«Κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για οφειλές προς το δημόσιο»: Τα συμπεράσματα από την έκθεση του Συνηγόρου του πολίτη
Taxheaven Newsroom
[29.10.2018]
Η ειδική έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη με τίτλο "Κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για οφειλές προς το δημόσιο" παρουσιάστηκε σήμερα στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Αθήνας στη διάρκεια ημερίδας που διοργανώθηκε από την Ανεξάρτητη Αρχή.
Στην ειδική έκθεση γίνεται καταγραφή των δυσλειτουργιών και της πολυνομίας που διέπουν τις ισχύουσες διαδικασίες και καταγράφονται η εμπειρία ειδικών επιστημόνων από το μεγάλο αριθμό αναφορών πολιτών και οι προτάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη προς τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Η περιπτωσιολογία που παρουσιάστηκε στην Έκθεση οδηγεί στην εξαγωγή των ακόλουθων συμπερασμάτων:
α. Η παρεμπόδιση της αυτόματης και αυτοδίκαιης προστασίας του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ στα εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις και ασφαλιστικά βοηθήματα με την ανάδειξη της διαδικασίας γνωστοποίησης του ακατάσχετου λογαριασμού στη φορολογική διοίκηση, από διαδικαστική προϋπόθεση σε ουσιαστική προϋπόθεση, δυναμιτίζει τον σκοπό του νομοθέτη για προστασία των μισθοσυντήρητων φορολογούμενων.
β. Η δικαστική προστασία, είτε με τη μορφή της προσωρινής δικαστικής προστασίας (αναστολή εκτέλεσης κατάσχεσης, αναστολή καταδιωκτικών μέτρων) είτε με τη μορφή της υπαγωγής σε διαδικασία διαγραφής οφειλών λόγω οικονομικής αδυναμίας, αποδεικνύεται δύσχρηστη και αναποτελεσματική.
γ. Τόσο οι ίδιοι οι οφειλέτες του δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, όσο και οι κληρονόμοι τους ή τα φυσικά πρόσωπα αλληλεγγύως ευθυνόμενα με νομικά πρόσωπα που έχουν παύσει να υφίστανται, συχνά αιφνιδιάζονται από τη διαδικασία κατάσχεσης, την οποία πληροφορούνται όταν επιχειρούν πρόσβαση στις καταθέσεις τους. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή το κατασχετήριο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη, πράγμα που κρίθηκε ως συνταγματικά ανεκτό από το ΣτΕ, είτε γιατί η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση συσχετίζει τις οφειλές των εκλιπόντων φυσικών προσώπων ή των λυθέντων νομικών προσώπων με τους ήδη μη υφιστάμενους ΑΦΜ τους, και όταν, εν συνεχεία, προβεί σε λήψη καταδιωκτικών μέτρων, τότε τα στρέφει κατά των κληρονόμων και των αλληλλεγγύως ευθυνόμενων φυσικών προσώπων, τα οποία ωστόσο ουδέποτε είχε ενημερώσει για τις οφειλές αυτές.
Μάλιστα, παρατηρούνται περιπτώσεις υπερείσπραξης απαιτήσεων φορέων κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο της αναγκαστικής είσπραξης στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, λόγω τού ότι κατά την ακολουθούμενη ηλεκτρονική διαδικασία κοινοποίησης των κατασχετηρίων από το ΚΕΑΟ προς τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν έχει προβλεφθεί τρόπος ελέγχου, σχετικά με το αν το ποσό που δεσμεύεται σε μία τράπεζα όπου τηρεί λογαριασμό ο οφειλέτης έχει ήδη δεσμευθεί και αποδοθεί στο ΚΕΑΟ από άλλη τράπεζα.
δ. Τα σφάλματα τα οποία εμφιλοχωρούν στη διαδικασία, είτε με την μορφή αριθμητικού λάθους, είτε με την μορφή καθυστέρησης ευθυγράμμισης με τροποποιήσεις της νομοθεσίας, συχνά δεν διορθώνονται παρά μόνο με προσφυγή στην δικαιοσύνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον φορολογούμενο.
ε. Ακόμη και εάν υπάρξει παραδοχή ενός σφάλματος, η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση δεν επιστρέφει στους πολίτες τα εξ αυτού παρακρατηθέντα ποσά, αλλά τα συμψηφίζει με υπάρχουσες οφειλές.
στ. Τα προνοιακά επιδόματα και ασφαλιστικά βοηθήματα δεν τυγχάνουν συνολικής και ενιαίας προστασίας, αλλά κατατρύχονται από αποσπασματική πολυνομοθεσία, που συχνά οδηγεί στην κατάσχεσή τους, με μεγάλη δυσκολία στην επιστροφή των χρημάτων στις ευάλωτες ομάδες προς τις οποίες απευθύνονται.
ζ. Οι αγροτικές επιδοτήσεις, παρά την κατηγορηματική διαβεβαίωση του ενωσιακού δικαίου ότι καταβάλλονται στο ακέραιο στους δικαιούχους, καταλήγουν σε πλείστες περιπτώσεις να μην φθάνουν στα χέρια των αγροτών οφειλετών του δημοσίου, λόγω μη θέσπισης ρητής διάταξης περί ακατασχέτου στην ελληνική νομοθεσία, και διχογνωμίας και μετάθεσης ευθύνης μεταξύ των φορέων, ως προς την διαβεβαίωση περί του ακατασχέτου.
Η υπέρμετρη χρήση καταδιωκτικών μέτρων, κυρίως σε βάρος των οικονομικά αλλά και κοινωνικά πλέον ευάλωτων ομάδων, δηλαδή των μισθοσυντήρητων, των συνταξιούχων, των αγροτών, των ΑμεΑ, των φοιτητών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των οποίων η οικονομική αντοχή έχει εξαντληθεί από την μακρόχρονη οικονομική κρίση, δεν πρόκειται να επιλύσει ουσιαστικά την χαμηλή εισπραξιμότητα των δημοσίων εσόδων. Η Πολιτεία οφείλει να διερευνήσει και να αναδείξει λύσεις που θα δώσουν στους φορολογούμενους τη δυνατότητα να αυξήσουν τα εισοδήματά τους, μέσα σε ένα κλίμα ανάπτυξης και οικονομικής ασφάλειας, ώστε να δύνανται εν τοις πράγμασι να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Και τότε θα το πράξουν.
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
W W ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ
Κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για οφειλές προς το δημόσιο
ΑΘΗΝΑ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2018
ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για οφειλές προς το δημόσιο
ΑΘΗΝΑ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2018
Εισαγωγή
Οι νομοθετικές μεταβολές που επιβλήθηκαν συνεπεία της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης των τελευταίων ετών στο πεδίο της αναγκαστικής και διοικητικής εκτέλεσης, είχαν ως κύριο στόχο τον εκσυγχρονισμό της διαδικασίας και την αύξηση των δημοσίων εσόδων. Πράγματι σε μία εποχή όπου το χρήμα υπό όλες τις μορφές του, πλαστικό, ηλεκτρονικό ή υπό τη συνήθη μορφή, κινείται ταχύτατα, ο προσφορότερος τρόπος ικανοποίησης των δανειστών είναι η κατάσχεση εις χείρας τρίτων προσώπων. Ο Συνήγορος του Πολίτη δέχθηκε, σε συνέχεια αυτών των αλλαγών, μεγάλο αριθμό σχετικών αναφορών, οι οποίες κατέδειξαν αβελτηρίες και αδιέξοδα τόσο κατά τον σχεδιασμό, όσο και κατά την εφαρμογή του μέτρου της κατάσχεσης εις χείρας τρίτων (και δη πιστωτικών ιδρυμάτων) για χρέη προς το Δημόσιο (Κράτος, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ).
