Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Ο χρήστης Σωτήρης Κουμτζής αισθάνεται περήφανος. Έλα ρε γαμώτο; Σοβαρά τώρα; Ας το πάμε και μερικά βήματα παρακάτω. Εσείς Οι ανάπηροι, τι τους θέλετε τους γάμους; Αφού θα κάνετε ανάπηρα παιδιά. Τι θα Τους κάνουμε τόσους ανάπηρους;;; Θα γεμίσει ο κόσμος από δαύτους! Καλύτερα νεκρός... παρά ανάπηρος!!!!!!

Ο χρήστης Σωτήρης Κουμτζής  αισθάνεται περήφανος.

Έλα ρε γαμώτο; Σοβαρά τώρα; Ας το πάμε και μερικά βήματα παρακάτω. Εσείς Οι ανάπηροι,  τι τους θέλετε τους γάμους; Αφού θα κάνετε ανάπηρα παιδιά. Τι θα Τους κάνουμε τόσους ανάπηρους;;;    Θα γεμίσει ο κόσμος από δαύτους!

Καλύτερα νεκρός... παρά ανάπηρος!!!!!!

Η βροχή είχε μόλις σταματήσει. Ο Οδυσσέας καθισμένος στο αναπηρικό του αμαξίδιο, έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω,  αφήνοντας τις τελευταίες σταγόνες να κυλήσουν στο πρόσωπό του.

Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο κόσμος γύρω του ξαναγεννιόταν. Άκουγε το απαλό θρόισμα των φύλλων που έσταζαν ακόμα υγρασία, τα πουλιά που ξεκινούσαν δειλά το τραγούδι τους, το μακρινό γέλιο κάποιου παιδιού που έτρεχε σε μια λακκούβα. Ο αέρας είχε μια γεύση φρεσκάδας, γεμάτος υπόσχεση.

Χαμογέλασε. Κάθε σταγόνα που έγλειφε το δέρμα του ήταν μια υπενθύμιση πως ήταν εδώ. Ζωντανός. Παρών. Κι όσο η βροχή έδινε τη θέση της στον ήλιο, άλλο τόσο η ψυχή του άνοιγε στον κόσμο. Η ζωή δεν μετριόταν πια με βήματα, αλλά με στιγμές σαν αυτή. Στιγμές που άξιζαν να τις ρουφάς ως την τελευταία τους σταγόνα.

Δεν ήταν πάντα έτσι. Θυμόταν την ημέρα που όλα άλλαξαν. Το αυτοκίνητο, το χτύπημα, το σκοτάδι. Το ξύπνημα στο νοσοκομείο, οι γιατροί με τα σκυμμένα βλέμματα, η σιωπή που ακολούθησε τα λόγια τους. «Δεν θα περπατήσεις ξανά.»

Οι πρώτοι μήνες ήταν βασανιστικοί. Η καθημερινότητα είχε μετατραπεί σε μια ατέλειωτη δοκιμασία. Η φυσιοθεραπεία ήταν επίπονη, οι στιγμές που έπεφτε από το αμαξίδιο εξαντλητικές, οι απλές κινήσεις που άλλοτε θεωρούσε δεδομένες, όπως το να ντυθεί ή να φτάσει ένα ποτήρι νερό, φάνταζαν σαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Υπήρχαν μέρες που έκλεινε τα φώτα και δεν ήθελε να δει κανέναν. Άλλες, έσφιγγε τα δόντια και προσπαθούσε ξανά.

Ώσπου μια μέρα, ο αδελφός του μπήκε στο δωμάτιο και του άφησε στα πόδια του ένα βιβλίο. «Δεν θα φύγω αν δεν το ανοίξεις» του είπε. Ήταν το "Unstoppable: My Life So Far" η αυτοβιογραφία του Anthony Robles ενός παλαιστή που γεννήθηκε με ένα πόδι, που όχι μόνο δεν τα παράτησε, αλλά κατέκτησε τον τίτλο του πρωταθλητή. Ο Οδυσσέας το διάβασε με δίψα. Και τότε, κάτι μέσα του άρχισε να αλλάζει. Μπορεί να μην γινότανε αθλητής, αλλά θα γινόταν σίγουρα μαχητής.

