Για τη μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων, που ανατέλλει, στέλνω τις θερμές ευχές μου σε όλους τους
συγγενείς μου, τους συμπατριώτες μου, τους συναδέλφους και τους φίλους μου.
Να έχετε όλοι σας υγεία και χαρά και με το καλό να δεχθείτε
και τον καινούργιο χρόνο 2026.
Χρόνια πολλά Χρόνια καλά Χρόνια γεμάτα Υγεία
και του Χριστού η Γέννηση να φέρει ευτυχία!
Τις ευχές μου τις συνοδεύω με τα πιο κάτω κάλαντα της
Κρήτης,
που έλαβα από τη σελίδα ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Κρητικά κάλαντα Χριστουγέννων
Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεία Γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη
οι ουρανοί αγάλλουσι χαίρετ' η κτίσις όλη.
Εντός σπηλαίου τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα.
Φτάσαντες εις Ιερουσαλήμ με πόθον ερωτώσι
πού εγεννήθη ο Χριστός να πάν να τον ευρώσι!
Διά Χριστόν ως ήκουσε ο βασιλεύς Ηρώδης
αμέσως εταράχθηκε έγινε θηριώδης.
Ότι πολλά φοβήθηκε διά τη βασιλεία
μην του την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξία.
Κράζει τους μάγους και ρωτά πού ο Χριστός γεννάται;
Εις Βηθλεέμ ηξεύρομεν ως η γραφή διηγάται.
Γεννάται κι αναθρέφεται με μέλι και με γάλα
το μέλι τρών οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες
και στο μελισσοβότανο να λούζονται οι κυράδες.
Κερά ψηλή κερά λιγνή κερά καμαροφρύδα
κερά μου τον υγιόκα σου και τον πρωτότοκό σου
για λούστονε για χτένιστον για στείλτον στο σχολειό του
να τονε δείρει ο δάσκαλος με τρία κλωνάρια μόσχο
και να του σκούξουν τα παιδιά: μωρέ μοσκοδαρμένε
μωρέ και πούν' τα γράμματα, μωρέ και πουν ο νούς σου;
Κερά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
και κρουσταλίδα του γιαλού και πάχνη από τα δέντρα
Aπού τον έχεις τον υγιό το μοσχοκανακάρη
λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σχολειό τον πέμπεις.
Κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ' ένα χρυσό βεργάλι
και η κυρά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.
Έχετε γιο στα γράμματα που σέρνει το κοντύλι
να του τ΄ αξώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι.
Επόμαμε του γιόκα σας να πούμε και τση κόρης
έχετε κόρη όμορφη γραμματικός τη θέλει
μ' αν είναι και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύγει.
Είπαμε δα για την κερά ας πούμε και τση βάγιας
άψε βαγίτσα το κερί, άψε και το διπλέρι σ'
και κάτσε και ντουσούντισε ήντα θα μασ-ε φέρεις.
Για απάκι, για λουκάνικο, για χοιρινό κομμάτι
κι από τον πείρο του βουτσού να πιούμε μια γεμάτη.
Κι από τη μαύρη όρνιθα κιανένα αυγουλάκι
κι αν το΄χει κάνει η γαλανή ας είναι ζευγαράκι
κι από το πιθαράκι σου λάδι ένα κουρουπάκι
κι αν είναι κι ακροπλιάτερο βαστούμε και τ' ασκάκι.
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα
και φέρε και γλυκό κρασί να πιούν τα παλληκάρια
Κι αν είναι με το θέλημα άσπρη μου περιστέρα,
Ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε «καλησπέρα».
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Joanna Sfakianaki - Dimitriadou
Το Κλειδί της Φάτνης, μια χριστουγεννιάτικη ιστορία.
Ο παπα-Λουκάς υπηρετούσε σε μια μικρή ενορία ενός ορεινού
χωριού. Τα Χριστούγεννα για εκείνον ήταν η πιο κουραστική, αλλά και η πιο
φωτεινή μέρα του χρόνου. Μετά την πανηγυρική Λειτουργία, όταν οι πιστοί έφυγαν
για τα στρωμένα τραπέζια τους, ο παπα-Λουκάς έμεινε μόνος να σβήσει τα κεριά.
Καθώς ετοιμαζόταν να κλειδώσει τη βαριά ξύλινη πόρτα, είδε
μια σκιά να κάθεται στα σκαλιά. Ήταν ένας ξένος, ταλαιπωρημένος, με ρούχα που
δεν άντεχαν το χιόνι της Πίνδου.
— «Ευλόγησον, πάτερ», ψιθύρισε ο άντρας. «Δεν ζητώ χρήματα.
Απλώς μια γωνιά να ζεσταθώ για λίγο. Όλες οι πόρτες στο χωριό είναι κλειστές
γιατί γιορτάζουν οικογενειακά».
Ο παπα-Λουκάς κοίταξε το ρολόι του. Η πρεσβυτέρα τον
περίμενε με τη ζεστή σούπα και τα εγγόνια του. Όμως, κοιτάζοντας την εικόνα της
Γέννησης, θυμήθηκε πως ούτε για την Παναγία υπήρχε «τόπος εν τω καταλύματι».
— «Έλα μαζί μου, παιδί μου», του είπε απλά.
Δεν τον πήγε στο σπίτι του – ήξερε πως ο ξένος ένιωθε
αμήχανα. Τον οδήγησε στο μικρό αρχονταρίκι της εκκλησίας, άναψε τη σόμπα και
του έφερε ένα πιάτο φαγητό από το δικό του σπιτικό. Κάθισαν οι δυο τους για
ώρα.
Ο παπα-Λουκάς δεν έκανε κήρυγμα. Απλώς άκουγε. Άκουσε για
την ξενιτιά, για την απώλεια, για την απελπισία.
Όταν ο ξένος ζεστάθηκε και ηρέμησε, ο παπα-Λουκάς του έδωσε
μια παλιά κάπα και το κλειδί του ξενώνα της κοινότητας.
— «Ξέρεις, πάτερ», είπε ο άντρας φεύγοντας, «νόμιζα πως ο
Χριστός γεννήθηκε πριν δύο χιλιάδες χρόνια. Απόψε κατάλαβα πως γεννιέται κάθε
φορά που κάποιος ανοίγει μια πόρτα».
Ο παπα-Λουκάς επέστρεψε στο σπίτι του αργά. Το φαγητό είχε
κρυώσει, αλλά η καρδιά του ήταν πιο ζεστή από ποτέ. Είχε καταλάβει πως η
Λειτουργία δεν τελειώνει στο «Δι’ ευχών», αλλά συνεχίζεται στον δρόμο, έξω από
την πόρτα της εκκλησίας.
Μια σκέψη:
Η ιστορία αυτή μας διδάσκει πως ο ιερέας δεν είναι μόνο εκείνος που τελεί τα μυστήρια, αλλά εκείνος που γίνεται η γέφυρα ανάμεσα στην απελπισία και την ελπίδα