Η ανάγκη προστασίας των χρηματικών απαιτήσεων και οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου οδηγεί στην κατάσχεση, μέτρο ιδιαίτερης έντασης λόγω της σοβαρότητας της επέμβασης του δανειστή - Δημοσίου στη σφαίρα των περιουσιακών στοιχείων του προσώπου. Η επέμβαση αυτή, η δέσμευση της περιουσίας του οφειλέτη, η στέρηση της εξουσίας χρήσης της, συνιστά εισδοχή του Κράτους - δανειστή στη σφαίρα της προσωπικότητας του καθ' ου η εκτέλεση, του πολίτη - οφειλέτη, καθώς συνδέεται αντίστοιχα με την οικονομική δραστηριότητα και ιδιοκτησία του τελευταίου, αλλά και με την προσωπικότητά του, αφού προϋποθέτει τη γνώση προσωπικών δεδομένων του ως πελάτη πιστωτικού ιδρύματος (καταθέτη, επενδυτή κλπ).
Κατά τον τρόπο αυτό, η εκτέλεση συναντά το πεδίο προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και τελικά απειλεί (δηλαδή μπορεί να αγγίξει και να προσβάλει) τον ίδιο τον πυρήνα τους. Με άλλα λόγια τίθεται το ζήτημα του συνταγματικώς θεμιτού των συγκεκριμένων περιορισμών στο πλαίσιο της ευρύτερης προβληματικής στάθμισης, πρόκρισης και άρα προστασίας των αντίστοιχων έννομων αγαθών. Έτσι η εκ του νόμου κάμψη (άρση) του τραπεζικού απορρήτου, ή η μη προηγούμενη ενημέρωση του οφειλέτη για την επιβολή του μέτρου της κατάσχεσης θεωρούνται επιτρεπτοί ή ανεκτοί περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων του καθ' ου. Στον αντίποδα υπάρχει ένα minimum προστασίας του οφειλέτη με την καθιέρωση ακατάσχετων απαιτήσεων, δικαιολογητικός λόγος (ratio) θέσπισης των οποίων είναι προφανώς ο ρόλος που επιτελούν στην προστασία της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας του ατόμου (ως βασικά μέτρα διαβίωσης) και ειδικότερα ο «προνοιακός» τους χαρακτήρας.
Στη στάθμιση αυτή, ωστόσο, η έννοια του δημοσίου συμφέροντος συχνά συγχέεται, ή εν πάση περιπτώσει συνειδητά ή και ενίοτε δικαιολογημένα ταυτίζεται, με το αμιγώς ταμειακό συμφέρον του δημοσίου και η επίκλησή του εν προκειμένω γίνεται ως λόγος περιορισμού, και όχι διεύρυνσης, της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων. Πράγματι ως δικαιολογητικός λόγος της κατάσχεσης τμήματος μισθών και συντάξεων έχει κριθεί το δημόσιο συμφέρον, και ειδικότερα η όσο το δυνατόν ταχύτερη εισροή στα δημόσια ταμεία των οφειλόμενων προς το Δημόσιο χρηματικών ποσών, για την απρόσκοπτη και εύρρυθμη δημοσιονομική λειτουργία του, αναγκαία για χάρη του γενικότερου δημόσιου συμφέροντος.
Ο Κύκλος Σχέσεων Κράτους - Πολίτη και ο Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας του Συνηγόρου του Πολίτη δέχθηκαν και χειρίστηκαν πληθώρα αναφορών, με τις οποίες οι πολίτες κατήγγειλαν την κατάσχεση ποσών από τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσαν, λόγω χρεών προς το Δημόσιο (φορολογική διοίκηση), τους ΟΤΑ (τέλη, πρόστιμα ΚΟΚ κλπ), ή ΝΠΔΔ (ασφαλιστικές εισφορές φορέων κοινωνικής ασφάλισης). Η εξέταση των αναφορών αυτών κατέδειξε πλήθος προβλημάτων τόσο σε νομοθετικό όσο και σε διαχειριστικό επίπεδο.
Νομοθεσία
Νομοθετικό πλαίσιο της διαδικασίας επιβολής μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης για οφειλές προς το δημόσιο
Η επιβολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης για οφειλές προς το δημόσιο προβλέπεται στον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων , νομοθέτημα που χρονολογείται από το έτος 1974. Η εισαγωγή του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας , ο οποίος από το έτος 2014 ρυθμίζει τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης των φορολογικών εσόδων, επέφερε μεταβολές ως προς τον τρόπο βεβαίωσης των φορολογικών εσόδων και την απόκτηση νόμιμου τίτλου για το δημόσιο, ως προϋπόθεση έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Εντούτοις, η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω έλλειψης ρητών διατάξεων του ΚΦΔ, συνεχίζει να ρυθμίζεται από τον ΚΕΔΕ. Εξάλλου, το πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω Κώδικα είναι ιδιαίτερα ευρύ, καθώς εκτείνεται και στο ευρύτερο δημόσιο και ρυθμίζει επιπλέον τη διαδικασία είσπραξης των εσόδων των ΟΤΑ καθώς και των εσόδων των λοιπών ν.π.δ.δ.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος ΚΕΔΕ (άρθρα 7 και 9 του ν.δ. 356/1974), ο προϊστάμενος της ΔΟΥ έχει την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης αυτών, λαμβάνοντας κατά των οφειλετών όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά μέτρα, δηλαδή κατάσχεση ακινήτων και κατάσχεση κινητών και απαιτήσεών τους στα χέρια των οφειλετών και στα χέρια τρίτων (άρθρα 30 επ. του ΚΕΔΕ).
Τα μέτρα αυτά λαμβάνονται από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ κατά των οφειλετών για το καθυστερούμενο μέρος του χρέους είτε αθροιστικά είτε καθένα χωριστά κατά την ελεύθερη κρίση του για τη διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου. Στην περίπτωση λοιπόν της λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης διακρίνεται ευρεία διακριτική ευχέρεια της φορολογικής διοίκησης να επιλέξει και να επιβάλει ακόμα και σωρευτικά τα κατάλληλα κατά την κρίση της μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης για τη διασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου.
Ειδικότερα, η κατάσχεση απαιτήσεων και κινητών πραγμάτων στα χέρια τρίτων και ιδίως η κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών προσλαμβάνει συνεχώς όλο και μεγαλύτερη σημασία στην προσπάθεια του δημοσίου και των ν.π.δ.δ. να εισπράξουν, με την τήρηση ελάχιστων διατυπώσεων, τις απαιτήσεις τους.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχει περιέλθει στον Συνήγορο του Πολίτη προς εξέταση αξιοσημείωτος αριθμός αναφορών, με τις οποίες αναδεικνύονται διάφορες δυσλειτουργίες που συνδέονται με την επιβολή των μέτρων αυτών, όπως εκτίθενται κατά την παράθεση της εμπειρίας της Αρχής.
Διενέργεια της κατάσχεσης
Σύμφωνα με τις διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 30 του ΚΕΔΕ, η κατάσχεση εις χείρας τρίτων ενεργείται από τον προϊστάμενο της
αρμόδιας ΔΟΥ με κατασχετήριο έγγραφο, το οποίο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη.
Η κατάσχεση απαίτησης οφειλέτη του δημοσίου εις χείρας τρίτου ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση του οικείου κατασχετηρίου εγγράφου στον τρίτο, σε αντίθεση με την κοινή κατάσχεση των άρθρων 983 επ. ΚΠολΔ, όπου για την ολοκλήρωση της κατάσχεσης απαιτείται εμπρόθεσμη υποβολή καταφατικής δήλωσης από τον τρίτο και πάροδος της προβλεπόμενης προθεσμίας άσκησης ανακοπής.
