Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτηγια την εφαρμογή της Σύμβασης
του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (ΜΕΡΟΣ Δ)
Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη
(αρ.72 ν. 4488/2017)
για την εφαρμογή της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των
ατόμων με αναπηρία-Ιούλιος 2019 (ΜΕΡΟΣ Δ)
▌Άρθρο 20
Κινητικότητα του ατόμου
Η πρόβλεψη χώρων στάθμευσης ΑμεΑ, η απαλλαγή από τέλη
κυκλοφορίας και
ταξινόμησης, η απαλλαγή από την καταβολή διοδίων, αποτελούν
μέτρα για την ενίσχυση της κινητικότητας των ΑμεΑ. Η διευκόλυνση της μετακίνησης
των ΑμεΑ με ιδιωτικό αυτοκίνητο συνδέεται με την παροχή διευκολύνσεων στην
κυκλοφορία συγκεκριμένου οχήματος, που συχνά χαρακτηρίζεται ως «αναπηρικό».
Ωστόσο, η πλήρης διασύνδεση του δικαιώματος αποκλειστικά με συγκεκριμένο όχημα
δεν είναι πάντοτε λειτουργική. Είναι αναγκαία μια πιο ευέλικτη λύση που, αφενός
θα διασφαλίζει το ενδεχόμενο καταχρήσεων των οικονομικών ελαφρύνσεων και λοιπών
διευκολύνσεων, αλλά ταυτόχρονα δεν θα δεσμεύει το ΑμεΑ να κυκλοφορεί
αποκλειστικά με το συγκεκριμένο όχημα, το οποίο στο ενδεχόμενο βλάβης,
ατυχήματος, μεταβίβασης ή απόσυρσης, στερείται τη δυνατότητα μετακίνησης.
Ο ν. 490/1976 (ΦΕΚ 331 Α) σε συνδυασμό με το ν. 1798/1988
(ΦΕΚ 166 Α) προβλέπει την απαλλαγή από τα τέλη ταξινόμησης των επιβατικών
αυτοκινήτων με συγκεκριμένο κυλινδρισμό που προορίζονται για ανάπηρους πολίτες.
Οι προϋποθέσεις, τα δικαιολογητικά και η διαδικασία χορήγησης της απαλλαγής από
τα τέλη καθορίστηκαν με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που προβλέπει, μεταξύ
άλλων, ιατρική βεβαίωση ΚΕ.Π.Α., από την οποία προκύπτει ότι η συγκεκριμένη
πάθηση του ενδιαφερομένου είναι δια βίου. Ωστόσο, ο νόμος λαμβάνει υπόψη για τη
χορήγηση της απαλλαγής από τα τέλη ταξινόμησης την πάθηση και τη σοβαρότητά της
και όχι τη διάρκεια αυτής. Επομένως, η προϋπόθεση της πιστοποίησης δια βίου
αναπηρίας, έχει τεθεί αυθαίρετα και αντιβαίνει στην υποχρέωση διασφάλισης της
ατομικής κινητικότητας.
Η απαίτηση δια βίου αναπηρίας ως προϋπόθεση, συχνά
ερμηνευτική, για παροχές ή διευκολύνσεις αποτελεί ζήτημα που συχνά έχει
αντιμετωπίσει ο Συνήγορος. Ιδίως, στην περίπτωση των παιδιών, η απαίτηση
πιστοποίησης δια βίου αναπηρίας, καθίσταται αδύνατη, λόγω του νομικού πλαισίου,
παρότι η αναπηρία του ανηλίκου ενδέχεται να είναι σοβαρή και μόνιμη (π.χ
νοητική υστέρηση και διαταραχή αυτιστικού φάσματος) με συνέπεια να αποκλείονται
οι ανήλικοι με δια βίου σοβαρές παθήσεις και αναπηρίες από κοινωνικές παροχές
λόγω της ηλικίας τους.
▌Άρθρο 21
Ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης και πρόσβαση στην
πληροφορία
Η αδυναμία πρόσβασης στην πληροφορία, οφείλεται κυρίως στην
έλλειψη των
τεχνολογικών μέσων, των δεξιοτήτων και της κατάρτισης που θα
επέτρεπε πρόσβαση στην ηλεκτρονική πληροφόρηση. Ζητήματα ευχερούς
προσβασιμότητας ΑμεΑ υπάρχουν σε πολλούς ιστοτόπους της δημόσιας διοίκησης,
παρά τις προβλέψεις του ν. 4488/2017, για την υποχρέωση παροχής πρόσφορων μέσων
επικοινωνίας και πρόσβασης στην πληροφόρηση (αρ.65). Όλο και συχνότερα πλέον,
οι πληροφορίες που συνδέονται με την χορήγηση παροχών, την διεκδίκηση
δικαιωμάτων και λοιπών ευεργετημάτων, είναι αποκλειστικά
ηλεκτρονικές, όπως και η απαίτηση υποβολής των σχετικών αιτήσεων. Αυτό
δημιουργεί μεγάλα εμπόδια στα ΑμεΑ που δεν είναι εξοικειωμένα με τη χρήση της
τεχνολογίας και αποκόπτονται από την ενημέρωση για παροχές που μπορούν να
βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο.
