως εύλογες προσαρμογές νοούνται οι απαραίτητες και κατάλληλες τροποποιήσεις, ρυθμίσεις και ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση και οι οποίες δεν επιβάλλουν δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος στον εργοδότη, (30) προκειμένου να διασφαλιστεί για τα άτομα με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Τα παραπάνω βρίσκουν εφαρμογή στους όρους πρόσβασης στην εργασία και την απασχόληση, εν γένει, στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, καθώς και την απόλυση. (31)

Στην πράξη, ωστόσο, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ο Συνήγορος διαπιστώνει τη μη παροχή εύλογων προσαρμογών από τον εργοδότη ή έστω την έλλειψη εξοικείωσής του με ό,τι συνεπάγεται η συγκεκριμένη υποχρέωση, με αποτέλεσμα την αδυναμία ή δυσκολία του εργαζόμενου να ανταποκριθεί με επιτυχία στα καθήκοντα του. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί ο εργοδότης δεν γνωρίζει την εκ του νόμου υποχρέωση του για παροχή εύλογων προσαρμογών, είτε γιατί αντιλαμβάνεται την ανάγκη του εργαζόμενου με αναπηρία ή χρόνια πάθηση για εύλογες προσαρμογές, προκειμένου να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στα καθήκοντά του, ως απροθυμία ή ακαταλληλότητα για την άσκηση συγκεκριμένων καθηκόντων. Ως χαρακτηριστικές αναφέρονται οι ακόλουθες υποθέσεις.

Α)           Άρνηση Δήμου για ανάθεση επί μέρους καθηκόντων σε εργάτη καθαριότητας με νοητική αναπηρία

Ο Συνήγορος διερεύνησε καταγγελία σχετικά με την άρνηση Δήμου της Αττικής να προχωρήσει σε διορισμό ατόμου, με διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή και ήπια νοητική στέρηση, σε θέση τακτικού προσωπικού κλάδου/ειδικότητας ΥΕ Εργατών Καθαριότητας. Ο αναφερόμενος είχε συμμετάσχει στην υπ’ αριθμ. 3Κ/2018 προ- κήρυξη του Α.Σ.Ε.Π. για προσλήψεις προσωπικού σε Ο.Τ.Α. και, αρχικά, με βάση τον προσωρινό πίνακα αποτελεσμάτων, εργάστηκε ως εργάτης καθαριότητας σε διαφορετικό Δήμο για διάστημα 19 μηνών, χωρίς κατά το εν λόγω διάστημα να έχει προκύψει πλημμελής άσκηση των καθηκόντων του. Κατά τη διαδικασία διορισμού στο Δήμο της οριστικής του τοποθέτησης, ο αναφερόμενος παραπέμφθηκε στην αρμόδια Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή για την έκδοση της απαιτούμενης γνωμάτευσης περί καταλληλότητάς του για την άσκηση του συνόλου των καθηκόντων της θέσης. Έπειτα από παραπομπή από την Επιτροπή, εξετάστηκε από Διευθύντρια Ψυχιατρικής Κλινικής.

Η τελευταία πιστοποίησε ότι ο αναφερόμενος δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της αποκομιδής απορριμμάτων χειρωνακτικά, της αποκομιδής απορριμμάτων ως συνοδός σε απορριμματοφόρο όχημα και της αποκομιδής ογκωδών αντικειμένων, μπορούσε όμως να εργαστεί σε καθαρισμό κοινόχρηστων χώρων χειρωνακτικά, με τον ανάλογο εξοπλισμό από τον Δήμο, δεδομένου ότι στο παρελθόν είχε αυτού του είδους την εργασία. Πιστοποιήθηκε, επίσης, ότι η εργασία αυτού του είδους θα συνέβαλε στην περαιτέρω βελτίωση της ψυχικής του υγείας. Εν τούτοις, η Επιτροπή γνωμάτευσε ακολούθως ότι ο αναφερόμενος δεν ήταν σε θέση να εκτελέσει το σύνολο των καθηκόντων της θέσης και ο Δήμος αρνήθηκε να εξετάσει έστω το ενδεχόμενο να απασχολήσει τον αναφερόμενο σε καθήκοντα τα οποία θα μπορούσε αποδεδειγμένα να εκτελεί. Παράλληλα, ο Δήμος δεν απέδειξε ότι δεν υπήρχαν ανάγκες για καθαριστές κοινόχρηστων χώρων ή οδοκαθαριστές.

