Ο πατήρ Δοσίθεος ήταν από την Αττάλεια της μικράς Ασίας. Έμεναν μαζί με τους δικούς του δίπλα στο γήπεδο της Αττάλειας. Ο πατέρας του είχε καφενείο. Ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τον πατέρα του και τη μητρυιά του. Εκεί που ήταν άρχοντες στον τόπο τους, ξεκίνησαν από το μηδέν. Έζησαν με μεγάλη φτώχια και ανέχεια σε προσφυγικά σπίτάκια στην περιοχή των σφαγίων, που αργότερα ονομάστηκε Ταύρος. Ο γέροντας Εισήχθη αμέσως στον Οίκο Τυφλών της Καλλιθέας, που λίγα χρόνια πριν είχε ιδρυθεί από τους μεγάλους Έλληνες συγγραφείς και ποιητές Δημήτρη Βικέλα και Γεώργιο Δροσίνη.
Η μητέρα του λυπήθηκε πολύ από την αρρώστεια και την τύφλωση του παιδιού της. Η λύπη της ήταν τόσο μεγάλη που ύστερα από λίγο αρρώστησε και η ίδια και πέθανε. Ο μικρός Παντελής σε ηλικία δέκα ετών εισήχθη Στον Οίκο Τυφλών της Καλλιθέας, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα και τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Εκεί που διακρίθηκε ιδιαίτερα ήταν στη μουσική. Η Εκκλησία της σχολής δεν υπήρχε τότε και ο Παντελής πήγαινε μαζί με άλλους και Εκκλησιαζόταν σε άλλη Εκκλησία ακούγοντας τον πρωτοψάλτη Σταυρίδη, που ήταν και αυτός από τις χαμένες πατρίδες και ήταν γνήσιος εκφραστής της βυζαντινής παραδόσεως. Τότε δεν υπήρχε γραφή τυφλών για βυζαντινή μουσική και ο Παντελής επιστράτευσε όλες του τις δυνάμεις για να μεταφέρει τη γραφή των βλεπόντων στη γραφή των τυφλών. Ήταν μεγαλοφυής και κατόρθωσε το έργο αυτό να το ολοκληρώσει. Ένας άλλος στη θέση του θα είχε παραιτηθή από μια τέτοια εργώδη προσπάθεια. Ο Γέροντας όμως αγωνίσθηκε πολύ και το έφερε εις πέρας. Η παραίτησι για το Γέροντα από τέτοια μεγάλα έργα ήταν αδιανόητη. Σε ηλικία 18 ετών έφυγε για το Άγιον όρος. Εκεί διακρίθηκε ιδιαιτέρως ως διδάσκαλος, ως άριστος εκτελεστής, ως μελοποιός. Εκεί εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Δοσίθεος. Αλλά και μετά την αναχώρησή του από το Όρος δεν διέκοψε επικοινωνία, αλλά συνέχισε να πηγαίνει ιδιαιτέρως την Εορτή της Αναλήψεως και να ψάλλει τα όμορφα δοξαστικά του Ιακώβου Πρωτοψάλτου και άλλα μαθήματα δικά του και άλλων διδασκάλων , μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ακόμη όταν πηγαίνω στο Όρος βρίσκω ηλικιωμένους γέροντες που μιλούν με απεριόριστο σεβασμό για τον γέροντα. Στην εισήγησή μου αναφέρω τις μαρτυρίες δύο γερόντων μαθητών του κορυφαίων ιεροψαλτών από τις αδελφότητες των Θωμάδων και των Δανιηλαίων. Στο Άγιον Όρος τελειοποίησε το σύστημα βυζαντινής γραφής BRAILLE και έγραψε πολλά μέλη σ’ αυτό.