Με την ολοκλήρωση της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου επέρχεται αυτοδικαίως αναγκαστική εκχώρηση της κατασχεθείσας χρηματικής απαίτησης στο κατασχόν δημόσιο, το οποίο πλέον καθίσταται δικαιούχος του συνόλου αυτής. Επομένως, η εκχώρηση εδώ επέρχεται από μόνη την επιβολή της κατάσχεσης που συμπίπτει χρονικώς με την επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στον τρίτο, ενώ εφεξής ο τρίτος δεν μπορεί να καταβάλει την οφειλή του προς τον οφειλέτη του δημοσίου.
Όπως είναι προφανές, οι πολίτες αιφνιδιάζονται, δεδομένου ότι, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, αδυνατούν εφεξής να εισπράξουν από τον οφειλέτη τους τα κατασχεθέντα ποσά, ενώ στην περίπτωση της κατάσχεσης τραπεζικών λογαριασμών ανακαλύπτουν ξαφνικά ότι οι λογαριασμοί τους είναι δεσμευμένοι και σε κάποιες περιπτώσεις αποστερούνται ακόμη και των απαραίτητων για τη διαβίωσή τους. Εξάλλου, κι αν ακόμη προβούν εκ των υστέρων σε ρύθμιση των οφειλών τους προς το δημόσιο, τα αναγκαστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί σε βάρος τους δεν αίρονται. Το ζήτημα καθίσταται ακόμα πιο περίπλοκο στις περιπτώσεις των κοινών λογαριασμών.
Επιπλέον εμπόδιο στην προστασία απετέλεσε η καθιέρωση της ειδικής διαδικαστικής προϋπόθεσης γνωστοποίησης μοναδικού ακατάσχετου λογαριασμού, με την υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης του φυσικού προσώπου στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, προκειμένου ένας τραπεζικός λογαριασμός να τύχει ιδιαίτερης προστασίας ως ακατάσχετος, βάσει των προβλέψεων του ΚΕΔΕ.
Νομοθετική προστασία από την κατάσχεση και όριά της
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου είναι η πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Αυτή η θεμελιακή συνταγματική διάταξη έχει το νόημα ότι δεν επιτρέπεται κατάσχεση που θα στερούσε τον οφειλέτη και την οικογένειά του από τα απολύτως αναγκαία μέσα για τη στοιχειώδη διαβίωσή τους.
Επομένως, από το Σύνταγμα δεν επιτρέπεται να κατασχεθούν μισθοί και συντάξεις κάτω από το όριο στοιχειώδους επιβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του.
Ο ΚΕΔΕ προβλέπει, ειδικότερα, τα ποσά που εξαιρούνται από την κατάσχεση εις χείρας τρίτων. Συγκεκριμένα, κατά την πρώτη εκδοχή του άρθρου 31, εξαιρούνταν της κατάσχεσης εις χείρας τρίτων τα ποσά των απαιτήσεων από μισθούς, συντάξεις και πάσης φύσεως ασφαλιστικά βοηθήματα, τα οποία καταβάλλονται περιοδικά, ενώ επιτρεπόταν η κατάσχεση επί του Ό αυτών για τα προς το δημόσιο χρέη των δικαιούχων αυτών των απαιτήσεων.
Προς τον σκοπό υπηρέτησης κοινωνικών λόγων, το ανωτέρω άρθρο υπέστη διαδοχικές τροποποιήσεις, προς την κατεύθυνση του προσδιορισμού συγκεκριμένου ακατάσχετου ποσού ως προς τους μισθούς, τις συντάξεις και τα ασφαλιστικά βοηθήματα που καταβάλλονται περιοδικώς, προκειμένου να διασφαλισθεί η αξιοπρεπής διαβίωση του οφειλέτη του δημοσίου.
Στη συνέχεια, με τις διατάξεις του άρθρου 3ου του ν. 4254/2014, τα δύο τελευταία εδάφια του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ αντικαταστάθηκαν ως εξής: «Δεν χωρεί κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό, επιτρέπεται η κατάσχεση επί του ενός τετάρτου (1/4) αυτών, το εναπομένον όμως ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί, μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών, σε βάρος των οφειλετών που υπάγονται στην ανωτέρω περίπτωση, περιορίζονται ή αίρονται μετά από αίτησή τους».
Πρόσφατα, ως όρος του μνημονίου, το άρθρο 31 του ΚΕΔΕ υπέστη και νέα τροποποίηση με την παρ. 8 της υποπαρ. Δ1 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, σύμφωνα με την οποία, εξαιρούνται της κατασχέσεως εις χείρας τρίτων, πλην άλλων και: «Οι απαιτήσεις από μισθούς, συντάξεις και κάθε είδους ασφαλιστικά βοηθήματα που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο από χίλια (1.000) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση για τα χρέη προς το Δημόσιο επί του V2 του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καθώς και επί του συνόλου του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. 2. Καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα.
Όπως προκύπτει λοιπόν, αφενός το ακατάσχετο όριο μειώθηκε στα 1.000 ευρώ, ενώ ο προσδιορισμός συγκεκριμένου ακατάσχετου ποσού επεκτάθηκε και στις καταθέσεις φυσικών προσώπων σε πιστωτικά ιδρύματα, είτε σε ατομικό είτε σε κοινό λογαριασμό, και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα για κάθε ένα φυσικό πρόσωπο, ώστε να διασφαλίζεται ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης για όλους τους πολίτες.
Ωστόσο, για την εφαρμογή της νέας αυτής παραγράφου, τέθηκε συγκεκριμένη διαδικαστική προϋπόθεση: η γνωστοποίηση από το φυσικό πρόσωπο ενός μοναδικού λογαριασμού, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης. Εξάλλου, εφόσον υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, γνωστοποιείται αποκλειστικά και μόνο ο λογαριασμός αυτός. Η πρόβλεψη αυτή δημιούργησε επιπλέον προβλήματα, καθώς οι καταθέσεις των οφειλετών του δημοσίου προστατεύονται μόνον από το χρονικό σημείο της δήλωσης του συγκεκριμένου λογαριασμού ως ακατάσχετου και εφεξής.
Τα ζητήματα που θα αναδειχθούν από τις αναφορές τις οποίες έχει χειρισθεί η Αρχή επιτρέπουν την παρατήρηση ότι τελικά η προστασία των τραπεζικών λογαριασμών από κατάσχεση καταλήγει να είναι αναποτελεσματική.
Αναλυτική παρουσίαση της εμπειρίας του Συνηγόρου του Πολίτη
Α. Φορολογία/είσπραξη δημοσίων εσόδων
1.Έλλειψη ενημέρωσης /ειδοποίησης και αιφνιδιασμός του οφειλέτη
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η επιβολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης για οφειλές προς το δημόσιο προβλέπεται στον ΚΕΔΕ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος ΚΕΔΕ, ο οποίος αναλογικά ισχύει και για τις οφειλές προς Δήμους και λοιπά ν.π.δ.δ., ο προϊστάμενος της ΔΟΥ έχει την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης αυτών, λαμβάνοντας κατά των οφειλετών όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά μέτρα, δηλαδή κατάσχεση ακινήτων και κατάσχεση κινητών και απαιτήσεών τους στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτων.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, η κατάσχεση εις χείρας τρίτων ενεργείται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ με κατασχετήριο έγγραφο το οποίο κοινοποιείται στον τρίτο, που στις συνήθεις περιπτώσεις είναι οι Τράπεζες, αλλά δεν κοινοποιείται προς τον οφειλέτη. Ο φορολογούμενος συνήθως ανακαλύπτει την δέσμευση των λογαριασμών του όταν επιχειρεί να προβεί σε πράξεις διάθεσης των χρημάτων του.
