Η πραγματικότητα των «αόρατων» ΑμΕΑ εκπαιδευτικών του 50%
και άνω
«Η ‘αόρατη’ και
ευπαθής κατηγορία των ΑμΕΑ εκπαιδευτικών με αναπηρία 50% και άνω, βρίσκεται
συνεχόμενα σε δεινή θέση, εξαιτίας νομοθετημάτων που μας εκθέτουν προ πολλαπλών
κινδύνων για την υγεία μας», σημειώνουν οι εκπαιδευτικοί
«Ουσιαστική κρατική στήριξη στους ΑμΕΑ εκπαιδευτικούς για
την εξασφάλιση, όχι κατ΄ ευφημισμόν πρόνοιας, αλλά ισότητας στις ευκαιρίες για
αξιοπρεπή διαβίωση, εργασιακή εξασφάλιση και κοινωνική ευημερία», ζητούν δύο
εκπαιδευτικοί της συγκεκριμένης κατηγορίας με κείμενο που απέστειλαν στο
alfavita.gr.
Στο κείμενό τους αναφέρουν:
Η ‘αόρατη’ και ευπαθής κατηγορία των ΑμΕΑ εκπαιδευτικών με
αναπηρία 50% και άνω, βρίσκεται συνεχόμενα σε δεινή θέση, εξαιτίας
νομοθετημάτων που μας εκθέτουν προ πολλαπλών κινδύνων για την υγεία μας. Πιο
συγκεκριμένα, η εφ’όρου ζωής πάθηση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1
(ινσουλινο-εξαρτώμενος διαβήτης) δεν συμπεριλαμβάνεται, ούτε μετά το πέρας
είκοσι έξι (26!) ολόκληρων ετών, στις παθήσεις που ανήκουν στις ειδικές κατηγορίες
ΑμεΑ του Π.Δ. αρ. 50/1996/άρ. 13, προκειμένου να εξασφαλίσουμε δικαίωμα
υπηρεσιακών μεταβολών κατά προτεραιότητα στην εκπαίδευση. Θα λέγαμε ότι
το ανωτέρω Π.Δ. κρίνεται επιστημονικά μη-επαρκές και χρήζει επικαιροποίησης,
καθώς περικλείει ένα πολύ μικρό φάσμα ειδικών κατηγοριών ΑμεΑ που δικαιούνται
υπηρεσιακές μεταβολές κατά προτεραιότητα, προκειμένου να διευκολυνθούν να
υπηρετήσουν σε περιοχές κοντά στην οικία και τους θεράποντες ιατρούς τους.
Πιο συγκεκριμένα, οι διαβητικοί τύπου 1, οι οποίοι, αδικαιολογήτως,
εκλείπουμε των προστατευόμενων παθήσεων, θέτουμε τη ζωή μας σε κίνδυνο,
υπηρετώντας συχνά σε δυσπρόσιτες ή απομακρυσμένες περιοχές, χωρίς, ή με
ελλιπείς, δομές υγείας / φαρμακευτικές-νοσοκομειακές παροχές, μακριά, από τη
σταθερότητα του οικείου περιβάλλοντός μας και του επιβλέποντα διαβητολόγου μας,
που έχουμε θεμελιώσει αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης και γνωρίζει, επαρκώς, το
ιστορικό μας.
Αξίζει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο ότι ο διαβήτης είναι
μια απαιτητική χρόνια πάθηση και, ως εκ τούτου, κάθε χρόνο (και πιο τακτικά αν
χρειάζεται), υποβάλλουμε εαυτούς σε πολλαπλές εξετάσεις, όπως: οφθαλμολογικές,
καρδιολογικές, νευρολογικές, αίματος κ.α., προκειμένου να προλάβουμε όποιες
διαφαινόμενες επιπλοκές στην υγεία μας. Παράλληλα, επιβάλλεται να παρακολουθούμε
την πορεία των τιμών σακχάρου στο αίμα, κάθε τρίμηνο, με την εξειδικευμένη
εξέταση της γλυκοζηλιωμένης αιμοσφαιρίνης. Είναι βέβαιο, ότι όλες αυτές οι
εξειδικευμένες εξετάσεις δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν στις
απομακρυσμένες/δυσπρόσιτες περιοχές που υπηρετούμε, με κόστος και επίπτωση στην
υγεία μας.