▌Άρθρο 22
Σεβασμός της ιδιωτικής ζωής
Σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος για την
ακούσια νοσηλεία (2071/1992), ο Εισαγγελέας που διατάσσει, υπό προϋποθέσεις, τη
μεταφορά ασθενούς σε κατάλληλη μονάδα ψυχικής υγείας, ζητεί στη συνέχεια να
επιληφθεί το αρμόδιο Πρωτοδικείο, μέσα σε διάστημα δέκα ημερών, προκειμένου να
αποφασίσει για τη συνέχιση της αναγκαστικής νοσηλείας ή να διατάξει την άμεση
έξοδο του ασθενούς. Ο Συνήγορος διαπίστωσε ότι, κατά
τη διαδικασία κλήτευσης του ψυχικά πάσχοντος, το έγγραφο της
εισαγγελικής αίτησης με την πράξη ορισμού δικασίμου θυροκολλείται στην κατοικία
του τελευταίου, χωρίς να λαμβάνονται μέτρα για την προστασία της ιδιωτικής ζωής
του ψυχικά πάσχοντος. Σε αυτό αναγράφονται πληροφορίες σχετικά με την ψυχική
του πάθηση, την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, τα στοιχεία των ψυχιάτρων που
τον εξέτασαν, τη δομή ψυχικής υγείας στην οποία παραπέμπεται για να νοσηλευθεί,
την εκτίμηση περί αποκλεισμού θεραπείας ή επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας
του σε περίπτωση παράλειψης νοσηλείας, κ.ο.κ. Ο Συνήγορος έχει εκφράσει την
ανησυχία του για την άκρως στιγματιστική αυτή πρακτική εις βάρος των ψυχικά
πασχόντων πολιτών, υπενθυμίζοντας ότι, σύμφωνα με το άρθρο 22 της Σύμβασης, τα
άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα προστασίας από το νόμο έναντι τέτοιων
παρενοχλήσεων ή προσβολών. Με δεδομένο ότι η ίδια η νομοθεσία που διέπει την
ακούσια νοσηλεία προβλέπει ότι το δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση
αναγκαστικής νοσηλείας συνεδριάζει κεκλεισμένων των θυρών, για να προστατεύεται
η ιδιωτική ζωή του ασθενούς, θα πρέπει να αποφεύγονται ανάλογες πρακτικές σε
οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
▌Άρθρο 24
Εκπαίδευση
Παρά τις θετικές αλλαγές που έχουν προωθηθεί35 και τις
εξαγγελθείσες ενταξιακές πολιτικές συστηματικά διαπιστώνονται προβλήματα σε
σχέση με την οργάνωση, τους πόρους, το ανθρώπινο δυναμικό, τα προγράμματα και
τις μεθόδους διδασκαλίας, το εκπαιδευτικό υλικό, τις αντιλήψεις και τις
πρακτικές στην εκπαίδευση των παιδιών με αναπηρία. Μέχρι στιγμής, δεν έχει
καταστεί δυνατή στην πράξη η λειτουργία ενός συστήματος συνεκπαίδευσης. Η
εκπαίδευση παρέχεται σε γενικά σχολεία, με ειδικά εκπαιδευτικά μέτρα τα τμήματα
ένταξης και την παράλληλη στήριξη, ως εξατομικευμένο μέτρο, και σε διαχωρισμένα
ειδικά σχολεία. Ο ν.4547/2018 (ΦΕΚ Α΄ 102) για τις δομές υποστήριξης της
πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές, δεν
φαίνεται ακόμη με ποιο τρόπο θα έχει θετικό αντίκτυπο στο δικαίωμα των μαθητών
με αναπηρίες στην εκπαίδευση.
Ενδεικτικά αναφέρονται προβλήματα που συνεχίζουν να
υφίστανται:
► Η ΕΑΕ παρέχεται κυρίως, από προσωρινό(αναπληρωτές
εκπαιδευτικούς) και πάντως, μη επαρκώς εξειδικευμένο προσωπικό.
► Δεν παρέχεται η κατάλληλη παράλληλη στήριξη λόγω του
μειωμένου χρόνου διάρκειας του εκπαιδευτικού μέτρου και έλλειψης εξειδικευμένου
προσωπικού και δεν καλύπτεται το σύνολο των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών των
μαθητών με αναπηρία από τα Τμήματα Ένταξης.
► Απουσιάζουν ειδικά και εξατομικευμένα εκπαιδευτικά
προγράμματα,
προσαρμοσμένα στις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες των
μαθητών, με αντίστοιχη προσαρμογή του εκπαιδευτικού - διδακτικού υλικού και του
ηλεκτρονικού εξοπλισμού και η συστηματική παρέμβαση σε Σχολικές Μονάδες Ειδικής
Αγωγής και Εκπαίδευσης ΣΜΕΑΕ (εργοθεραπεία, λογοθεραπεία, φυσιοθεραπεία,
ψυχολογική υποστήριξη).
► Δεν υπάρχουν γενικευμένα προγράμματα συνεκπαίδευσης μεταξύ
γενικών και ειδικών σχολείων -παρά τις προβλέψεις του νόμου 4368/201638
► Υπάρχει έλλειψη διασύνδεσης των σχολείων με υπηρεσίες στην
κοινότητα
► Δεν υφίστανται δομές και προγράμματα για τη δια βίου
εκπαίδευση παιδιών με αναπηρίες, ιδίως σε θέματα λειτουργικότητας,
αυτοεξυπηρέτησης και καθημερινής διαβίωσης.
► Τα κονδύλια που διατίθενται δεν αντιστοιχούν στις
νομοθετικές προβλέψεις και τις πραγματικές, διαπιστωμένες ανάγκες των μαθητών
με αναπηρία σε σχέση με το σύνολο των μαθητών.
