Του Μανώλη Μπασιά.
Στις 24.2.2012 έφυγε από κοντά μας ο συνάδελφος Μανώλης Ακριώτης.
Είχε γεννηθεί το 1927 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν ταχυδρομικός υπάλληλος από τους Καθενούς της Ευβοίας κοντά στην Αιδιψώ και η μητέρα του από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Το 1933 έχασε την όρασή του από παιδικό γλαύκωμα και λίγους μήνες μετά εισήχθη στον Οίκο Τυφλών της Καλλιθέας, όπου ήταν ακόμα διευθύντρια η Ειρήνη Λασκαρίδου, για την οποία μιλούσε με απεριόριστη ευγνωμοσύνη. Ήταν η διευθύντρια που είχαν προτείνει και εκπαιδεύσει οι ιδρυτές του Οίκου Τυφλών Γεώργιος Δροσίνης και Δημήτριος Βικέλας. Τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής ήταν ακόμα εντός του Οίκου Τυφλών. Πολλές φορές μου έλεγε για τη δυστυχία των χρόνων εκείνων, για την πείνα του 1942, που κατά το Πάσχα, αντί για αρνί έφαγαν χορτόπιτα, για τον κατά λάθος βομβαρδισμό του ιδρύματος από Άγγλους στις 19.12.1944, επειδή νόμιζαν ότι μέσα βρίσκονταν αντάρτες. Ο Μανώλης Ακριώτης έμαθε μουσική ευρωπαϊκή και βυζαντινή στον Οίκο Τυφλών και έμαθε να παίζει πολύ καλό πιάνο. Το 1948 πήρε το πτυχίο του της βυζαντινής μουσικής στον πειραϊκό σύνδεσμο με καθηγητή τον Ιωάννη Μαργαζιώτη.
Σπούδασε ευρωπαϊκή μουσική και τελείωσε πιάνο ως αριστούχος στο Εθνικό ωδείο.
Αγαπούσε πολύ τα κλασικά έργα των μεγάλων συνθετών, που έπαιζε μετά το χόρδισμα στα πιάνα.
Διακρινόταν για τη γλωσσομάθειά του αφού μιλούσε 5 γλώσσες και είχε μια επιβλητική παρουσία, λόγω της προσωπικότητας και του ευγενούς χαρακτήρα του. Αργότερα το 1951 με τη βοήθεια του πολιτικού Στέφανου Στεφανόπουλου εξασφάλισε μια υποτροφία και πήγε για δυο χρόνια στην Νάπολη της Ιταλίας και σπούδασε χορδιστής πιάνων στο ίδρυμα Πάολο Κολόζιμο.
Ήταν μαζί με τον Ευάγγελο Τσαμουρτζή και το Γιάννη Παπάζογλου οι πρώτοι χορδιστές πιάνων στην Ελλάδα. Πολλές φορές μου επαναλάμβανε το στίχο <αινείται Αυτόν εν κυμβάλοις ευήχοις. Η λέξη ευήχοις φανερώνει, όπως μου έλεγε, τα καλοχορδισμένα όργανα.
Το 1956 διορίστηκε τηλεφωνητής στα διυλιστήρια, όπου εργάστηκε 17 χρόνια ως το 1973. Τον παρουσίασε στον πρόεδρο των διυλιστηρίων η τότε πρόεδρος του Φάρου Τυφλών Λαυρία Πρωτοπαπαδάκη. Όταν αυτός διαπίστωσε τα προσόντα και την ευρυμάθειά του, τον προσέλαβε αμέσως.
Το 1962 τέλεσε τους γάμους του με την για 50 χρόνια σύζυγό του κυρία Καίτη. Ήταν ένα υποδειγματικό ζευγάρι γεμάτο αγάπη και αφοσίωση. Μαζί της γυρνούσαν τα σπίτια στην Αθήνα και άλλες πόλεις της Ελλάδος, χορδίζοντας πιάνα. Η σύζυγος του βοηθούσε ουσιαστικά, αφού άνοιγε πρώτη τα πιάνα και έκανε την προεργασία και ακολούθως ο Μανώλης αναλάμβανε την τεχνική εργασία. Ήταν πολύ καλός στη δουλειά του και γι’ αυτό τον προτιμούσαν και πολλά ωδεία με πρώτο και καλύτερο το Ωδείο Φίλιππος Νάκας που τον είχε μόνιμο συνεργάτη. Επειδή έμενε κοντά μου και τον είχα χρησιμοποιήσει για το πιάνο του σπιτιού μου θαύμαζα την ικανότητα και καλοσύνη του. Δεν χόρδιζε μόνο τα πεσμένα πιάνα, αλλά και τις πεσμένες διαθέσεις των ανθρώπων με τον ευχάριστό του τρόπο. Η μεγάλη του όμως αγάπη ήταν στην ψαλτική. Πολλές φορές μου έλεγε: Ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω. Έψαλε στην Αγία Βαρβάρα του παναγίου Τάφου της Άνω Γλυφάδας και τα τελευταία χρόνια στο χωριό του στους Καθενούς. Συνέχιζε να ζητά βιβλία ψαλτικά, ώσπου προ τριετίας έπαθε καρδιακή ανακοπή και αναγκάστηκε να σταματήσει. Το επεισόδιο του συνέβη την επομένη ημέρα του δεκαπενταύγουστου του 2009, αφού προηγουμένως είχε ψάλει όλες τις παρακλήσεις και την εορτή της Παναγίας. Και μετά τη διακοπή της ψαλτικής, κάθε Κυριακή και άλλη εορτή μου τηλεφωνούσε και με ρωτούσε για το τυπικό της ημέρας και για τα όμορφα τροπάριά της που τα περισσότερα τα γνώριζε απ’ έξω. Η βελόνα του ραδιοφώνου του ήταν διαρκώς συντονισμένη στους δύο εκκλησιαστικούς σταθμούς.
Με τη ζωή του και την εργασία του προέβαλε τους τυφλούς και τις ικανότητές τους σε όλη την Ελλάδα.
Ευχόμαστε ολόψυχα ο Θεός να αναπαύει την ψυχή του και να βρεθούν συνάδελφοι να ακολουθήσουν το δρόμο που άνοιξε, σήμερα μάλιστα που λόγω των δυσκολιών η αποκατάσταση των τυφλών είναι ιδιαίτερα δύσκολη.
Ας είναι αιωνία η μνήμη σου αγαπητέ μας κύριε Μανώλη.