Εξίσου απαραίτητο για εμάς, είναι η πρόσβαση σε φάρμακα και
αναλώσιμα (ταινίες μέτρησης, βελόνες, σκαρφιστήρες, μηχανήματα μέτρησης
σακχάρου, αισθητήρες, αντλίες κ.α.), ζωτικής σημασίας για την καθημερινότητά
μας. Συχνά, δεν μπορούμε να τα βρούμε εύκολα ή και αργεί η παράδοσή τους από τα
φαρμακεία, ειδικά όσων υπηρετούμε στα νησιά, θέτοντας ένα ακόμα ‘σκόπελο’ στην
καθημερινή μας διαβίωση. Συχνότατα στα μέρη που υπηρετούμε, οι τοπικοί,
συνήθως, αγροτικοί ιατροί, δεν είναι επαρκώς ενημερωμένοι για τη συνταγογράφηση
ή και δεν τους επιτρέπει ο νόμος να συνταγογραφούν αναλώσιμα. Έτσι, αδυνατούμε
να έχουμε άμεσα τα απαραίτητα φάρμακα και αναλώσιμα, αναζητώντας άλλες λύσεις
προμήθειας, αναγκαζόμενοι να ταξιδεύουμε σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα ή και
μεγάλα νησιά, αναζητώντας εξειδικευμένους στην πάθηση ιατρούς, το οποίο
κοστίζει τόσο σε εμάς, όσο και στην υπηρεσία σε άδειες.
Τέλος, ο πλέον σοβαρός λόγος για την ένταξή μας στις ειδικές
κατηγορίες του Π.Δ. αρ. 50/1996/άρ. 13 είναι το ότι η πάθησή μας μπορεί ανά
πάσα στιγμή να αποβεί μοιραία για τη ζωή μας, όταν βρισκόμαστε μακριά από τις
οικογένειές μας που είναι εκπαιδευμένοι να μας βοηθούν. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος
που διατρέχει ένας διαβητικός είναι το υπογλυκαιμικό κώμα, μια συχνότατη
επιπλοκή της πάθησης, που αν δεν μας χορηγηθεί ένεση γλυκαγόνου εντός δέκα
λεπτών από τη στιγμή της απώλειας συνείδησης, αποβαίνει μοιραία για τη ζωή.
Όπως και οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί που υπηρετούμε εκτός οικίας, δεν έχουμε
συνήθως τη δυνατότητα να φέρουμε την οικογένεια ή τους συντρόφους μας στον τόπο
υπηρέτησης. Στη δική μας όμως περίπτωση, είναι απαραίτητο να έχουμε δίπλα μας
άτομο εκπαιδευμένο στις ανάγκες και κινδύνους του διαβήτη.
Η ίδια ζοφερή κατάσταση ισχύει και στην περίπτωση διαβητικής
κετοξέωσης που χρήζει άμεσα νοσηλείας, εφόσον υπάρχει κοντά δομή υγείας, μια
ακόμα κατάσταση που αδυνατούμε να διαχειριστούμε μόνοι μας. Με κυριολεκτικό
κίνδυνο της ζωής μας και αγωνία, διαπιστώνουμε ο νόμος να μας αφήνει
εκτεθειμένους στους προαναφερθέντες κινδύνους και να μας προσπερνά αδιάφορα,
ενώ πρόκειται για μια συνθήκη που επηρεάζει την υγεία και τη ζωή μας
καταλυτικά, παρότι εμείς δίνουμε κυριολεκτικά ‘μάχη’ για να ανταποκριθούμε στα
διδακτικά μας καθήκοντα με ευσυνειδησία.
Επομένως, η μη ένταξή μας στις ειδικές κατηγορίες, συνιστά
σοβαρή παράλειψη του νομοθέτη και προς διόρθωση και επικαιροποίηση του
διατάγματος, έχει συνταχθεί αιτιολογική έκθεση, όπως και συγκεκριμένη
προτεινόμενη διάταξη που στηρίζεται στη γνωμοδοτική πρόταση / απόφαση του
ΚΕ.Σ.Υ. (29-12-2016/Αρ. απόφ.:4/256η Ολομ./24-6-2016), η οποία, ήδη από το
2016, ιατρικά τεκμηριώνει και πιστοποιεί την επιτακτική ανάγκη για διεύρυνση
των ειδικών κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένου του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1.