► Είναι αναγκαία η ευαισθητοποίηση και η διαμόρφωση νέων
αντιλήψεων για την ενσωμάτωση των μαθητών με αναπηρία στη σχολική κοινότητα των
γενικών σχολείων (εκπαιδευτικών, γονέων, μαθητών) Όσον αφορά την τριτοβάθμια
εκπαίδευση, πέρα από τα υφιστάμενα νομοθετικά μέτρα που
αφορούν τη δυνατότητα εισαγωγής στα ανώτατα εκπαιδευτικά
ιδρύματα, πρέπει να ληφθεί μέριμνα για τη διασφάλιση όλων των αναγκαίων μέσων
προς τον σκοπό της ουσιαστικής και ισότιμης απόλαυσης του δικαιώματος στην
εκπαίδευση, όπως ενδεικτικά η μεταφορά των φοιτητών με αναπηρίες και η
προσβασιμότητά τους τόσο στις υποδομές (αίθουσες, βιβλιοθήκες, εργαστήρια) όσο
και τα εκπαιδευτικά μέσα.
▌Άρθρο 25
Υγεία
Η πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας συνδέεται με την
κοινωνική ασφάλιση, τμήμα των παροχών της οποίας αποτελούν οι πληρωμές
υπηρεσιών υγείας που καλύπτουν εργαζόμενους, συνταξιούχους και τα μέλη των
οικογενειών τους. Παράλληλα, με ειδική νομοθεσία, δόθηκε μέσω της Πρόνοιας
πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, σε όλους τους ανασφάλιστους, τους
ασφαλισμένους που οφείλουν εισφορές και τους αλλοδαπούς –όταν πρόκειται για
ΑμεΑ ανεξάρτητα από το καθεστώς διαμονής τους- και τις οικογένειες τους.
Ωστόσο, η κάλυψη αυτή, είτε μέσω της κοινωνικής ασφάλισης είτε μέσω της
πρόνοιας, δεν συνεπάγεται την ισότιμη πρόσβαση των ΑμεΑ σε υπηρεσίες υγείας
ίδιου εύρους, ποιότητας και επιπέδου, ελεύθερης ή προσιτής υγειονομικής
περίθαλψης, όπως επιτάσσει το άρθρο 25 της Σύμβασης καθώς:
► Οι υπηρεσίες υγείας δεν εξειδικεύονται σε παροχές πρόληψης
και
αποκατάστασης και γενικότερα εξυπηρέτησης των ΑμεΑ για
γενικά προβλήματα υγείας, αλλά είναι περισσότερο εστιασμένες στις ανάγκες
πιστοποίησης της αναπηρίας (βραχεία διάρκεια γνωματεύσεων ΚΕΠΑ).
► Το κόστος συμμετοχής στη φαρμακευτική δαπάνη είναι αρκετά
υψηλό και δεν αξιοποιούνται επαρκώς τα προγράμματα απαλλαγής από αυτό, με
κριτήριο το εισόδημα σε συνδυασμό με τις ανάγκες φαρμακευτικής κάλυψης.
► Αν και η νοσοκομειακή περίθαλψη παρέχεται δωρεάν, συνήθως
απαιτείται η συμμετοχή των συγγενών των ΑμεΑ για την επίτευξη ενός
ικανοποιητικού
επιπέδου φροντίδας και οι πόροι που απαιτούνται για τη
νοσηλευτική κάλυψη
συνιστούν πρόκληση για τα εισοδήματα τους.
Τα παραπάνω συνδέονται με δομικά προβλήματα του συστήματος
υγείας και οδηγούν σε έμμεσους περιορισμούς του δικαιώματος πρόσβασης των ΑμεΑ
σε υπηρεσίες υγείας λόγω των αυξημένων αναγκών τους σε σχέση με το γενικό
πληθυσμό. Όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών υγείας από ιδιώτες, πρόσφατα
επιτράπηκε η λειτουργία ιατρείων σε κτίρια με χρήση κύριας κατοικίας. Για τα
νέα κτίρια με χρήση κατοικίας, η υποχρέωση προσβασιμότητας ισχύει μόνο για τους
εξωτερικούς κι εσωτερικούς κοινόχρηστους χώρους. Ως εκ τούτου δυσχεραίνεται η
προσβασιμότητα σε υπηρεσίες πρωτοβάθμιας υγείας, καθώς δεν απαιτείται για τη
νόμιμη λειτουργία τους η διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων των υφιστάμενων
κτιρίων κατά τρόπο που να είναι προσβάσιμος
στα άτομα με αναπηρία. Η έλλειψη προσβασιμότητας σε κτίρια
που στεγάζουν υπηρεσίες υγείας, αποτελεί υπαρκτό ζήτημα ακόμη περισσότερο για
τα υφιστάμενα κτίρια και οδηγεί σε περιορισμό των επιλογών των ΑμεΑ ως προς την
πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και σε παραβίαση του άρθρου 25 της Σύμβασης, που
ορίζει μεταξύ άλλων την υποχρέωση παροχής υπηρεσιών
ίδιου εύρους, ποιότητας και επιπέδου υπηρεσιών περίθαλψης με
τα υπόλοιπα άτομα. Τέλος, όσον αφορά τις υπηρεσίες θεραπείας και αποκατάστασης
παιδιών με αναπηρία, η Αρχή έχει διερευνήσει υποθέσεις αναφορικά με τις
διαγνώσεις που αφορούν στο ποσοστό αναπηρίας και τις ειδικές θεραπείες για τα
παιδιά με αναπηρία. Ως βασικά προβλήματα
έχουν προκύψει τα εξής:
► η διαδικασία εξέτασης ανηλίκων από τις υγειονομικές
επιτροπές των ΚΕΠΑ σε χώρους μη φιλικούς προς το παιδί σε συνδυασμό με την
έλλειψη κατάλληλων ειδικοτήτων ιατρών, εξειδικευμένων για παιδιά
► η μη απόδοση ποσοστού αναπηρίας αόριστης χρονικής
διάρκειας σε
ανήλικους, για μη αναστρέψιμες παθήσεις -οι οποίες σε
ενήλικους προσδίδουν
ποσοστό αναπηρίας αόριστης χρονικής διάρκειας- με συνέπεια
την ταλαιπωρία
των παιδιών αλλά και τη στέρηση ορισμένων κοινωνικών
παροχών,
► η καθυστέρηση εκκαθάρισης και καταβολής των δαπανών
ειδικών θεραπειών, με δεδομένο ότι οι γονείς αδυνατούν να διασφαλίσουν τους
πόρους για την κάλυψη των ειδικών θεραπειών υπό τις παρούσες
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και ότι δεν παρέχονται αντίστοιχες υπηρεσίες από
δημόσιους φορείς υγείας
► η μη κάλυψη όλων των αναγκαίων ειδικών θεραπειών, σε είδος
και αριθμό, από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ σε συνέχεια πρόσφατων αλλαγών του νομικού
πλαισίου από τις οποίες δεν προκύπτει ένα πλαίσιο σταθερότητας και ασφάλειας
για τους ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας προς όφελος των παιδιών με αναπηρίες
► η ανάγκη θεσμικής αποτύπωσης κατάλληλων όρων και
προδιαγραφών για την παροχή ειδικών θεραπειών από ιδιωτικά κέντρα που παρέχουν
υπηρεσίες υγείας και αποκατάστασης σε παιδιά.