Το πρώτο θέμα που ανακύπτει στην πορεία αυτή λοιπόν είναι η μη ενημέρωση του φορολογούμενου ως προς την διενεργούμενη δέσμευση των τραπεζικών του λογαριασμών από τις φορολογικές αρχές.
Το ΣτΕ με την υπ'αρ. 2080/2014 απόφασή του έκρινε ότι νομίμως το κατασχετήριο έγγραφο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη, για τον λόγο ότι, αν αυτός πληροφορείτο την επικείμενη λήψη του μέτρου, θα έσπευδε να εισπράξει από τον τρίτο τα οφειλόμενα σ' αυτόν χρήματα ή απαιτήσεις, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η εξ αυτών ικανοποίηση της αξιώσεως του Δημοσίου.
Η πρόβλεψη αυτή της νομοθεσίας, η οποία κρίθηκε από το ΣτΕ ως συνταγματικά ανεκτή, δημιουργεί, όπως είναι εμφανές, αβεβαιότητα στους πολίτες, οι οποίοι αιφνιδιάζονται, καθώς διαπιστώνουν ότι οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί έχουν δεσμευθεί, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση. Εξάλλου, κι αν ακόμη προβούν εκ των υστέρων σε ρύθμιση των οφειλών τους προς το δημόσιο, τα αναγκαστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί σε βάρος τους συνήθως δεν αίρονται.
3. Προστασία τραπεζικών λογαριασμών από κατάσχεση μέχρι ορισμένου ορίου
Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του
Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου είναι
η πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Περαιτέρω, ο ΚΕΔΕ προβλέπει ειδικότερα τα ποσά που εξαιρούνται από την κατάσχεση εις χείρας τρίτων.
Με το ν.4254/2014 ο προσδιορισμός συγκεκριμένου ακατάσχετου ποσού επεκτάθηκε και στις καταθέσεις φυσικών προσώπων σε πιστωτικά ιδρύματα, είτε σε ατομικό είτε σε κοινό λογαριασμό και σε ένα μόνο ίδρυμα, για κάθε ένα φυσικό πρόσωπο, ώστε να επεκταθεί η προστασία των καταθέσεων και άλλων προσώπων, λ.χ. ελευθέρων επαγγελματιών, και να διασφαλισθεί ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης για όλους τους πολίτες.
Με τον ίδιο νόμο, τέθηκε ως διαδικαστική προϋπόθεση για την προστασία ειδικά των τραπεζικών καταθετικών λογαριασμών, η γνωστοποίηση από το φυσικό πρόσωπο ενός μοναδικού λογαριασμού, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της φορολογικής διοίκησης, ενώ εφόσον υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, γνωστοποιείται αποκλειστικά και μόνο ο λογαριασμός αυτός.
Ο Συνήγορος έχει επανειλημμένως διατυπώσει τη θέση ότι η διάταξη του ν. 4254/2014, όπως ερμηνεύθηκε συσταλτικά από την Γνωμοδότηση ΝΣΚ 41/2016, μετέβαλε την φύση της γνωστοποίησης του προστατευόμενου λογαριασμού στις φορολογικές αρχές μέσω του TAXIS, από μια καθαρά διαδικαστική προϋπόθεση σε ικανή και αναγκαία συνθήκη για την παροχή προστασίας του λογαριασμού. Στέρησε έτσι τα εισοδήματα αυτά από τη συνταγματικά ερειδόμενη, πολύτιμη, και αυτόματη προστασία του 31 του ΚΕΔΕ, την οποία απολάμβαναν από το 1974, καθώς, σύμφωνα με την πάγια θέση της φορολογικής διοίκησης, ιδίως κατά τα τελευταία έτη, οι καταθέσεις των οφειλετών του δημοσίου, ακόμη και στην περίπτωση που προέρχονται από την καταβολή μισθού, σύνταξης ή ασφαλιστικού βοηθήματος, προστατεύονται μόνον από το χρονικό σημείο της δήλωσης του συγκεκριμένου λογαριασμού ως ακατάσχετου και εφεξής.
4. Καταβολή αναδρομικών αποδοχών σε τραπεζικό λογαριασμό. Υποχρέωση αναγωγής σε μηνιαία καταβολή
Στον Συνήγορο έχουν κατά καιρούς περιέλθει αναφορές πολιτών σε βάρος των οποίων επιβλήθηκε κατάσχεση σε λογαριασμό μισθοδοσίας. Ειδικότερα, κατασχέθηκαν ποσά που προέρχονταν από μισθούς και συντάξεις, τα οποία εντούτοις τούς είχαν καταβληθεί αναδρομικά από τους εργοδότες τους ή τους ασφαλιστικούς τους φορείς. Οι πολίτες ενημερώθηκαν από την Τράπεζά τους ότι κατάσχεται το συνολικό ποσό που περιλαμβάνεται στον τραπεζικό λογαριασμό τους, παρόλο ότι επρόκειτο αποκλειστικά για ποσό μισθού ή σύνταξης, η οποία μηνιαία ανερχόταν σε ποσό μικρότερο του ακατάσχετου ορίου.
Ο Συνήγορος είχε διατυπώσει τη θέση ότι δεν είναι δυνατό ο πολίτης να υποστεί σε τέτοιο βαθμό δυσμενή μεταχείριση τού συνήθως μοναδικού του εισοδήματος, εξαιτίας της καθυστέρησης που σημειώνεται από τον εργοδότη ή τον ασφαλιστικό οργανισμό να του κα- ταβάλει τα χρεωστούμενα. Συνεπώς όφειλε το πιστωτικό ίδρυμα, εις χείρας του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, εφόσον διαπιστωθεί η καταβολή αναδρομικών αποδοχών σε τραπεζικό λογαριασμό, να αναγάγει το σύνολο του ποσού σε μηνιαία καταβολή και να εφαρμόσει την προστατευτική ρήτρα περί ακατασχέτου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ.
Παρά την αρχική μη αποδοχή της θέσης της Αρχής από τη φορολογική διοίκηση, πρόσφατα το ΝΣΚ με γνωμοδοτήσεις του (βλ. χαρακτηριστικά την ΝΣΚ 179/2017) αποφάνθηκε ότι ο κεντρικός σκοπός (ratio), για τον οποίο νομοθετήθηκε αρχικά το ακατάσχετο όριο των μισθών και συντάξεων συνίσταται στην για προφανείς κοινωνικούς λόγους προστασία μισθωτών και συνταξιούχων με χαμηλά εισοδήματα. Απλώς, ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, διαφοροποιήθηκε κατά την ελεύθερη εκτίμηση και επιλογή του νομοθέτη το ύψος του συγκεκριμένου ορίου, διά σχετικών κλιμακωτών ή εφάπαξ αναπροσαρμογών (αυξομειώσεων), δίχως να θίγεται η προστατευτική ρήτρα του ακατάσχετου ορίου των μηνιαίως καταβαλλόμενων ως άνω απαιτήσεων.
Επομένως, οι τράπεζες υποχρεούνται να αναγάγουν το σύνολο των κατατεθέντων ποσών που αφορούν αναδρομικά καταβαλλόμενους μισθούς
ή συντάξεις σε μηνιαία καταβολή και να εφαρμόσουν την προστατευτική ρήτρα περί ακατάσχετου των ποσών αυτών.