Η επιστροφή του στην Αθήνα, συνέπεσε με τα δύσκολα χρόνια του β παγκοσμίου πολέμου, της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο γέροντας μιλούσε για τα δύσκολα και φτωχά αυτά χρόνια, που ήταν συνέχεια των πρώτων χρόνων της προσφυγιάς του. Η πείνα ήταν μεγάλη και ο κόσμος πέρασε πολύ δύσκολα. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι το Πάσχα του 1942 όσοι είχαν να φάνε, αντί για τον πασχάλιο αμνό έφαγαν χορτόπιτα. Πολλοί ήταν εκείνοι που έψαχναν στα σκουπίδια για να φάνε έστω και μια φλούδα πορτοκαλιού. Ό γέροντας τότε έμενε σε προσφυγικές παράγκες της περιοχής των σφαγίων. Εργαζόταν ως ιεροψάλτης και με τα λιγοστά χρήματα που λάμβανε κάλυπτε τις βασικές του ανάγκες. Επειδή έγραφε διαρκώς και δεν επαρκούσαν τα χρήματα να αγοράζει συνεχώς χαρτί, προσπαθούσε να εξοικονομήσει περιορίζοντας και αυτά τα περιθώρια των βιβλιίων. Την πρώτη σειρά των βιβλίων του τα έγραψε αναπτύσσοντας ένα δικό του σύστημα συντομογραφίας για να εξοικονομεί χώρο. Η σύλληψή του για τη συντομογραφία είναι και αυτή πρωτότυπη και εντυπωσιάζει. Ο γέροντας ήταν αυτό που λέει ο Απόστολος Παύλος ως μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων. Όταν ο Παναγιώτης Στυλιανόπουλος δημιούργησε ένα μικρό τυπογραφείο για τυφλούς, ο Γέροντας τον βοήθησε οικονομικά από το υστέρημά του στο στήσιμο του τυπογραφείου αυτού. Εδώ πρέπει να αναφέρω ότι ο Παναγιώτης Στυλιανόπουλος είχε πέσει από οικοδομή και είχε μείνει ανάπηρος των κάτω άκρων. Έμνε στο άσυλο ανιάτων που βρίσκεται στην περιοχή Πατησίων και εκεί ασχολείτο με έργο κοινωνικό, γράφοντας με τα χέρια του βιβλία για τυφλούς μαθητές και φοιτητές. Όταν ο πατήρ Δοσίθεος έμαθε το σημαντικό του έργο, το ενίσχυσε με όλες του τις δυνάμεις ακόμα δίνοντας και χρήματα από το υστέρημά του. Τότε γράφτηκαν τα πρώτα βιβλία των τυφλών για μαθητές γυμνασίου, αφού το κράτος δεν είχε καμιά φροντίδα για την υπόθση αυτή.
Ανέφερα πιο πάνω ότι κάθε Πέμπτη ο Γέροντας πήγαινε στη βιβλιοθήκη της Μαρίας Κωσταντοπουλου και έρραβε και εκεί βιβλία.
Δίδασκε πολλούς Μαθητές τη βυζαντινή μουσική δωρεάν με αντάλλαγμα την υπαγόρευση εκκλησιαστικών και μουσικών κειμένων βυζαντινής μουσικής. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε γράφοντας βιβλία. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα τυπογραφεία, ούτε οι εκτυπωτές, ούτε καν οι γραφομηχανές. Γραφομηχανή ο γέροντας απέκτησε τα τελευταία του χρόνια. Έγραφε λοιπόν με πινακίδα, μέσα στην οποία περνούσε το χαρτί και το τρυπούσε με ένα σουβλί που λεγόταν κέντρο. Έτσι έγραφα και εγώ τα πρώτα χρόνια τους νόμους και το Σύνταγμα. Η διαδικασία αυτή ήταν ιδιαιτέρως επίπονη και αργή. Ατελείωτες ώρες και ημέρες και μήνες και χρόνια, ο γέροντας με τους μαθητές του, έγραφε βιβλία για τον εαυτό του και για τους τυφλούς. Η μεγαλύτερή του χαρά ήταν να εξυπηρετεί τυφλούς Ιεροψάλτες, που εκείνη την περίοδο είχαν πολύ μεγάλες ελλείψεις. Με τον τρόπο αυτό τον γνώρισα και εγώ, όταν χρειάστηκα να μου δώσει κάποια κείμενα που δεν είχα, για να μπορέσω να ψάλω στο πανηγύρι του χωριιού μου. Θαυμάζω την εργατικότητα του γέροντα, που εργαζόταν μέχρι το τέλος της ζωής του, θαυμάζω και την αφοσίωση των μαθητών και λοιπών εθελοντών που του υπαγόρευαν ατελείωτες ώρες τα κείμενα και τα μέλη για τους τυφλούς, ώστε ο Γέροντας να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο μουσικό και πεζό έργο.
Το τελευταίο έργο του ήταν τα παραλειπόμενα του Τριωδίου. Ενώ ήταν άρρωστος και οι δυνάμεις του τον είχαν σε μεγάλο βαθμό εγκαταλείψει, συνέχισε να μελοποιεί το τριώδιο, που αποτελεί το κύκνιο του άσμα.