▌Άρθρο 27
Εργασία και Απασχόληση
Το πεδίο προστασίας του ν. 3305/2005 για την αρχή της ίσης
μεταχείρισης στην απασχόληση και την εργασία (βλ. παρατηρήσεις στο άρθρο 5)
διευρύνθηκε με τις ρυθμίσεις του ν. 4443/2016, καθώς συμπεριλήφθηκε η χρόνια
πάθηση στους ορισμούς των λόγων για τους οποίους απαγορεύονται οι διακρίσεις
στην εργασία και την απασχόληση και προβλέφθηκε στενή συνεργασία μεταξύ της
Αρχής, που έχει την αρμοδιότητα να διερευνήσει
αν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης στην
εργασία και του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Ε.Π.Ε.) που είναι αρμόδιο να
επιβάλλει κυρώσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.5 του ν. 4443/201643, όταν το
Σ.Ε.Π.Ε. παραλαμβάνει καταγγελίες σχετικά με την παραβίαση της αρχής της ίσης
μεταχείρισης, υποχρεούται να διερευνήσει την υπόθεση και να ενημερώσει άμεσα το
Συνήγορο του Πολίτη, σε περίπτωση δε που ο τελευταίος εκδώσει πόρισμα όπου διαπιστώνει
παραβίαση, το Σ.Ε.Π.Ε. δεσμεύεται από το διατακτικό του πορίσματος και μπορεί
να μην το εφαρμόσει μόνο, με παράθεση πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Από την έναρξη εφαρμογής του νόμου, ο Συνήγορος έχει κρίνει σε αρκετές
περιπτώσεις ότι υπήρξε διάκριση λόγω αναπηρίας στην απασχόληση και έχει
εισηγηθεί την επιβολή προστίμου από το ΣΕΠΕ. Οι υποθέσεις που αφορούν διάκριση
λόγω αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης εμφανίζουν σταδιακή αύξηση και εξετάζονται από
ειδικό θεματικό τομέα της Αρχής. Εκείνο που διαπιστώνεται είναι ότι αφορούν
λιγότερο τον ιδιωτικό και περισσότερο το δημόσιο τομέα, γεγονός που αναδεικνύει
και το έλλειμμα ενημέρωσης και διάχυσης της σχετικής πληροφορίας που
παρατηρείται στο πεδίο της απασχόλησης και της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
Για το λόγο αυτό, ο Συνήγορος έχει αναλάβει ειδικές δράσεις με στόχο τη
συστηματική επαφή και ενημέρωση των Επιθεωρήσεων Εργασίας, για το νέο θεσμικό
πλαίσιο, ώστε να εντοπίζονται οι υποθέσεις που μπορεί να αφορούν διάκριση λόγω
αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης και να διαβιβάζονται στο Συνήγορο του Πολίτη.
Παράλληλα, η Αρχή έχει διανείμει ενημερωτικό υλικό46 κι έχει οργανώσει
επισκέψεις στις Επιθεωρήσεις
Εργασίας σε όλη τη χώρα και προτίθεται να εντείνει τις
προσπάθειες της στον τομέα αυτό. Όσον αφορά τα θετικά μέτρα που μνημονεύονται
στο άρθρο 7 παρ.2 του ν. 4443/2017 για την προστασία των ατόμων με αναπηρία
αποτελούν καταλυτικής σημασίας σχεδιασμό για την πρόσβαση των ΑμεΑ στην αγορά
εργασίας, η οποία σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία είναι περιορισμένη. Βασικό
εργαλείο στο σχεδιασμό αυτό, αποτελεί ο ν. 2643/1998, με τον οποίον ορίζονται
συγκεκριμένες ποσοστώσεις για τις προσλήψεις ατόμων με αναπηρία για θέσεις που
προκηρύσσονται στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Από την εμπειρία της Αρχής,
οι ρυθμίσεις αυτές σε γενικές γραμμές τηρούνται για το δημόσιο τομέα, έχουν
όμως εξαιρετικά περιορισμένη εφαρμογή στον ιδιωτικό τομέα. Η Αρχή έχει
επισημάνει στο Υπουργείο Εργασίας ότι η διάταξη εμφανίζεται ανενεργή για τον
ιδιωτικό τομέα τα τελευταία δέκα χρόνια και αναμένει την απάντηση του σχετικά
με τις προθέσεις του για την ενεργοποίηση της.