5. Κατασχέσεις σε λογαριασμούς με συνδικαιούχους (κοινοί λογαριασμοί)
Οι κοινοί λογαριασμοί ανέκαθεν υπήρξαν η βασικότερη μορφή τραπεζικού λογαριασμού στη χώρα μας, περιλαμβάνοντας συνήθως ως συνδικαιούχους συγγενικά πρόσωπα (πχ γονείς-παιδιά) και επιλεγόμενη συχνά με κριτήριο τη διευκόλυνση της καθημερινότητάς τους και την ευκολότερη επίλυση πρακτικών ζητημάτων, κυρίως στην περίπτωση που ο ένας συνδικαιούχος είναι ηλικιωμένο άτομο ή άτομο με αναπηρία. Στις περισσότερες δε περιπτώσεις, τα ποσά που κατατίθενται στον κοινό λογαριασμό προέρχονται αποκλειστικά από σύνταξη, επίδομα ή βοήθημα που αφορά αποκλειστικά και μόνο τον ένα συνδικαιούχο.
Οι δυσλειτουργίες που προκύπτουν στις περιπτώσεις αυτές προέρχονται από τις προβλέψεις της ισχύουσας τραπεζικής νομοθεσίας, η οποία είναι χαρακτηριστικό ότι ανάγεται στο 1932. Με το άρθρο 4 του ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν», τον οποίο εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα, σε περίπτωση κατάσχεσης κοινού λογαριασμού, τεκμαίρεται αμάχητα έναντι του κατασχόντος ότι η κατάθεση ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ' ίσα μέρη. Η εν λόγω αντιμετώπιση παράγει θετικά και αρνητικά αποτελέσματα: α) η κατάσχεση εκτείνεται μόνο στο μερίδιο που ανήκει στον καθού η κατάσχεση και όχι σε όλο το λογαριασμό β) οι φορολογικές αρχές επιβάλλουν κατάσχεση σε κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, ακόμα και στην περίπτωση που τα εκεί κατατεθειμένα ποσά αποτελούν διακριβωμένα εισοδήματα (μισθοί, συντάξεις, βοηθήματα ή επιδόματα) μόνο του ενός συνδικαιούχου, μη οφειλέτη, ενώ οφειλέτης του δημοσίου είναι ο άλλος συνδικαιούχος, ο οποίος δεν έχει νομική σχέση με τα χρήματα και έχει τεθεί ως συνδικαιούχους με αποκλειστικό σκοπό την διευκόλυνση ατόμου που αντιμετωπίζει δυσκολίες στη διαχείριση του λογαριασμού γ) ο ένας συνδικαιούχος έχει γνωστοποιήσει τον λογαριασμό αυτόν στο TAXIS ως προστατευόμενο από κατάσχεση, ενώ η οφειλή αφορά αποκλειστικά τον άλλο συνδικαιούχο.
Ωστόσο, υπήρξαν και περιπτώσεις στις οποίες η φορολογική διοίκηση, αφού βεβαιωνόταν για την προέλευση των χρημάτων που κατατίθεντο στο λογαριασμό και για το γεγονός ότι ο πραγματικός κάτοχος των χρημάτων δεν ήταν οφειλέτης του δημοσίου, δέχθηκε να επιστρέψει τα κατασχεθέντα, βεβαιώνοντας εκ νέου την οφειλή στον πραγματικό οφειλέτη.
Λόγω της σοβαρότητας του προβλήματος και προκειμένου να εφαρμοσθεί η προστατευτική ρήτρα του μηνιαίως καταβαλλόμενου μισθού, σύνταξης ή βοηθήματος ως προς το ακατάσχετο όριο, υπήρξε χαλάρωση των capital controls και, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ684/15.3.2016 Τεύχος Β', επιτράπηκε το άνοιγμα νέων λογαριασμών για την κατάθεση συντάξεων, επιδομάτων κ.λπ. ώστε να αίρονται οι δυσμενείς συνέπειες των κοινών λογαριασμών, χωρίς εντούτοις να αντιμετωπισθούν πλήρως τα ζητήματα που ανακύπτουν από τις κατασχέσεις που επιβάλλονται σε κοινούς λογαριασμούς.
6. Κατάσχεση προνοιακών επιδομάτων
Στο Συνήγορο του Πολίτη υποβλήθηκαν αναφορές από γονείς/κηδεμόνες/ δικαστικούς συμπαραστάτες ανηλίκων και ατόμων με αναπηρία (ΑμεΑ), οι οποίοι διαμαρτύρονταν ότι προνοιακά βοηθήματα και επιδόματα τα οποία χορηγούντο σε ανηλίκους/αναπήρους/συμπαραστατούμενους κατασχέθηκαν για οφειλές των γονέων/κηδεμόνων/δικαστικών συμπαραστατών. Η περίπτωση αυτή αποτελεί μια υποπερίπτωση της κατάσχεσης των κοινών λογαριασμών. Ωστόσο η Αρχή δέχθηκε και αναφορές από μοναδικούς δικαιούχους λογαριασμού, στον οποίο επιβλήθηκε κατάσχεση, ενώ στον λογαριασμό αυτόν κατατίθετο το προνοιακό επίδομα ή το ασφαλιστικό βοήθημα. Ο λογαριασμός αυτός δεν ήταν προστατευμένος, επειδή ο δικαιούχος είχε δηλώσει ως προστατευόμενο μόνο το λογαριασμό του μισθού ή της σύνταξης.
Αρχικά ο Συνήγορος του Πολίτη παρενέβη στις ατομικές περιπτώσεις, με
έγγραφά του προς τους φορείς που είχαν ζητήσει την κατάσχεση (Δήμοι/ ΔΟΥ) και ανέπτυξε τη θέση ότι τα χρήματα που είχαν κατασχεθεί δεν ανήκαν στους οφειλέτες/τις οφειλέτριες, αλλά αντίθετα ανήκαν σε άτομα που έχρηζαν ιδιαίτερης προστασίας, και τους είχαν χορηγηθεί προς το σκοπό αυτό. Σε αρκετές περιπτώσεις πέτυχε την επιστροφή των κατασχεθέντων ποσών . Εν συνεχεία απευθύνθηκε προς τη διοίκηση/πολιτική ηγεσία, ζητώντας να προστατευθούν ρητά από κατασχέσεις παρόμοια βοηθήματα-επιδόματα.
Η διοίκηση ανταποκρίθηκε αρχικά με νομοθετική ρύθμιση (άρθρο 51, ν. 4483/2017, ΦΕΚ Α 107/31.07.2017) του Υπουργείου Εσωτερικών, όπου προβλέφθηκε ότι τα βοηθήματα που χορηγούνται εκτάκτως από τους δήμους σε οικονομικά αδύναμους και πολύτεκνους «..είναι αφορολόγητα, δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε κράτηση, δεν κατάσχονται ούτε συμψηφίζονται με ήδη βεβαιωμένα χρέη προς Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, ΟΤΑ και νομικά πρόσωπα αυτών ή πιστωτικά ιδρύματα και δεν υπολογίζονται στα εισοδηματικά όρια για την καταβολή οποιοσδήποτε άλλης παροχής κοινωνικού ή προνοιακού χαρακτήρα ».
Στη συνέχεια, η ΑΑΔΕ με την ΠΟΛ 1146/2017, επέκτεινε το μέτρο του περιορισμού της κατάσχεσης και στα επιδόματα αυτά, με την ιδιαιτερότητα της αποδέσμευσης του συνόλου του επίμαχου ποσού. Το μέτρο του περιορισμού της κατάσχεσης έχει εισαχθεί με το άρθ. 30 παρ. 4 Ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) που προβλέπει ότι «Η κατάσχεση μπορεί να περιοριστεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσό ή ποσοστό μετά από αιτιολογημένη απόφαση εκείνου που την επέβαλε». Εν συνεχεία, σύμφωνα με την υπ' αριθ. ΠΟΛ 1092/2014 παρασχέθηκε η διακριτική ευχέρεια στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ μετά από σχετική αίτηση του οφειλέτη να περιορίσει με αιτιολογημένη απόφασή του το ποσό ή ποσοστό της κατάσχεσης, «χωρίς διακρίσεις με κριτήρια απολύτως αντικειμενικά σχετιζόμενα με ιδιαίτερους λόγους, όπως πραγματική οικονομική αδυναμία, λόγοι υγείας, ύψος οφειλής, παλαιότητα και είδος αυτής και ποτέ επιλεκτικά χωρίς δηλαδή, να σχετίζονται με το πρόσωπο του οφειλέτη».