Ο γέροντας ήταν ο άνθρωπος που κατά το τριαδικόν τροπάριον ενώ ζούσε επί γης εις όλην του την ζωή <εις ουρανόν την καρδίαν είχε και αγγελικήν εμιμήθη τάξιν…
Μεταξύ των μαθητών του είναι οι διαπρεπέστεροι αγιορείτες ιεροψάλτες Θωμάδες και Δανιηλαίοι. Είναι τιμή και καύχημα για μας τους τυφλούς να ακούμε τους διακεκριμένους αυτούς πατέρες από τους γνησιότερους εκφραστές της Βυζαντινής μουσικής παράδοσης να αναφέρονται σε κάθε ευκαιρία με σεβασμό στον τυφλό δάσκαλό τους.
Στις 6 Οκτωβρίου 2002 ημέρα Κυριακή το πρωί άκουσα την εκπομπή του Λυκούργου Αγγελόπουλου. Ημέρα μνήμης του Αποστόλου Θωμά μεταδόθηκε εκπομπή με την αδελφότητα των Θωμάδων ηχογραφημένη το 1980. Ο πατήρ λοιπόν Θωμάς είπεν ότι ο κατ' εξοχήν δάσκαλός τους των Θωμάδων ήταν ο πατήρ Δοσίθεος ο τυφλός. Αυτός είναι ο δάσκαλός μας. Αυτός εμελοποίησε για τους Θωμάδες την εκλογή από τον πολυέλεο «Ευπρέπειαν ενεδύσατο αλληλούια». Πολλές φορές το συναντούσα και δεν ήξερα γιατί το είχε μελοποιήσει ο γέροντας. Παρόμοια αναφορά έκανε από ραδιοφώνου και ο πατήρ Ακάκιος της αδελφότητας των Δανιηλαίων στο συνέδριο ιεροψαλτών που έγινε το 2000 στο οποίο ανέφερε πως δάσκαλος του ήταν ο τυφλός πατήρ Δοσίθεος. Ο γέροντας υπήρξε ταπεινός και δεν τα έλεγε αυτά. Γι' αυτό τα μαθαίνω λίγα-λίγα και εκ των υστέρων.
Πόσο σπουδαίος μελοποιός υπήρξε ο πατήρ Δοσίθεος φαίνεται εκ του ότι του ανέθεσαν στο άγιον όρος κατόπιν εντολής της μεγίστης Λαύρας να μελοποιήσει την ακολουθία του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου με τα δοξαστικά κατά το αγιορείτικο ύφος. Επίσης μελοποίησε κατόπιν της ίδιας εντολής τον Πολυέλεο αφιερωμένο στον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη «Της δεήσεώς μου. Αλληλούια». Χαρακτηριστικά αναφέρω πως όταν στη Μονή Συνεών του νέου Θεολόγου Καλάμου Αττικής έψαχναν μελοποιό για την ακολουθία του Οσίου Συνεών, με τα δοξαστικά αργά κατά το ύφος Ιακώβου Πρωτοψάλτου, κατέληξαν στον πατέρα Δοσίθεο. Είναι συγκινητικό τη νύκτα της αγρυπνίας του Οσίου 11 προς 12 Οκτωβρίου να ακούμε από ραδιοφώνου την ευχαριστήριο αναφορά, αιωνία η μνήμη Δοσιθέου Μοναχού του μελοποιήσαντος επιτυχώς την ακολουθία του Οσίου. Ο Πατήρ Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, ο μέγας αυτός υμνογράφος της ορθοδόξου Εκκλησίας, για να τον τιμήσει για τη μουσική του προσφορά συνέταξε και του χάρισε την ακολουθία του Οσίου Δοσιθέου, του οποίου το όνομα έφερε ο γέροντας, η μνήμη αυτού 13 Αυγούστου.
Τη δεκαετία του 1960 με τη βοήθεια του αδελφού του κατόρθωσε να αποκτήσει ένα μικρό διαμέρισμα 26 τετραγωνικών στα Πατήσια, όπου και έμενε. Ο ίδιος έλεγε πως όταν εγκαταστάθηκε στο μικρό αυτό σπίτι, αισθάνθηκε πως ήταν καλύτερος από βασιλιά. Όταν τον ρωτούσαμε πως είναι, έλεγε: Δόξα το Θεό, περνώ καλύτερα από το Βασιλιά.