Βασική πρόνοια που μεταφέρθηκε στη νομοθεσία κατά των
διακρίσεων λόγω αναπηρίας στην εργασία, είναι η πρόβλεψη των εύλογων
προσαρμογών ως υποχρέωση του εργοδότη απέναντι στον εργαζόμενο με αναπηρία ή
χρόνια πάθηση, ώστε να μπορεί ο τελευταίος να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας,
να ασκεί αυτή, να εξελίσσεται και να καταρτίζεται (άρθρο 5 ν. 4443/2017). Ως
εύλογες προσαρμογές, νοούνται όλα τα «ενδεδειγμένα κατά περίπτωση»
μέτρα, συνεπώς οτιδήποτε διευκολύνει τον εργαζόμενο
αντισταθμίζοντας τη δυσκολία που αντιμετωπίζει λόγω της αναπηρίας του. Η εθνική
νομοθεσία, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις και προϋποθέσεις που θέτει το ενωσιακό
δίκαιο, εισάγει τον περιορισμό της «δυσανάλογης επιβάρυνσης» στην υποχρέωση του
εργοδότη για λήψη εύλογων προσαρμογών. Συνεπώς, για τη διαπίστωση της διάκρισης
λόγω μη λήψης εύλογων προσαρμογών απαιτείται η στάθμιση της επιβάρυνσης που
συνεπάγεται για τον εργοδότη, η οποία ανάγεται συχνά σε εκτίμηση κόστους και οικονομικών
μεγεθών και δεν είναι πάντα ευχερής λόγω έλλειψης στοιχείων. Από την άλλη
πλευρά, η πλειονότητα των υποθέσεων που έρχονται στην Αρχή με αντικείμενο τις
εύλογες προσαρμογές αφορούν κυρίως το δημόσιο τομέα και ιδίως, εργαζόμενους
στον τομέα της Εκπαίδευσης και της Υγείας. Τα αιτήματά τους αφορούν κυρίως τη
μετακίνηση, απόσπαση, αλλαγή θέσης εργασίας ή ωραρίου. Στις περιπτώσεις αυτές,
η επίκληση της δυσανάλογης επιβάρυνσης, που θα επιφέρει η εύλογη
προσαρμογή, συνδέεται με τις λειτουργικές ανάγκες του φορέα,
που δεν επιτρέπουν την ικανοποίηση του αιτήματος χωρίς τη διατάραξη της
λειτουργίας της υπηρεσίας (πχ. πρόγραμμα εφημερίας, ή βάρδιες νοσοκομείου,
λειτουργία σχολικής μονάδας). Κατά συνέπεια, η πρόβλεψη της υποχρέωσης των
εύλογων προσαρμογών από τον εργοδότη, δεν εξομαλύνει άνευ άλλου τις δυσκολίες
που αντιμετωπίζουν τα ΑμεΑ στην απασχόληση και την εργασία. Εκείνο που πρακτικά
απαιτείται είναι να συνοδεύεται η οικεία υποχρέωση από συμπληρωματικά μέτρα που
ενθαρρύνουν και διευκολύνουν την προσαρμογή του εργοδότη. Η οικονομική ύφεση
επιδείνωσε την κατάσταση των ατόμων με αναπηρία που αναζητούν εργασία και έχουν
μακροχρόνια εγγεγραμμένη ανεργία στα μητρώα ανέργων. Ο ΟΑΕΔ έδωσε προτεραιότητα
στις προσπάθειες αναχαίτισης της πολύ μεγάλης αύξησης της ανεργίας στο γενικό
πληθυσμό με συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου
(ΕΚΤ). Η έλλειψη προσωπικού, ευαισθητοποίησης στις προβλέψεις της Σύμβασης και
στρατηγικής με στόχο την αύξηση του αριθμού των ατόμων με αναπηρία που έχουν αμειβόμενη
απασχόληση επέδρασαν αρνητικά για τη συμμετοχή τους σε Δημόσιες Προσκλήσεις του
Οργανισμού. Τα άτομα με αναπηρία αντιμετωπίστηκαν με όρους γενικού πληθυσμού,
χωρίς καμία ειδική πρόβλεψη για την ειδική υποστήριξή τους. Ο Οργανισμός
εμφανίζεται θεωρητικά να υποστηρίζει την συμμετοχή των ατόμων με
αναπηρία στις ενεργητικές πολιτικές αλλά στην πράξη, δεν
έχει διασφαλίσει τις κατάλληλες πρακτικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις και την
απαραίτητη κατάρτιση στους εργασιακούς συμβούλους, προκειμένου τα άτομα με
αναπηρία να υποστηριχθούν κατά την διαδικασία υποβολής πχ. των ηλεκτρονικών
αιτήσεων τους. Στις δημόσιες προσκλήσεις του ΟΑΕΔ προβλέπεται η επιπλέον
μοριοδότηση της αναπηρίας ανέργου με ποσοστό 50% και άνω, καθώς και αν ο
υποψήφιος άνεργος γονέας προστατεύει τέκνα ΑμεΑ ανήλικα ή ενήλικα με ποσοστό
αναπηρίας 67%. Συνεπώς, παρέχεται μεν δυνατότητα συμμετοχής στις δημόσιες
προσκλήσεις με την μορφή επιπλέον μοριοδότησης, αλλά απουσιάζει παντελώς μια
στρατηγική ισότιμης υποστήριξης για την ένταξη στα προγράμματα προώθησης της
εργασίας. Η Σύζευξη Προσφοράς και Ζήτησης Εργασίας με την υποστήριξη εργασιακών
συμβούλων αλλά και ηλεκτρονικά, μέσω της νέας διαδικτυακής
πύλης (portal) του Οργανισμού απαιτεί ένα νέο σχεδιασμό αποκλειστικά στοχευμένο
στα άτομα με αναπηρία, προκειμένου τα συστήματα ενημέρωσης να καθίσταται δυνατό
να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους. Τέλος, θα πρέπει να υπάρξει ένας
στρατηγικός σχεδιασμός σε συνδυασμό με δεσμίδα μέτρων που αφορούν την
προετοιμασία των δημοσίων φορέων στους οποίους προσλαμβάνονται ΑμεΑ για τη
δημιουργία κατάλληλων συνθηκών απασχόλησης, την αξιοποίηση του Ευρωπαϊκού
Κοινωνικού Ταμείου για πιλοτικές δράσεις, την ανάπτυξη της
κοινωνικής επιχειρηματικότητας, την μελέτη και υιοθέτηση
καλών πρακτικών άλλων ευρωπαϊκών κρατών κ.α.