Για τον περιορισμό της κατάσχεσης απαιτείται, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, η διαπίστωση ότι η κατασχεθείσα απαίτηση, εφάπαξ ή περιοδικώς καταβαλλόμενη, είναι σημαντικό μέσο για τη διαβίωση του υπόχρεου.
Η αποδέσμευση του συνόλου των καταθέσεων ισχύει και στην περίπτωση που ως δικαιούχος ή συνδικαιούχος του κατασχεθέντος τραπεζικού λογαριασμού αναγράφεται υποχρεωτικά τρίτο πρόσωπο, όπως ο δικαστικός συμπαραστάτης του δικαστικώς συμπαραστατούμενου τέκνου ή ένας εκ των δύο γονέων στην περίπτωση διατροφής ανηλίκου τέκνου . Ωστόσο, ο Συνήγορος έχει παρατηρήσει φαινόμενα δυστοκίας από τις ΔΟΥ να προχωρήσουν στον περιορισμό.
9. Θεσμοθέτηση του ακατάσχετου όλων των προνοιακών επιδομάτων
Ο Συνήγορος του Πολίτη, ως ένας από τους αποδέκτες κατά τα τελευταία χρόνια μεγάλου όγκου προβλημάτων των πολιτών που σχετίζονται με την οικονομική ύφεση, την υψηλή ανεργία ή υποαπασχόληση, την μείωση των εισοδημάτων, τις αθρόες κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών για οφειλές, τη γενικότερη φτωχοποίηση των νοικοκυριών και την αυξανόμενη εξάρτηση της επιβίωσης των ευπαθών και ευάλωτων ομάδων από προνοιακής φύσεως επιδόματα και βοηθήματα, έχει εξετάσει μεγάλο αριθμό και ποικιλία περιπτώσεων όπου οι αναφερόμενοι διαμαρτύρονται ότι επιβλήθηκε κατάσχεση λόγω οφειλών προς το δημόσιο, σε τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους κατατίθενται προνοιακά επιδόματα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ζητήθηκε από το εμπλεκόμενο πιστωτικό ίδρυμα αλλά και την αρμόδια ΔΟΥ επιστροφή του κατασχεθέντος ποσού, με την αιτιολογία ότι το εν λόγω ποσό καταβάλλεται σε άτομα ευάλωτα σε επίπεδο κοινωνικο-οικο- νομικό αλλά και ατομικό, ως εκδήλωση φροντίδας της Πολιτείας, μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης, προς ενίσχυση των δυνατοτήτων επιβίωσής τους. Σε συγκεκριμένη περίπτωση, η αρμόδια ΔΟΥ υπέβαλε σχετικό ερώτημα προς το Τμήμα Εισπράξεων της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της ΑΑΔΕ , το οποίο με την σειρά του απηύθυνε ερώτημα προς την Διεύθυνση Οικονομικών ΟΤΑ του Υπουργείου Εσωτερικών. Το ερώτημα έχει ως εξής:
«Παρακαλούμε να μας γνωρίσετε το συντομότερο δυνατόν, ως αρμόδιος φορέας χορήγησης του συγκεκριμένου επιδόματος, εάν αυτό προβλέπεται ως ακατάσχετο με ρητή διάταξη νόμου, προκειμένου στη συνέχεια η ΔΟΥ να εφαρμόσει τα προβλεπόμενα στην ΠΟΛ Π46/2017 και να αποδεσμεύσει το ποσό του επιδόματος από τον κατασχεθέντα τραπεζικό λογαριασμό».
Το ΥΠΕΣ εν συνεχεία παρέπεμψε το θέμα στην Διεύθυνση Πολιτικών ΑμεΑ του Υπουργείου Εργασίας. Η Διεύθυνση Πολιτικών ΑμεΑ ενημέρωσε την Αρχή ότι έχει υποβάλει τόσο προς τον κ. ΓΓ όσο και προς την κ. Υπουργό σχετική εισήγηση, η οποία ωστόσο αφορά αποκλειστικά στον χαρακτηρισμό ως ακατάσχετων των προνοιακών επιδομάτων ΑμεΑ.
Η Αρχή επεσήμανε επανειλημμένα ότι από την σύστασή τους, με τον αναγκαστικό νόμο 421/1937, οι σχετικές πιστώσεις που παρέχονται στην τοπική αυτοδιοίκηση «διατίθενται διά τους σκοπούς της Κοινωνικής Προνοίας διά κοινών αποφάσεων του Υπουργού Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως και του Υπουργού των Οικονομικών» (άρθρον 6). Σημειωτέον ότι οι πιστώσεις αυτές προέρχονται από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ), και είναι ακατάσχετες εκ του νόμου, για το διάστημα κατά το οποίο βρίσκονται στα ταμεία των Δήμων.
Στο άρθρο 21 του Συντάγματος ρητά προβλέπεται ότι η υγεία των πολιτών, καθώς και όλες οι ευάλωτες και ευπαθείς ομάδες -πολύτεκνοι, ανάπηροι, χρονίως πάσχοντες, ηλικιωμένοι, άποροι, άστεγοι κλπ- τελούν υπό την προστασία του Κράτους Γίνεται δε ειδική μνεία στα άτομα με αναπηρίες, για τα οποία προβλέπεται ότι έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρα που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας.
Επί παραδείγματι, στο νόμο 2646/1998 «Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Φροντίδας», ορίζεται ότι Κοινωνική Φροντίδα είναι η προστασία που παρέχεται σε άτομα ή ομάδες με προγράμματα πρόληψης και αποκατάστασης και αποσκοπεί στο να δημιουργήσει προϋποθέσεις ισότιμης συμμετοχής των ατόμων στην οικονομική και κοινωνική ζωή και να τους εξασφαλίσει αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Η στήριξη της οικογένειας αποτελεί βασικό στόχο των παραπάνω προγραμμάτων. Η παροχή κοινωνικής φροντίδας αποτελεί ευθύνη του κράτους.
Συνεπώς, η έννοια της κοινωνικής φροντίδας, οι ομάδες-στόχος της, οι ανάγκες που καλύπτει, οι υπόχρεοι προς παροχή της φορείς, οι τρόποι που αυτή παρέχεται καθώς και οι επιδιώξεις της έχουν αποτυπωθεί επανειλημμένως και προβλέπονται ρητώς από την νομοθεσία. Περαιτέρω καθίσταται σαφές ότι ο σκοπός του νομοθέτη, συνταγματικού και κοινού, ήταν εξ αρχής η πρόληψη, η αποκατάσταση, η ισότιμη συμμετοχή και το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των ατόμων που είναι δικαιούχοι των προ- νοιακών αυτών επιδομάτων, σκοπός ο οποίος δεν συνάδει με το κατασχε- τό τους.
Με το άρθρο 51 του νόμου 4483/2017 (ΦΕΚ Α 107/31.07.17) του Υπουργείου Εσωτερικών, προβλέφθηκε ότι τα βοηθήματα που χορηγούνται εκτάκτως από τους δήμους σε οικονομικά αδύναμους και πολύτεκνους «...είναι αφορολόγητα, δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε κράτηση, δεν κατάσχονται ούτε συμψηφίζονται με ήδη βεβαιωμένα χρέη προς Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία,
ΟΤΑ και νομικά πρόσωπα αυτών ή πιστωτικά ιδρύματα και δεν υπολογίζονται στα εισοδηματικά όρια για την καταβολή οποιοσδήποτε άλλης παροχής κοινωνικού ή προνοιακού χαρακτήρα».