Ο Δήμος θεώρησε πως η ενδεχόμενη προσαρμογή των καθηκόντων της θέσης στις δυνατότητες του ενδιαφερόμενου και η ανάθεση σε αυτόν μόνον των καθηκόντων εκείνων, τα οποία έχει την ικανότητα να εκτελεί, θα αποτελούσε παράνομη ενέργεια έναντι άλλων υποψηφίων που δεν θα συμμετείχαν σε μια αντίστοιχη προκήρυξη. Ωστόσο, από τη στιγμή που ο προσφεύγων κρίθηκε διοριστέος στην επίμαχη προκήρυξη, η παράλειψη λήψης κατάλληλων μέτρων για τη διασφάλιση της ικανότητάς του να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένα καθήκοντα της προκηρυχθείσας θέσης εργασίας στοιχειοθετεί, κατά την εκτίμηση του Συνηγόρου, διάκριση σε βάρος του σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία (32) και, υπό αυτή την έννοια, παράλειψη νόμιμης ενέργειας του Δήμου.

Εν κατακλείδι, η αρμόδια υπηρεσία δεν απέδειξε ότι εξάντλησε κάθε περιθώριο προκειμένου να καταστεί δυνατή η πρόσληψη του ενδιαφερόμενου, λαμβανομένου υπόψη ότι αποδεδειγμένα διέθετε την ικανότητα ανταπόκρισης σε συγκεκριμένα καθήκοντα της προκηρυχθείσας θέσης. Κατόπιν των ανωτέρω, ο Συνήγορος εκπόνησε Πόρισμα και κάλεσε τον Δήμο να προβεί στην ολοκλήρωση της διαδικασίας πρόσληψης του ενδιαφερόμενου (υπόθεση ΦΥ 281053).

Β)           Υποχρέωση μέριμνας του εργοδότη να λάβει μέτρα εύλογων προσαρμογών

Εργαζόμενη που έπασχε από επιληψία τοποθετήθηκε σε θέση εργάτριας σε επιχείρηση επεξεργασίας και τυποποίησης ελαιών, αρχικά στην παραγωγή και στη συνέχεια στο πλύσιμο των βαρελιών. Η εργαζόμενη ανέφερε ότι είχε ενημερώσει εξαρχής για την πάθησή της και την ανάγκη να παραμένει σε κλειστό χώρο κατά την εκτέλεση της εργασίας της, αλλά η επιχείρηση δεν παρέλαβε τα δικαιολογητικά που προσκόμισε σε σχέση με την πάθησή της και, αργότερα, την μετακίνησε για να εργαστεί σε εξωτερικό χώρο. Η εργαζόμενη υποστήριξε ότι η απασχόλησή της σε εξωτερικό χώρο, κάτω από τον ήλιο, είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος υγείας της και την αύξηση της φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνει.

Στην εργατική διαφορά που διεξήχθη, κατόπιν της απόλυσης της εργαζομένης, ο εργοδότης υποστήριξε ότι ο βασικός λόγος απόλυσης ήταν ότι «ζητούσε σε κάθε πόστο-θέση εργασίας αλλαγή γιατί δεν μπορούσε». Στη συνέχεια, ο εργοδότης υποστήριξε ότι δεν είχε ποτέ ενημερωθεί για τα προβλήματα υγείας της εργαζόμενης, για τα οποία ενημερώθηκε για πρώτη φορά από το αρμόδιο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, και ότι μοναδικό αίτημά της ήταν να εργάζεται σε πρωινό ωράριο, χωρίς την επίκληση λόγων υγείας ή την προσκόμιση ιατρικών στοιχείων, το οποίο έγινε αποδεκτό. Όσον αφορά την επαφή με τον ήλιο, υποστήριξε ότι δεν ήταν άμεση διότι εργαζόταν κάτω από το υπόστεγο, ενώ η ηλιοφάνεια τους μήνες αυτούς ήταν περιορισμένη.