▌Άρθρο 28
Ανεκτό βιοτικό επίπεδο και κοινωνική προστασία
Στην Ελλάδα η εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου
συνδέεται με το κοινωνικοασφαλιστικό και το προνοιακό σύστημα. Η κοινωνική
ασφάλιση δεν επιδιώκει ευθέως την κάλυψη βασικών αναγκών, αφού έχει πρωτίστως
ανταποδοτικούς όρους και στην περίπτωση της αναπηρίας απαιτεί λιγότερο
ασφαλιστικό χρόνο για συνταξιοδότηση, συγκριτικά με τις συντάξεις γήρατος. Αυτό
παράγει μικρότερες συντάξεις και επί τακτικής βάσεως δεν λαμβάνεται υπόψη η
ύπαρξη κατοικίας, η σύνθεση και το μέγεθος της οικογένειας για τον καθορισμό
των δικαιουμένων ποσών και των διαθέσιμων εισοδημάτων.
Συμπληρωματικά μέτρα κοινωνικής πολιτικής μπορεί να
απευθύνονται στο γενικό πληθυσμό ή σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών ή
νοικοκυριών, ανεξάρτητα από την ιδιότητα ΑμεΑ. Στο προνοιακό σύστημα,
χορηγούνται επιδόματα λόγω αναπηρίας σε ανασφάλιστους και έμμεσα ασφαλισμένους
και με αυτή την κατηγοριοποίηση συντελείται ένας έμμεσος έλεγχος οικονομικής
κατάστασης και μέσων διαβίωσης, αφού ουσιαστικά απευθύνεται σε πρόσωπα
με αναπηρία που δεν έχουν εισόδημα από δική τους εργασία ή
δεν λαμβάνουν
συνταξιοδοτική παροχή. Τα δύο συστήματα δεν λειτουργούν
συμπληρωματικά, ώστε να εξασφαλίζεται ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο, αλλά,
αντίθετα, η προνοιακή κάλυψη υπάρχει όταν δεν υφίσταται ασφαλιστική κάλυψη.
Τα προνοιακά επιδόματα στοχεύουν στις ανάγκες που προκύπτουν
από την αναπηρία, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση του ατόμου με
αναπηρία. Στις περιπτώσεις των προγραμμάτων για την αντιμετώπιση ακραίας φτώχειας,
όπως το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης η ταυτόχρονη λήψη προνοιακού επιδόματος
λόγω αναπηρίας δεν εμποδίζει τη χορήγησή της παροχής, αντίθετα, λαμβάνεται
υπόψη ως εισόδημα η σύνταξη λόγω αναπηρίας, ακόμη και αν πρόκειται για
αντίστοιχο ή μικρότερο ποσό από αυτό του προνοιακού επιδόματος. Σε αυτές τις
περιπτώσεις δεν αναγνωρίζονται οι πραγματικές ανάγκες της αναπηρίας και
παρατηρείται άνιση μεταχείριση μεταξύ ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων. Άλλη
περίπτωση άνισης μεταχείρισης παρατηρείται στις βασικές συντάξεις των αγροτών,
οι οποίοι/ες δεν λαμβάνουν προνοιακό επίδομα αναπηρίας, αν έχουν αναπηρία 67%,
ενώ αυτή η παροχή χορηγείται στους ανασφάλιστους υπερήλικες που λαμβάνουν
κοινωνικό επίδομα αλληλεγγύης, ως ανασφάλιστοι, του ιδίου ποσού με τη βασική
σύνταξη των παλαιών αγροτών. Αντίστοιχη περίπτωση άνισης μεταχείρισης
καταγράφεται και στις παροχές παραπληγίας των συνταξιούχων
του δημοσίου.
Με τις αλλεπάλληλες αλλαγές στην ασφαλιστική νομοθεσία, λόγω
της δημοσιονομικής προσαρμογής, η θέση των πολιτών με αναπηρία έχει
επιδεινωθεί, επειδή μειώθηκαν στην ουσία τα κατώτατα ποσά συντάξεων και
ταυτόχρονα μειώθηκε ή εξαλείφθηκε το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΑΣ) που
συμπλήρωνε τις συντάξεις. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τις μικρότερες
συντάξεις και ειδικά για αυτές που θεμελιώνονται στον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης,
δηλαδή τα πέντε χρόνια. ή στο ελάχιστο ποσοστό αναπηρίας, το 50%. Εξίσου
σοβαρό, όμως, είναι το πρόβλημα της συρρίκνωσης των δικαιούχων, λόγω των
αλλαγών που επήλθαν στους κανόνες απόδοσης ποσοστών αναπηρίας και την εφαρμογή
τους από το ΚΕΠΑ. Πρόσωπα που επί χρόνια λάμβαναν σύνταξη αναπηρίας ή προνοιακό
επίδομα
βρέθηκαν να στερούνται εισόδημα ή να λαμβάνουν μικρότερη
σύνταξη.