Με την ΠΟΛ 1146/2017, η οποία συμπλήρωσε την ΠΟΛ 1092/2014, αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 30 παρ. 4 του ΝΔ 356/1974 (ΚΕΔΕ) περί περιορισμού κατασχέσεων σε χέρια τρίτων, επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «η κατάσχεση περιορίζεται, μετά από αίτηση του οφειλέτη, αποδεσμεύοντας το σύνολο του δεσμευθέντος κατά τα ανωτέρω ποσού, εφόσον κατά την κείμενη νομοθεσία τα ανωτέρω επιδόματα/βοηθήματα προβλέπονται ρητώς ως ακατάσχετα (πχ επίδομα κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης, επίδομα ανεργίας ΟΑΕΔ, επίδομα θέρμανσης, διατροφή ανηλίκου τέκνου κλπ.»
Αμφότερες οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις διατυπώθηκαν κατόπιν προτάσεων του Συνηγόρου, με αφορμή σχετικές αναφορές πολιτών.
Εφόσον γίνει δεκτή η εισήγηση της Διεύθυνσης Πολιτικών ΑμεΑ, πηγάζουσα εκ νέου από διερεύνηση αναφοράς υποβληθείσας ενώπιον της Αρχής, θα προωθηθεί νομοθετική ρύθμιση περί του ακατασχέτου των προνοιακών επιδομάτων/βοηθημάτων, τα οποία χορηγούνται αποκλειστικά σε ΑμεΑ. Συνεπώς θα οδηγηθούμε σε μια νέα επί μέρους νομοθέτηση, η οποία πάλι θα αφήνει κενά προστασίας και θα δημιουργήσει νέα προβλήματα.
Για τους παραπάνω λόγους, ο Συνήγορος:
α. διαπιστώνει ότι, παρά τις νομοθετικές προβλέψεις που υφίστανται ήδη, τα προνοιακά επιδόματα αποτελούν ακόμη αντικείμενο κατάσχεσης για πάσης φύσεως οφειλές, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση και ανατρέπει τόσο τον σκοπό τους όσο και την βούληση του θεσπίσαντος αυτά νομοθέτη, και εξακολουθούν να χρήζουν άμεσης, πλήρους και αποτελεσματικής κατά πάντων ρητής νομοθετικής προστασίας.
β. προτείνει μια γενικού χαρακτήρα ρύθμιση, ώστε να διατυπωθεί με διάταξη νόμου ότι τα πάσης φύσεως προνοιακά βοηθήματα και επιδόματα τα οποία χορηγούνται προς πολίτες ευπαθείς και οικονομικά ευάλωτους από διαφορετικούς λόγους, υγείας ή ανεργίας ή κοινωνικής περιθωριοποίησης, είτε είναι περιοδικώς καταβαλλόμενα, είτε έκτακτα, είτε αφορούν σε ΑμεΑ είτε όχι, είτε εισπράττονται απευθείας από τον δικαιούχο είτε από γονέα/κηδεμόνα ανηλίκου ή συμπαραστάτη συμπα- ραστατούμενου, είτε κατατίθενται σε ατομικούς είτε σε κοινούς λογαριασμούς, «..είναι αφορολόγητα, δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε κράτηση, δεν κατάσχονται ούτε συμψηφίζονται με ήδη βεβαιωμένα χρέη προς Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, ΟΤΑ και νομικά πρόσωπα αυτών ή πιστωτικά ιδρύματα και δεν υπολογίζονται στα εισοδηματικά όρια για την καταβολή οποιοσδήποτε άλλης παροχής κοινωνικού ή προνοιακούχαρακτήρα».
Φρονούμε ότι η προτεινόμενη γενικής φύσεως διάταξη θα αποτελέσει μια σημαντική ασπίδα προστασίας για τα πενιχρά εισοδήματα των ευπαθών αυτών ομάδων, εκπληρώνοντας έτσι τον κοινωνικο-οικονομικό σκοπό της θέσπισης και χορήγησης των εν λόγω επιδομάτων/βοηθημάτων.
12. Μη επιστροφή παρανόμως κατασχεθέντων ποσών και υποχρεωτικός συμψηφισμός τους με άλλες οφειλές
Ο Συνήγορος έχει εξετάσει και περιπτώσεις στις οποίες χρήματα των αναφερόμενων δεσμεύθηκαν από τους ασφαλιστικούς φορείς τους και αποδόθηκαν στις ΔΟΥ, λόγω καθυστέρησης προσαρμογής των μηχανογραφικών συστημάτων των ασφαλιστικών φορέων σε αλλαγές της νομοθεσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση συνταξιούχου, στην οποία γινόταν παρακράτηση του ποσού της σύνταξής της που υπερέβαινε τα 1000 ευρώ, λόγω οφειλής της προς το δημόσιο και το υπερβάλλον ποσό αποδιδόταν στη ΔΟΥ. Μετά τη θέσπιση των σχετικών διατάξεων, με τις οποίες το ακατάσχετο όριο αυξήθηκε από τα 1000 στα 1500 ευρώ, η πολίτης υπέβαλε αμέσως αίτηση για να σταματήσει ο ασφαλιστικός φορέας να της παρακρατεί τα χρήματα, καθότι η σύνταξή της δεν υπερέβαινε τα 1500 ευρώ. Ενώ η αίτηση αυτή υπεβλήθη Μάιο, το ΙΚΑ δεν σταμάτησε να παρακρατεί το ποσό παρά μόνο τον Οκτώβριο, διότι, σύμφωνα με την απάντηση που έλαβε ο Συνήγορος, η Μηχανογράφηση της Υπηρεσίας χρειάζεται ένα τετράμηνο για να ανταποκριθεί στις οποιεσδήποτε αλλαγές των σχετικών εντολών, και εν τω μεταξύ τα παρακρατηθέντα μετά την αίτηση της συνταξιούχου είχαν ήδη αποδοθεί στη ΔΟΥ. Ωστόσο, όταν η πολίτης απευθύνθηκε στη ΔΟΥ και ζήτησε από εκεί την επιστροφή των παρανόμως παρακρατηθέντων και αποδοθέντων, η ΔΟΥ απήντησε ότι δεν υφίσταται νόμιμος λόγος επιστροφής των ποσών, εφόσον η πολίτης εξακολουθούσε να είναι οφειλέτρια του Δημοσίου, συνεπώς, τα ποσά αυτά δεν είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, μετά από επιμονή της Αρχής, τα ποσά αυτά επεστράφησαν στην πολίτη, ωστόσο σε πληθώρα άλλων περιπτώσεων, χρήματα τα οποία παρανόμως παρακρατούνται δεν επιστρέφονται από τις φορολογικές αρχές, αλλά συμψηφίζονται με άλλες οφειλές, με αποτέλεσμα να καθίσταται κενό γράμμα η προστασία των ακατάσχετων ορίων.
Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση οφειλέτη του δημοσίου, του οποίου παρακρατήθηκε το ήμισυ του εφάπαξ που δικαιούτο στην πηγή από τον ασφαλιστικό του φορέα για οφειλές του προς το δημόσιο. Στη συνέχεια, το υπόλοιπο ήμισυ κατατέθηκε σε τραπεζικό του λογαριασμό, ο οποίος εντούτοις ήταν δεσμευμένος με αποτέλεσμα να του παρακρατηθεί παρανόμως και το υπόλοιπο ήμισυ για τις οφειλές του προς το δημόσιο.