Ο Συνήγορος διαπίστωσε ότι ο εργοδότης, μολονότι ισχυρίσθηκε ότι δεν γνώριζε το πρόβλημα υγείας της εργαζομένης πριν την λύση της εργασιακής σχέσης και της καταγγελίας στο αρμόδιο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων, δεν απέδειξε ότι έλαβε μέριμνα να εξετάσει το ενδεχόμενο των αναγκαίων εύλογων προσαρμογών, δεδομένου ότι η εργαζόμενη ζητούσε την αλλαγή της θέσης εργασίας λόγω αδυναμίας εκτέλεσης των καθηκόντων της.

Περαιτέρω, συνεκτιμώντας ότι α) η εργαζόμενη δεν επιθυμούσε να επιστρέψει στην εργασία της, β) η εργασία σε εξωτερικό στεγασμένο χώρο κατά τους μήνες Μάρτιο-Μαϊο, σε περιοχή όπου η μέση τιμή της θερμοκρασίας δεν ξεπερνά τους 19 και 24 βαθμούς αντίστοιχα και η ηλιοφάνεια είναι σποραδική, δεν ισοδυναμεί με έκθεση σε ηλιοφάνεια, δηλαδή σε συνθήκες που δύνανται να επιδεινώσουν την υγεία της ενδιαφερόμενης και γ) το γεγονός ότι από τα ιατρικά πιστοποιητικά που προσκόμισε η εργαζόμενη δεν προέκυψε η επιδείνωση της υγείας της, ο Συνήγορος εισηγήθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας την παροχή συστάσεων ως προς την επιμελή τήρηση της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη και την τήρηση της νομοθεσίας για την απαγόρευση των διακρίσεων, καθώς και τη λήψη μέτρων εύλογων προσαρμογών (υπόθεση ΦΥ 283938).

5.4.        Θετική δράση

Η θετική δράση συνδέεται με το ιδεώδες της ουσιαστικής ισότητας και με τη διαπίστωση ότι η τυπική ισότητα, ως αποχή από τις διακρίσεις, δεν αρκεί από μόνη της να άρει τη μειονεκτικότητα που βιώνουν τα άτομα με αναπηρία ως αποτέλεσμα των συστημικών διακρίσεων. Στον τομέα της απασχόλησης -με κριτήριο τις αναφορές που υποβάλλονται στο Συνήγορο- η ειδική ποσόστωση υπέρ των ατόμων με αναπηρίες στις προσλήψεις στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα είναι, εδώ και δεκαετίες, το μέτρο θετικής δράσης που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της συγκεκριμένης ομάδας, ακολουθούμενο από την παροχή κινήτρων σε εργοδότες του ιδιωτικού τομέα για πρόσληψη ατόμων με αναπηρία.

Α)           Ενεργοποίηση διατάξεων του ν. 2643/1998 για προσλήψεις στο δημόσιο τομέα

Η διαδικασία προσλήψεων με βάση τον ν. 2643/1998 (Α΄ 220) και την ειδική ποσόστωση για άτομα με αναπηρία στις προσλήψεις του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα δεν είχε ενεργοποιηθεί από το 2014, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός θέσεων που προορίζονταν για τη συγκεκριμένη κατηγορία να παραμένει κενός. Σε συνέχεια αναφορών που υποβλήθηκαν από το τέλος του 2020, ο Συνήγορος, απευθυνόμενος στο Υπουργείο Εργασίας, υπέδειξε ενδεικτικά θέσεις που είχαν προβλεφθεί τα τελευταία τρία (3) χρόνια και ζήτησε να ενημερωθεί για τις ενέργειες στις οποίες προτίθεται το Υπουργείο να προβεί, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, για την πλήρωση του συνόλου των θέσεων αυτής της κατηγορίας.