Αιτούμαστε τη δίκαιη αντιμετώπισή μας, στα πλαίσια του νόμου
158(I)/1999 / ΜΕΡΟΣ VII ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ / (3) ‘Η ίση μεταχείριση των ανίσων
είναι το ίδιο απαράδεκτη με την άνιση μεταχείριση των ίσων’. Η
επικαιροποίηση του Π.Δ. αρ. 50/1996/άρθρο 13, κρίνεται απαραίτητη για να
ανταποκρινόμαστε στα καθήκοντά μας, προστατεύοντας την ήδη επιβαρυμένη ψυχική
και σωματική υγεία μας.
Τοποθέτηση νεοδιόριστων ΑμΕΑ Εκπαιδευτικών – Ανύπαρκτο
δικαίωμα μετάθεσης ΑμΕΑ Εκπαιδευτικών και υποχρεωτική διετής (2!) υπηρέτηση
στον τόπο διορισμού
ΑμΕΑ εκπαιδευτικοί υφίστανται ακόμα ένα παραγκωνισμό από το
κράτος και τις διαδικασίες τοποθέτησης σε σχολεία νεοδιόριστων εκπαιδευτικών.
Βάσει νόμου, οι νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί υποβάλουν δήλωση προτίμησης
προσωρινής τοποθέτησης σε ένα ή περισσότερα σχολεία της περιοχής διορισμού. Σε
περίπτωση που οι ίδιες θέσεις ζητούνται από περισσότερους υποψήφιους
προτιμώνται κατά σειρά όσοι έχουν τις περισσότερες μονάδες τοποθέτησης για
οικογενειακούς λόγους, συνυπηρέτηση και εντοπιότητα.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο ΑμΕΑ νεοδιόριστος εκπαιδευτικός
δεν τίθεται σε προτεραιότητα, δεν μοριοδοτείται και επομένως δεν έχει καμία
δυνατότητα επιλογής σχολικής μονάδας, σε αντίθεση με τους υγιείς συναδέλφους
του. Στην ουσία, περιθωριοποιείται και αναγκάζεται να υπηρετήσει σε σχολικές
μονάδες που οι συνάδελφοί του δεν επέλεξαν, πιθανόν σε μακρινές αποστάσεις από
το κέντρο ενός νομού/νησιωτικής χώρας και επομένως, αποκομμένος από κέντρα
υγείας/νοσοκομεία, ιατρούς, φαρμακεία.
Επίσης, μείζον πρόβλημα, αποτελεί η υποχρεωτική διετής υπηρέτηση
της οργανικής θέσης νεοδιόριστων εκπαιδευτικών ΑΚΟΜΑ και ΑμΕΑ, με εξαίρεση
μόνον όσων φέρουν το δυσθεώρητο και αυθαίρετο επιστημονικά ποσοστό αναπηρίας
75% και άνω. Προς τούτο ζητούμε, τον κατ’εξαίρεση και κατά προτεραιότητα
διορισμό στον τόπο συμφερόντων μας και την κατά προτεραιότητα επιλογή σχολείου
υπηρέτησης για τους ΑμΕΑ εκπαιδευτικούς.
Η προστασία και η ευμάρεια των ΑμΕΑ αποτελούν βασικοί
πυλώνες του κοινωνικού κράτους και της ύπαρξης κοινωνικής ισότητας και
δικαιοσύνης. Χρειάζεται επί της ουσίας ουσιαστική κρατική στήριξη στους ΑμΕΑ
εκπαιδευτικούς για την εξασφάλιση, όχι κατ΄ευφημισμόν πρόνοιας, αλλά ισότητας
στις ευκαιρίες για αξιοπρεπή διαβίωση, εργασιακή εξασφάλιση και κοινωνική
ευημερία.
‘Η ίση μεταχείριση των ανίσων είναι το ίδιο απαράδεκτη με
την άνιση μεταχείριση των ίσων’.
Σ.Γ & Χ. Ζ.
Πηγή: www.alfavita.g