13. Απελευθέρωση της χρήσης ακατάσχετων ποσών δεσμευμένων λογαριασμών
Δικαιούχοι τραπεζικών λογαριασμών οι οποίοι είχαν δηλώσει στο TAXIS τον λογαριασμό τους ως ακατάσχετο μέχρι το προβλεπόμενο όριο διαμαρτυρήθηκαν καθώς, λόγω της δέσμευσης αυτών των λογαριασμών, δεν είχαν ελεύθερη πρόσβαση στο ακατάσχετο ποσό μέσω ΑΤΜ, αδυνατούσαν να χρησιμοποιήσουν χρεωστικές κάρτες συνδεόμενες με τους λογαριασμούς αυτούς, ενώ και οι συνδεδεμένες πάγιες εντολές έπαυσαν να είναι ενεργές και τέλος δεν μπορούσαν να προβούν σε ηλεκτρονικές συναλλαγές μέσω των λογαριασμών αυτών.
Ο Συνήγορος παρενέβη προς τους συναρμόδιους φορείς της Πολιτείας και του τραπεζικού συστήματος και από την διαμεσολάβηση διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για αδυναμία του μηχανογραφικού συστήματος των πιστωτικών ιδρυμάτων να διαχωρίσουν τα δεσμευμένα από τα ελεύθερα προς χρήση ποσά των λογαριασμών. Μετά από έκκληση προς την Ελληνική Ένωση Τραπεζών και το Υπουργείο Οικονομικών, ελήφθησαν διαβεβαιώσεις ότι ολοκληρώθηκαν οι απαιτούμενες μηχανογραφικές προσαρμογές από τις συστημικές τράπεζες-μέλη και πλέον δεν υφίστανται τα κωλύματα αυτά . Ο Συνήγορος συνεχίζει σποραδικά να γίνεται αποδέκτης σχετικών διαμαρτυριών, που όπως φαίνεται, ωστόσο, αποτελούν πλέον μεμονωμένες περιπτώσεις, οι οποίες παραπέμπονται στην ΕΕΤ.
η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Συμπεράσματα
Η περιπτωσιολογία που παρουσιάστηκε στην παρούσα Έκθεση οδηγεί στην εξαγωγή των ακόλουθων συμπερασμάτων:
α. Η παρεμπόδιση της αυτόματης και αυτοδίκαιης προστασίας του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ στα εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις και ασφαλιστικά βοηθήματα με την ανάδειξη της διαδικασίας γνωστοποίησης του ακατάσχετου λογαριασμού στη φορολογική διοίκηση, από διαδικαστική προϋπόθεση σε ουσιαστική προϋπόθεση, δυναμιτίζει τον σκοπό του νομοθέτη για προστασία των μισθοσυντήρητων φορολογούμενων.
β. Η δικαστική προστασία, είτε με τη μορφή της προσωρινής δικαστικής προστασίας (αναστολή εκτέλεσης κατάσχεσης, αναστολή καταδιωκτικών μέτρων) είτε με τη μορφή της υπαγωγής σε διαδικασία διαγραφής οφειλών λόγω οικονομικής αδυναμίας, αποδεικνύεται δύσχρηστη και αναποτελεσματική.
γ. Τόσο οι ίδιοι οι οφειλέτες του δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, όσο και οι κληρονόμοι τους ή τα φυσικά πρόσωπα αλληλεγγύως ευθυνόμενα με νομικά πρόσωπα που έχουν παύσει να υφίστανται, συχνά αιφνιδιάζονται από τη διαδικασία κατάσχεσης, την οποία πληροφορούνται όταν επιχειρούν πρόσβαση στις καταθέσεις τους. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή το κατασχετήριο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη, πράγμα που κρίθηκε ως συνταγματικά ανεκτό από το ΣτΕ, είτε γιατί η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση συσχετίζει τις οφειλές των εκλιπόντων φυσικών προσώπων ή των λυθέ- ντων νομικών προσώπων με τους ήδη μη υφιστάμενους ΑΦΜ τους, και όταν, εν συνεχεία, προβεί σε λήψη καταδιωκτικών μέτρων, τότε τα στρέφει κατά των κληρονόμων και των αλληλλεγγύως ευθυνόμενων φυσικών προσώπων, τα οποία ωστόσο ουδέποτε είχε ενημερώσει για τις οφειλές αυτές.
Μάλιστα, παρατηρούνται περιπτώσεις υπερείσπραξης απαιτήσεων φορέων κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο της αναγκαστικής είσπραξης στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, λόγω τού ότι κατά την ακολουθούμενη ηλεκτρονική διαδικασία κοινοποίησης των κατασχετηρίων από το ΚΕΑΟ προς τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν έχει προβλεφθεί τρόπος ελέγχου, σχετικά με το αν το ποσό που δεσμεύεται σε μία τράπεζα όπου τηρεί λογαριασμό ο οφειλέτης έχει ήδη δεσμευθεί και αποδοθεί στο ΚΕΑΟ από άλλη τράπεζα.
δ. Τα σφάλματα τα οποία εμφιλοχωρούν στη διαδικασία, είτε με την μορφή αριθμητικού λάθους, είτε με την μορφή καθυστέρησης ευθυγράμμισης με τροποποιήσεις της νομοθεσίας, συχνά δεν διορθώνονται παρά μόνο με προσφυγή στην δικαιοσύνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον φορολογούμενο.
ε. Ακόμη και εάν υπάρξει παραδοχή ενός σφάλματος, η φορολογική ή η κοινωνικοασφαλιστική διοίκηση δεν επιστρέφει στους πολίτες τα εξ αυτού παρακρατηθέντα ποσά, αλλά τα συμψηφίζει με υπάρχουσες οφειλές.
στ. Τα προνοιακά επιδόματα και ασφαλιστικά βοηθήματα δεν τυγχάνουν συνολικής και ενιαίας προστασίας, αλλά κατατρύχονται από αποσπασματική πολυνομοθεσία, που συχνά οδηγεί στην κατάσχεσή τους, με μεγάλη δυσκολία στην επιστροφή των χρημάτων στις ευάλωτες ομάδες προς τις οποίες απευθύνονται.
ζ. Οι αγροτικές επιδοτήσεις, παρά την κατηγορηματική διαβεβαίωση του ενωσιακού δικαίου ότι καταβάλλονται στο ακέραιο στους δικαιούχους, καταλήγουν σε πλείστες περιπτώσεις να μην φθάνουν στα χέρια των αγροτών οφειλετών του δημοσίου, λόγω μη θέσπισης ρητής διάταξης περί ακατασχέτου στην ελληνική νομοθεσία, και διχογνωμίας και μετάθεσης ευθύνης μεταξύ των φορέων, ως προς την διαβεβαίωση περί του ακατασχέτου.
Η υπέρμετρη χρήση καταδιωκτικών μέτρων, κυρίως σε βάρος των οικονομικά αλλά και κοινωνικά πλέον ευάλωτων ομάδων, δηλαδή των μισθοσυντήρητων, των συνταξιούχων, των αγροτών, των ΑμεΑ, των φοιτητών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των οποίων η οικονομική αντοχή έχει εξαντληθεί από την μακρόχρονη οικονομική κρίση, δεν πρόκειται να επιλύσει ουσιαστικά την χαμηλή εισπραξιμότη- τα των δημοσίων εσόδων. Η Πολιτεία οφείλει να διερευνήσει και να αναδείξει λύσεις που θα δώσουν στους φορολογούμενους τη δυνατότητα να αυξήσουν τα εισοδήματά τους, μέσα σε ένα κλίμα ανάπτυξης και οικονομικής ασφάλειας, ώστε να δύνανται εν τοις πράγμασι να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Και τότε θα το πράξουν.
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ
Χαλκοκονδύλη 17, Τ.Κ. 104 32 Αθήνα, Τηλ.: 213 1306 600, Fax.: 213 1306 800, 210 7292 129 e-mail:
press@synigoros.gr •
www.synigoros.gr