Προβλήματα διαχρονικά σε αυτόν τον τομέα είναι η ενημέρωση
σχετικά με τις παροχές που δικαιούνται και η δυνατότητα των ατόμων με αναπηρία
να έχουν πρόσβαση σε αυτές. Κατά την εξέταση αναφορών, διαπιστώνεται συχνά
απώλεια δικαιωμάτων είτε από άγνοια είτε από αδυναμία των ιδίων και των οικείων
τους να τα ασκήσουν. Δυστυχώς, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν διαθέτει
εργαλεία και διαδικασίες αναζήτησης των δικαιούχων με την επέλευση ασφαλιστικού
κινδύνου και στο προνοιακό σύστημα έχουν χαλαρώσει οι υποχρεώσεις εντοπισμού
δικαιούχων και τα δίκτυα ενημέρωσης των πολιτών με αναπηρία για τα δικαιώματά
τους. Κι εδώ επίσης εντοπίζεται το πρόβλημα της πρόσβασης στις παροχές, όταν η
όλη διαδικασία γίνεται πλέον μόνο ηλεκτρονικά, λόγω έλλειψης εξοικείωσης με τις
νέες μορφές τεχνολογίας και άλλα προαπαιτούμενα. (βλ παραπάνω άρθρο 21 για την
πρόσβαση στην πληροφορία) Στα θετικά μέτρα καταγράφονται η
χορήγηση οικονομικής ενίσχυσης σε α) οφειλέτες ασφαλιστικών εισφορών με βαριές
αναπηρίες (εγκύκλιος 612α/Φ.32.Φ.Π.οικ. 46042/1305/30.8.2018) β) υπηκόους
τρίτων χωρών με αναπηρίες που είναι κάτοχοι άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς
λόγους (αρ. 21 ν. 4251/2014). Σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν.
4172/2013 άρθρο 14), το εξωιδρυματικό επίδομα και κάθε συναφές ποσό που
καταβάλλεται σε ειδικές κατηγορίες ατόμων με αναπηρίες εμπίπτει στις κατηγορίες
εισοδήματος από μισθωτή εργασία και
συντάξεις που απαλλάσσονται από το φόρο. Τα περιοδικώς
καταβαλλόμενα προνοιακά επιδόματα σε ΑμεΑ θεωρήθηκε από τη φορολογική διοίκηση
ότι είναι μεν αφορολόγητα, προσμετρώνται όμως στο συνολικό εισόδημα, το οποίο
λαμβάνεται υπόψη για διάφορες φορολογικές απαλλαγές ή για την καταβολή παροχών.
Η θέση της Διοίκησης στο θέμα αυτό, έχει πλήρως μεταστραφεί σε σχέση με το
παρελθόν, χωρίς να έχει μεσολαβήσει κάποια
νομοθετική αλλαγή στον τρόπο, τους λόγους, το σκεπτικό ή τις
προϋποθέσεις χορήγησής τους. Tο 2013, η τ. Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων με
έγγραφό της τόνιζε ότι τα επιδόματα που καταβάλλονται στα άτομα με αναπηρία
βάσει των σχετικών ΚΥΑ, «δεν συγκεντρώνουν τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του
εισοδήματος […] αλλά αντίθετα συνιστούν κοινωνικές προνοιακές παροχές, μη
ανταποδοτικού χαρακτήρα, οι οποίες αντικρίζουν τις πρόσθετες δαπάνες που τους
δημιουργεί η πάθησή τους». Ο Συνήγορος επισήμανε ότι τα προνοιακά επιδόματα
χορηγούνται με σκοπό να ενισχύσουν
οικονομικά τα άτομα με αναπηρία, λόγω της ευαλωτότητάς τους,
των ειδικών συνθηκών στις οποίες διαβιούν, των αυξημένων αναγκών τους και της
ενδεχόμενης αδυναμίας τους να εργαστούν και ζήτησε να επανεξεταστεί η
προσμέτρησή τους στο συνολικό εισόδημα, σύμφωνα με τον πραγματικό σκοπό για τον
οποίο χορηγήθηκαν από το νομοθέτη. Επικαλέσθηκε στο πλαίσιο αυτό άρθρο 28 της
Σύμβασης για τη διασφάλιση ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης για τα ίδια
τα ΑμεΑ και τις οικογένειές τους. Η πρόταση
της Αρχής έγινε αποδεκτή με το άρθρο 11 της υπ’αρ
612α/Γ.Π.οικ. 68856/2202 (ΦΕΚ 5855/Β/28.12.2018) Υπουργικής Απόφασης, σύμφωνα
με το οποίο «τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται ως προνοιακές παροχές σε χρήμα
σε άτομα με αναπηρία […] δεν εμπίπτουν σε καμία κατηγορία εισοδήματος και επομένως
δεν φορολογούνται….». Επίσης, δεν υπολογίζονται «στα εισοδηματικά όρια για την
καταβολή οποιασδήποτε παροχής κοινωνικού ή προνοιακού χαρακτήρα». Η πρόβλεψη
αυτή της Υπουργικής Απόφασης ωστόσο, δεν συμπεριελήφθη στον Κώδικα Φορολογίας
Εισοδήματος, με αποτέλεσμα, στο επίσημο μηχανογραφικό σύστημα TAXIS τα
προνοιακά επιδόματα σε ΑμεΑ να εξακολουθούν να καταχωρούνται σε κωδικούς που τα
εντάσσουν στο εισόδημα, να αυξάνουν το εισόδημα των δικαιούχων και να τους
δημιουργούν πρόβλημα στην είσπραξη κοινωνικών ή προνοιακών παροχών καθώς και
κίνδυνο απώλειας φορολογικών απαλλαγών. Τα τελευταία χρόνια, τα προνοιακά
επιδόματα ΑμεΑ, αλλά και οι αναπηρικές συντάξεις
συχνά κατάσχονται από το δημόσιο για χρέη. Αυτό συμβαίνει