Η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων ξεκίνησε με τη δημοσίευση, στις 28 Ιουλίου 2021, της σχετικής απόφασης (33) του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και η υποβολή των αιτήσεων πραγματοποιήθηκε το διάστημα από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι τις 5 Οκτωβρίου 2021. (34)

Β) Ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και Ο.Α.Ε.Δ.

Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία και, ειδικότερα, ο στόχος 14 (Εργασία και Απασχόληση για όλους) προέβλεπε την τροποποίηση του Προγράμματος επιχορήγησης επιχειρήσεων και εργοδοτών για την απασχόληση, σε θέσεις πλήρους και μερικής απασχόλησης, 2.000 ανέργων Ατόμων Ευπαθών Κοινωνικών Ομάδων. Η παροχή κινήτρων περιελάμβανε αύξηση της επιχορήγησης νέας θέσης εργασίας από 70% σε 90% του συνολικού -μισθολογικού και μη- κόστους (συμπεριλαμβανομένων των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος αδείας στον ιδιωτικό τομέα), αύξηση στο μέγιστο ποσό επιχορήγησης (από τα 700 στα 800 ευρώ για θέση πλήρους απασχόλησης και από τα 350 στα 400 ευρώ μηνιαίως για θέση μερικής απασχόλησης) και, τέλος, απάλειψη της προϋπόθεσης δίμηνης εγγραφής στα μητρώα ανέργων ή της δέσμευσης απασχόλησης μετά τη λήξη της επιχορήγησης για τους μη μακροχρόνια ανέργους, ώστε να μπορούν να προσληφθούν όλοι οι εγγεγραμμένοι άνεργοι που προέρχονται από Ευπαθείς Κοινωνικές Ομάδες.

Με τις νέες προβλέψεις, η δυνατότητα πρόσληψης άνεργων ατόμων με αναπηρία επεκτάθηκε, πέραν των επιχειρήσεων των Δήμων/Περιφερειών και των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, και σε δημόσιες επιχειρήσεις, φορείς και οργανισμούς που ασκούν οικονομική δραστηριότητα. Δόθηκε δε η δυνατότητα στις επιχειρήσεις και τους συνεταιρισμούς που εντάσσονται στο εν λόγω πρόγραμμα να ενταχθούν και στο Πρόγραμμα Εργονομικής Διευθέτησης του χώρου εργασίας. Στόχος του προγράμματος ήταν αφενός η αύξηση του ρυθμού κάλυψης των θέσε- ων με αντίστοιχη μείωση του αριθμού εγγεγραμμένων ανέργων που είναι Άτομα με Αναπηρίες, αφετέρου η ενσωμάτωση της διάστασης της αναπηρίας σε όλες τις πολιτικές του Ο.Α.Ε.Δ.

Μετά τις τροποποιήσεις (35) που επήλθαν στην υπ’ αρ. 38839/838/22.08.2017 (Β΄2963) κοινή υπουργική απόφαση «Ειδικό Πρόγραμμα ενίσχυσης εργοδοτών για την πρόσληψη 2.000 ανέργων Ατόμων με Αναπηρίες (ΑμεΑ), Απεξαρτημένων από εξαρτησιογόνες ουσίες, Αποφυλακισμένων, Νεαρών Παραβατικών Ατόμων ή Νεαρών Ατόμων που βρίσκονται σε κοινωνικό κίνδυνο και Πρόγραμμα Επιχορήγησης 50 θέσεων Εργονομικής Διευθέτησης του χώρου εργασίας για Άτομα με Αναπηρίες (ΑμεΑ)», οι κατηγορίες των ωφελουμένων του Προγράμματος διευρύνθηκαν, με αποτέλεσμα να περιληφθούν και οι άνεργες γυναίκες θύματα έμφυλης βίας, τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων και άτομα εγγεγραμμένα στο Εθνικό Μητρώο Ανηλίκων του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ε.Κ.Κ.Α.) που συνεχίζουν να διαμένουν μετά την ενηλικίωσή τους σε Μονάδες Παιδικής Προστασίας και Φροντίδας.

