Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Φορολογικές δηλώσεις 2025: Η έκπτωση φόρου θα εξαρτάται από τα «κέφια» του εργοδότη – Παραδείγματα

Φορολογικές δηλώσεις 2025: Η έκπτωση φόρου θα εξαρτάται από τα «κέφια» του εργοδότη – Παραδείγματα                             

Θανάσης Κουκάκης

Αρκετά αδιευκρίνιστα σημεία έχει το σχέδιο της κυβέρνησης που προβλέπει σταθερές ημερομηνίες για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων και κλιμακωτές εκπτώσεις για τους φορολογούμενους που θα επιλέξουν να υποβάλουν νωρίτερα τις δηλώσεις τους και να εξοφλήσουν εφάπαξ το σύνολο του φόρου εισοδήματος.                                 

Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο, όσοι υποβάλουν τη φορολογική τους δήλωση και εξοφλήσουν τον φόρο έως την 31η Ιουλίου κάθε έτους, μπορούν να επωφεληθούν από τις εξής εκπτώσεις:                                     

• 4% έκπτωση για όσους υποβάλουν τη φορολογική δήλωση από τις 15 Μαρτίου έως τις 30 Απριλίου.                                         

• 3% έκπτωση για δηλώσεις που θα υποβληθούν από την 1η Μαΐου έως τις 15 Ιουνίου.                                         

• 2% έκπτωση για όσους καταθέσουν τη δήλωσή τους από τις 16 Ιουνίου έως τις 15 Ιουλίου.                                         

Η προθεσμία για την εφάπαξ καταβολή του φόρου είναι η 31η Ιουλίου, και η έκπτωση εφαρμόζεται μόνο εφόσον ολόκληρο το ποσό του φόρου καταβληθεί έως τότε.                                     

Παράλληλα, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων επιδιώκει να διασφαλίσει την έγκαιρη διαβίβαση των φορολογικών στοιχείων με τη δημιουργία ενός Ηλεκτρονικού Μητρώου Υποχρέων. Όλοι οι φορείς του δημοσίου που εμπλέκονται στη συλλογή οικονομικών στοιχείων, όπως ο ΕΦΚΑ, ο ΕΟΠΥΥ, οι δήμοι και άλλοι οργανισμοί, υποχρεούνται να ανεβάζουν τα απαραίτητα στοιχεία για τις φορολογικές δηλώσεις μέχρι την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου κάθε έτους. Τα στοιχεία αυτά αφορούν αποδοχές εργαζομένων, παρακρατούμενους φόρους και άλλα δεδομένα απαραίτητα για την συμπλήρωση των δηλώσεων.                                     

Σε περίπτωση καθυστέρησης ή ανακριβούς διαβίβασης των στοιχείων από τους διοικητές των οργανισμών ή τους υπευθύνους μισθοδοσίας, προβλέπονται αυστηρές κυρώσεις. Το πρόστιμο που επιβάλλεται από την ΑΑΔΕ για μη συμμόρφωση με τις προθεσμίες ή για ανακριβή στοιχεία ανέρχεται σε 2.500 ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 50 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης. Ειδικά στην περίπτωση λανθασμένων στοιχείων, το πρόστιμο υπολογίζεται ανάλογα με τον αριθμό των σφαλμάτων που εντοπίζονται.                                     

Μάλιστα, σε περίπτωση καθυστέρησης στην ενεργοποίηση της ψηφιακής πλατφόρμας από την ΑΑΔΕ, το πρόστιμο θα επιβάλλεται και στους υπεύθυνους για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων του Διοικητή και του Υποδιοικητή της ΑΑΔΕ.                                     

Αυτό όμως που δεν έχει ξεκαθαριστεί είναι το τι θα γίνει σε περίπτωση που ένας φορολογούμενος δεν μπορέσει να εξασφαλίσει την έκπτωση φόρου λόγω καθυστέρησης στη διαβίβαση των απαραίτητων στοιχείων από τους υπευθύνους μισθοδοσίας. Σε αυτή την περίπτωση ο φορολογούμενος δεν θα φέρει την ευθύνη για αυτή την καθυστέρηση. Το ερώτημα που τίθεται είναι το εάν ο φορολογούμενος θα έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί την υπαιτιότητα των εργοδοτών του, και εάν θα υπάρξουν πρόνοιες για την αποκατάσταση της έκπτωσης, ήτοι εάν θα προβλεφθεί η δυνατότητα επαναφοράς του δικαιώματος της έκπτωσης, εφόσον αποδειχθεί ότι η καθυστέρηση οφείλεται αποκλειστικά στην αργοπορία του υπεύθυνου μισθοδοσίας.                                     

Παραδείγματα                                     

Ένας εργαζόμενος σε δημόσιο νοσοκομείο αναμένει να λάβει τη βεβαίωση αποδοχών του από τον υπεύθυνο μισθοδοσίας του νοσοκομείου μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη προθεσμία. Ωστόσο, λόγω εσωτερικών καθυστερήσεων στη μισθοδοσία του νοσοκομείου, η βεβαίωση αποδοχών δεν διαβιβάζεται εγκαίρως στην ΑΑΔΕ. Ο εργαζόμενος επιθυμεί να υποβάλει τη φορολογική του δήλωση τον Απρίλιο, για να επωφεληθεί από την έκπτωση 4%. Επειδή, όμως, τα στοιχεία δεν έχουν διαβιβαστεί, δεν μπορεί να ολοκληρώσει τη δήλωσή του. Αν τελικά τα στοιχεία διαβιβαστούν μετά την 30ή Απριλίου, ο εργαζόμενος χάνει το δικαίωμα στην έκπτωση 4% και είναι πιθανό να δικαιούται μόνο 3% ή και λιγότερο.                                     

Ένας ιδιωτικός υπάλληλος σε μεγάλη επιχείρηση αναμένει από τον εργοδότη του να του παράσχει τη βεβαίωση αποδοχών του για τη χρονιά που πέρασε. Ωστόσο, ο εργοδότης δεν ενημερώνει εγκαίρως την ΑΑΔΕ για τα εισοδήματα του εργαζομένου. Ο εργαζόμενος σχεδιάζει να πληρώσει εφάπαξ τον φόρο του έως τις 31 Ιουλίου για να εξασφαλίσει την έκπτωση. Εάν τα στοιχεία δεν παραδοθούν πριν από τις 15 Ιουνίου, και ο εργαζόμενος υποβάλει τη δήλωσή του μετά από αυτή την ημερομηνία, χάνει το δικαίωμα στην έκπτωση 3%. Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι ότι η καθυστέρηση αυτή δεν προέρχεται από τον ίδιο, αλλά από την αμέλεια ή την καθυστέρηση του εργοδότη του.                                     

Ένας συνταξιούχος που λαμβάνει σύνταξη από το ταμείο του, εξαρτάται από το ταμείο για την παροχή της βεβαίωσης συντάξεων και παρακρατήσεων φόρου. Σε περίπτωση που το ταμείο καθυστερήσει να διαβιβάσει τα στοιχεία στην ΑΑΔΕ, ο συνταξιούχος μπορεί να χάσει την προθεσμία υποβολής της δήλωσής του τον Απρίλιο και, συνεπώς, την έκπτωση 4%. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή μικρότερης έκπτωσης, χωρίς ο ίδιος να έχει ευθύνη για την καθυστέρηση.