κυρίως γιατί η οικονομική κρίση και η ανεργία οδηγεί όλο και περισσότερα ΑμεΑ
στην οικονομική αδυναμία. Ένας άλλος λόγος για τις κατασχέσεις αυτές είναι ότι
συχνά τα ΑμεΑ χρησιμοποιούν συνδικαιούχους στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους
για λόγους ανάγκης εξυπηρέτησης, και οι συνδικαιούχοι αυτοί μπορεί να είναι
οφειλέτες του δημοσίου. Ωστόσο, λόγω του τεκμηρίου που εισάγει ο νόμος περί
κοινών λογαριασμών, με βάση το οποίο το σύνολο του ποσού του λογαριασμού ανήκει
στους συνδικαιούχους σε ίσα μερίδια, το
προνοιακό επίδομα μπορεί να κατασχεθεί ακόμη και χωρίς να
ανήκει σε οφειλέτη του δημοσίου. Η προστασία των ως άνω επιδομάτων προέκυπτε
από τις Υπουργικές Αποφάσεις ΠΟΛ 1092/2014 και 1146/2017, με τις οποίες
εξαιρούνταν τα προνοιακά ή άλλα «κοινωνικά» επιδόματα και βοηθήματα, από την
κατάσχεση. Προϋπόθεση, ωστόσο, για την εφαρμογή της εξαίρεσης είναι τα
επιδόματα αυτά να προβλέπονται ρητά από τη νομοθεσία ως ακατάσχετα, γεγονός που
δεν κάλυπτε το σύνολο των επιδομάτων αυτών. Ο Συνήγορος είχε
επανειλημμένα επισημάνει με παρεμβάσεις του την ανάγκη
ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης για την προστασία των αναπηρικών προνοιακών
επιδομάτων από την κατάσχεση και τον συμψηφισμό για χρέη προς το Δημόσιο. Οι
προτάσεις αυτές του Συνηγόρου έγιναν εν τέλει δεκτές και οι σχετικές προβλέψεις
περιελήφθησαν σε ΚΥΑ. Εν συνεχεία, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι, στην πράξη, δεν
υφίσταται δυνατότητα εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, στα χέρια των οποίων
γίνεται η κατάσχεση των λογαριασμών, να γνωρίζουν ότι τα ποσά αυτά είναι όντως
προνοιακά επιδόματα προστατευμένα από κατάσχεση και δεν πρέπει να δεσμεύονται,
ακόμη και εάν υφίσταται κατασχετήριο σε βάρος του δικαιούχου, ή ο λογαριασμός
δεν είναι δηλωμένος στο TAXIS ως ακατάσχετος. Ο Συνήγορος προχώρησε σε νέα
παρέμβαση προς τον ΟΠΕΚΑ, αλλά και την Ένωση
Ελληνικών Τραπεζών, προκειμένου να συνεργαστούν ώστε να
υπάρξει σαφής ειδική σήμανση των επιδομάτων αυτών, όταν κατατίθενται από το
φορέα στο πιστωτικό ίδρυμα και να μην κινδυνεύουν από κατάσχεση. Τέλος, ένα
άλλο θέμα που επηρεάζει την κατάσχεση των προνοιακών επιδομάτων είναι η
συχνή αναδρομική καταβολή τους λόγω καθυστερήσεων, με
αποτέλεσμα να σωρεύονται στους τραπεζικούς λογαριασμούς ποσά που υπερβαίνουν το
προστατευόμενο όριο των 1250 ευρώ μηνιαίως.
Ο Συνήγορος έχει ζητήσει από την ΑΑΔΕ να κάνει αποδεκτή τη
γνωμοδότηση 179/2017 της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, βάσει
της οποίας οφείλουν τα πιστωτικά ιδρύματα να ανάγουν σε μηνιαία καταβολή τα
αναδρομικά ποσά και επ’ αυτής να εφαρμόζουν το προστατευόμενο όριο.
Αρκτικόλεξα
ΑΑΔΕ Ανεξάρτητη Αρχή δημοσίων Εσόδων
ΑμεΑ Άτομα με Αναπηρία
ΕΔΔΑ Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
ΕΚΑΣ Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης
ΔΣΔΠ Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού
ΕΕ Ευρωπαϊκή Ένωση
ΕΚ ευρωπαϊκή Κοινότητα
ΕΚΑΒ Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας
ΕΛΑΣ Ελληνική Αστυνομία
ΕΜΠ Εθνικός Μηχανισμός Πρόληψης (Βασανιστηρίων &
Απάνθρωπης Μεταχείρισης
ΕΟΠΥΥ Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας
ΕΣΑμεΑ Εθνική Συνομοσπονδία ατόμων ε Αναπηρία
ΕΦΚΑ Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης
ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφάλισης-Επικουρικό Ταμείο
Μισθωτών
ΙΥΠ Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού
ΚΕΠΑ Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας
ΚΤΕΛ Κοινό Ταμείο Είσπραξης Λεωφορείων
κυα Κοινή Υπουργική Απόφαση
ΚΥΤ Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης
ΝΣΚ Νομικό Συμβούλιο του Κράτους
ΟΑΕΔ Οργανισμός Εργατικού δυναμικού
ΟΓΑ Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων
ΟΣΥ Οργανισμός Συγκοινωνιών Ελλάδας
π.δ. Προεδρικό Διάταγμα
ΣΔΑΑ Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες
ΣΕΠΕ Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας
ΣτΠ Συνήγορος του Πολίτη
υ.α Υπουργική Απόφαση
πηγή: www.synigoros.gr