Άνεργοι/άνεργες με αναπηρία προσέφυγαν στο Συνήγορο του Πολίτη διαμαρτυρόμενοι, καθώς είχαν προσπαθήσει -χωρίς αποτέλεσμα- να ενημερώσουν επιχειρήσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού αλλά και επιχειρήσεις και φορείς του Δημοσίου ως προς το Πρόγραμμα για την πρόσληψη Ατόμων με Αναπηρίες, προκειμένου να ενταχθούν σε αυτό ως ωφελούμενοι. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Ο.Α.Ε.Δ. ενημέρωναν τα άτομα με αναπηρία ότι πρέπει να αναζητήσουν οι ίδιοι τις επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να τους προσλάβουν. Το πρόγραμμα, ωστόσο, δεν εξελισσόταν ικανοποιητικά με συνέπεια την επιμήκυνση της οικονομικής τους επισφάλειας.

Ο Συνήγορος του Πολίτη απευθύνθηκε στους αρμόδιους υπουργούς, επισημαίνοντας ότι:

–              Το ειδικό Πρόγραμμα ενίσχυσης εργοδοτών για την πρόσληψη ανέργων Ατόμων με Αναπηρίες, Απεξαρτημένων από εξαρτησιογόνες ουσίες, Αποφυλακισμένων, Νεαρών Παραβατικών Ατόμων ή Νεαρών Ατόμων που βρίσκονται σε κοινωνικό κίνδυνο φαίνεται να απευθύνεται σήμερα μόνο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και όχι σε φορείς και Οργανισμούς του Δημοσίου, αφήνοντας για περισσότερο χρόνο εκτός εργασίας τα άτομα με αναπηρία. Οι φορείς του Δημοσίου και οι Οργανισμοί δεν γνωρίζουν για το πρόγραμμα και δεν δύνανται να συμμετέχουν σε αυτό, καθώς θα πρέπει να προβλέψουν εγκαίρως τη συμμετοχή τους και να προκαταβάλουν τις απαραίτητες εισφορές και δα- πάνες πριν λάβουν την επιχορήγηση.

–              Θα πρέπει να εξετασθεί η δυνατότητα εφαρμογής του Προγράμματος με ειδική στόχευση στα άτομα με αναπηρία και να αναπτυχθεί κατάλληλος στρατηγικός σχεδιασμός ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης των δικαιούχων φορέων. Τα προγράμματα προς όλες τις Ευπαθείς Κοινωνικές Ομάδες δεν μπορούν να έχουν αποτελεσματικότητα χωρίς να εφαρμοστεί συγκεκριμένη πολιτική ενημέρωσης και προώθησης. Η διάδοση των προγραμμάτων του Οργανισμού προς τους εργοδότες προϋποθέτει συνέργειες, ενώ οι δικαιούχοι φορείς θα πρέπει να κατανοούν τις λεπτομέρειες των παροχών αλλά και το σημαντικό πλαίσιο της παρέμβασης ειδικά για τα άτομα με αναπηρία.

–              Ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να αξιοποιήσει τη μεγάλη εμπειρία που διαθέτει από την υλοποίηση προγραμμάτων κοινωφελούς χαρακτήρα και να αναπτύξει μια πολιτική ενημέρωσης που δεν θα περιορίζεται σε ένα πρόγραμμα Νέων Θέσεων Εργασίας (ΝΘΕ) που απευθύνεται κυρίως σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, τα άτομα με αναπηρία θα πρέπει να καλύψουν θέσεις κατάλληλες σε σχέση με τα προσόντα τους και όχι απλά να καταλάβουν μια θέση εργασίας. Είναι απαραίτητο να διασφαλιστούν οι εγκεκριμένοι πόροι και τα απαραίτητα μέσα στον Ο.Α.Ε.Δ. προκειμένου, στο πλαίσιο των ενεργητικών πολιτικών που εφαρμόζει, να χαρτογραφηθεί ο άνεργος καταγεγραμμένος πληθυσμός των ατόμων με αναπηρία ανά ηλικία, φύλο, εκπαίδευση, κατηγορία αναπηρίας/βαθμό σωματικής και διανοητικής ικανότητας.