Το 1945 στα εγκαίνια ενός ναού στη Σαλαμίνα γνώρισε το μαθητή του Γιάννη Περδικούρη, που είχε τυφλωθεί από ατύχημα σε μεγάλη ηλικία. Ήταν απαρηγόρητος για το ατύχημά του αυτό. Ο γέροντας τον εμψύχωσε, του έδωσε θάρρος για τη ζωή, τον δίδαξε τη γραφή των τυφλών και του έμαθε και βυζαντινή μουσική. Ο μαθητής αυτός υπό την καθοδήγησή του έγραψε και πολλά μουσικά μαθήματα στη γραφή των τυφλών και διακόνησε τα αναλόγια της Σαλαμίνας για 50 περίπου χρόνια, μέχρι το έτος 1995, που κοιμήθηκε. Ο γέροντας δίδαξε και μας βυζαντινή μουσική, που είχαμε ξεκινήσει στον Οίκο Τυφλών με το σύστημα Χρυσαφίδη. Η διαφορά είναι πως όταν έμαθα το σύστημα του Γέροντα μπορούσα να διδάσκω με ευχέρεια βλέποντες μαθητές, να γράφω ό,τδήποτε μάθημα ήθελα καθ’ υπαγόρευσι βλεπόντων με απόλυτη πιστότητα. Π.χ. τους ειρμούς του ειρμολογίου Ιωάννου Πρωτοψάλτου τους έγραψα καθ’ υπαγόρευσι της γυναίκας μου και των δυο υιών μου όταν αυτοί ήταν σε ηλικία 8 ετών και πριν οι ίδιοι μάθουν μουσική.
Ο γέροντας ήταν άνθρωπος του Θεού. Όταν ερχόταν στο σπίτι μου μας έδινε τέτοιες συμβουλές, που αισθανόμαστε την παρουσία του ίδιου του Θεού ανάμεσά μας. Μας έδινε δύναμη στον αγώνα μας στο μεγάλωμα των παιδιών μας. Ήταν ένας ευχάριστος άνθρωπος. Δεν έλειπε από το στόμα του το αστείο και ο αισιόδοξος λόγος. Μας εμψύχωνε και μας έδινε θάρρος και κουράγιο για τη ζωή. Ήταν πάντα διακριτικός. Ποτέ δεν ζητούσε κάτι για τον εαυτό του. Ποτέ δεν ήθελε να κουράσει κάποιον με τα δικά του ζητήματα. Μέχρι τέλους μελοποιούσε ύμνους. Ενώ ήταν άρρωστος, συνέχιζε να μελοποιεί πα΄ρα τα προβλήματα της υγείας του. Για μικρό διάστημα εισήχθη στο νοσοκομείο των κληρικών των Πατησίων. Τότε οι φίλοι του συνέρρεαν αθρόα και σχημάτιζαν βάρδιες για να του συμπαρασταθούν. Κοιμήθηκε την 29 Μαρτίου 1991 την Παρασκευή της Εβδομάδος των Βαϊων. Την επομένη Σάββατο του Λαζάρου το σεπτό του λείψανο κηδεύτηκε στο Μοναστήρι το Αγίου Στεφάνου. Επειδή ήμουν παρών στη νεκρώσιμη ακολουθία, έμεινα κατάπληκτος.
Αυτός δεν ήταν θάνατος, ήταν ζωή, δεν ήταν λύπη, ήταν χαρά. Απηχούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ακολουθίας στ’ αυτιά μου τα λόγια του πρωινού Ευαγγελίου της εορτής του Λαζάρου:
εγώ ειμι η ανάστασις καί η ζωή.
ο πιστεύων εις εμέ, κάν αποθάνη, ζήσεται· καί πάς ο ζών καί πιστεύων εις εμέ ου μή αποθάνη εις τόν αιώνα.
Μου εφαίνετο ως Όλοι μας σύμφωνα και με το απολυτίκιο της ημέρας να ήμαστε έτοιμοι να ψάλλουμε το ωσαννά στο νικητη του θανάτου φέροντες τα της νίκης σύμβολα.
Αλλά και της επικείμενης Αναστάσεως του Κυρίου το <Χριστός ανέστη> Προοιμιαζόταν στα αυτιά μας, που χάρισε τοις εν τοις μνήμασι την αιώνιον ζωήν. Τότε κατενόησα περισσότερο τα λόγια του Κυρίου ότι <ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν>.
Και τώρα η παρουσία του γέροντος είναι ζωντανή στη ζωή μας. Ο γέροντας ζη ανάμεσά μας και μας ευλογεί και μας βοηθά. Θεωρώ, αγαπητέ μας Πάτερ Εφραίμ, και τη δική σας γνωριμία και βοήθεια πως είναι απόροια των ευχών και ιδιαιτέρων ευλογιών του γέροντα.
Εύχομαι ολόψυχα δι’ ευχών του Γέροντος Δοσιθέου και του Γέροντος Εφραίμ να ολοκληρωθούν οι προσπάθειές μας για τη γραφή από BRAILLE σε βλεπόντων και από βλεπόντων σε BLAILLE.
18 Φεβρουαρίου 2011