Μετά από πέντε τροποποιήσεις της οικείας Δημόσιας Πρόσκλησης, τα άτομα με αναπηρία διαπιστώνουν ότι οι Δήμοι δεν έχουν πλέον Ν.Π.Ι.Δ. που ασκούν τακτικά οικονομική δραστηριότητα, αρκετές δημόσιες επιχειρήσεις έχουν σταματήσει να λειτουργούν, ενώ Αναπτυξιακοί Οργανισμοί, οι οποίοι έδειξαν ενδιαφέρον για την πρόσληψη ατόμων με αναπηρία, δεν εντάσσονται στο εν λόγω πρόγραμμα. Τέλος, σε επικοινωνία της Αρχής με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Ο.Α.Ε.Δ., προέκυψε ότι οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα προτιμούν την πρόσληψη ατόμων προερχόμενων από τις λοιπές κοινωνικές κατηγορίες του προγράμματος και όχι τα άτομα με αναπηρία (υποθέσεις ΦΥ 278289, 305417).

21. Βλ. § 10-11 του Γενικού Σχολίου Νο.6 (2018) της Επιτροπής της Σύμβασης για την Ισότητα και τη Μη Διάκριση (διαθέσιμη στα αγγλικά): https://digitallibrary.un.org/record/1626976/files/CRPD_C_GC_6-EN.pdf

22. Άρ. 34 ΣΔΑμεΑ.

23. Βλ. άρθρο 72 του ν. 4488/2017 (Α΄ 137) και άρθρο 14 του ν. 4443/2016 (Α΄ 232).

24. Βλ. αντί άλλων απόφαση ΔΕΕ της 9ης Μαρτίου 2017 στην υπόθεση C-406/15, Milkova, σκέψεις 51-57, με περαιτέρω παραπομπές σε προγενέστερη νομολογία.

25. ν. 3528/2007 (Α΄ 26).

26. Ίδια ρύθμιση προβλέπεται και στην παρ. 3 του άρ. 48 του ν. 4674/2020 (Α΄ 53) για τους υποψήφιους υπαλλήλους σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

27. Αριθμ. 88/2020.

28. Βλ. Ειδική Έκθεση 2020 Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, σελ. 56-57.

29. Η γνωμάτευση ανέφερε ειδικότερα: «Κρίνεται ότι είναι σε θέση να ασκήσει υπεύθυνα και σταθερά βιοποριστικό επάγγελμα κατατασσόμενος στη θέση τακτικού προσωπικού (μόνιμου υπαλλήλου του κλάδου ΥΕ ΕΡΓΑΤΩΝ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ), προκειμένου να εκτελεί άπα- ντα ανεξαιρέτως τα καθήκοντα της θέσης αυτής, δηλαδή της αποκομιδής απορριμμάτων (χειρωνακτικά με τον ανάλογο εξοπλισμό που χορηγείται από το Δήμο), της αποκομιδής απορριμμάτων ως συνοδός σε απορριμματοφόρο όχημα, της αποκομιδής ογκωδών αντικειμένων, του καθαρισμού κοινόχρηστων χώρων».

30. Περ. θ΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 και άρθρο 5 του ν. 4443/2016 (Α΄ 232).

31. Άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 4443/2016, περ. α’ και γ’.

32. Άρ. 5 του ν. 4443/2016 (Α΄ 232).

33. ΥΑ 52310/18.7.2021 (Β΄3362).

34. Βλ. Ειδική Έκθεση 2020 Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, σελ. 55.

35. Με τις υπ’ αρ. 2551/43/17.01.2019 (Β’ 66), 27354/622/06.07.2020 (Β’ 2800), 42632/22.6.2021 (Β’ 2711), 52170/1317/05.03.2021 (Β’ 899) και 4808/18.1.2022 (Β΄137) Αποφάσεις.