Έβαλε στόχους, μικρούς στην αρχή: να σηκωθεί από το κρεβάτι χωρίς βοήθεια, να κυλήσει το αμαξίδιό του μέχρι την εξώπορτα, να μαγειρέψει ξανά. Κάθε νίκη, όσο μικρή κι αν ήταν, του έδινε δύναμη. Ξεκίνησε ξανά τις σπουδές του, γράφτηκε σε μια ομάδα ατόμων με αναπηρία που έκαναν αθλητισμό, άρχισε να βγαίνει. Η ζωή δεν ήταν όπως πριν, αλλά ήταν ακόμα ζωή και μάλιστα πολύ όμορφη και ενδιαφέρουσα. Και αυτό είχε σημασία.

Με πείσμα, συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην πληροφορική, εργαζόμενος ασταμάτητα. Ήθελε να αποδείξει, κυρίως στον εαυτό του, ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει.

Κάπου εκεί γνώρισε την Ελένη.

«Δεν μπορεί… κάτι λείπει…» μουρμούριζε η κοπέλα, σκυμμένη πάνω από τον φορητό της υπολογιστή, με τα δάχτυλά της να χτυπούν νευρικά το πληκτρολόγιο. Ο κώδικας μπροστά της αρνιόταν πεισματικά να εκτελεστεί σωστά.

Ο Οδυσσέας, που καθόταν δύο θέσεις παραδίπλα στο εργαστήριο, την είχε προσέξει εδώ και καιρό. Είχε παρατηρήσει το πώς δάγκωνε το χείλος της όταν προσπαθούσε να συγκεντρωθεί, το πώς ανακάτευε τα μαλλιά της κάθε φορά που εκνευριζόταν.

Δεν άντεξε. Έγειρε ελαφρώς προς το μέρος της και, με μια παιχνιδιάρικη διάθεση, είπε:

«Αν μου επιτρέπεις… έχεις ένα περιττό ‘!’ στη γραμμή 42.»

Η Ελένη σήκωσε το βλέμμα της, τα μάτια της γεμάτα απορία.

«Σοβαρά;» είπε, κοιτώντας ξανά τον κώδικα. Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Μα ναι! Πώς το είδες έτσι αμέσως;»

Ο Οδυσσέας σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του, αλλά το χαμόγελό του πρόδιδε τη μικρή του περηφάνια.

«Οι ανάπηροι έχουμε μάθει να προσέχουμε τις λεπτομέρειες. Τις πιο ύπουλες.»

Η Ελένη γέλασε. «Μάλλον χρωστάω έναν καφέ στον σωτήρα μου.»

«Δεν θα έλεγα όχι…» απάντησε εκείνος, κοιτάζοντάς την με ένα χαρούμενο τρόπο.

Και κάπως έτσι, ένα απλό «!» έγινε η αφετηρία για ατελείωτους καφέδες, βαθιές συζητήσεις και ένα ταξίδι που κανείς τους δεν φανταζόταν τότε πόσο όμορφο θα γινόταν.

Το φλερτ τους ήταν απλό, τρυφερό, όπως όλα τα νεανικά φλερτ. Η Ελένη δεν είδε ποτέ το αμαξίδιο, αλλά έβλεπε μόνο τον Οδυσσέα. Τον άντρα που είχε χιούμορ, που της έστελνε μηνύματα όταν σκεφτόταν κάτι αστείο, που την κοιτούσε σαν να ήταν το πιο όμορφο πλάσμα στον κόσμο.

Ένα δειλινό, καθώς ο ήλιος βουτούσε αργά πίσω από τις στέγες, βάφοντας τον ουρανό σε αποχρώσεις του χρυσού και του πορφυρού, ο Οδυσσέας πήρε μια βαθιά ανάσα και τόλμησε να της ανοίξει την καρδιά του.

«Ελένη…» ψιθύρισε, χαϊδεύοντας αφηρημένα το χείλος της κούπας του. «Σ’ έχω ερωτευθεί. Δεν ξέρω όμως αν… αν είμαι αρκετός για σένα. Αν μπορώ να σου δώσω τη ζωή που σου αξίζει. Η ζωή μαζί μου ξέρεις ότι έχει δυσκολίες.»

Η Ελένη τον κοίταξε σιωπηλά για μια στιγμή, το βλέμμα της γεμάτο τρυφερότητα. Έπειτα, χωρίς να διστάσει, πλησίασε και ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του, ένα φιλί απαλό, το πρώτο φιλί τους.

«Οδυσσέα…» ψιθύρισε, κρατώντας το πρόσωπό του στις παλάμες της. «Δεν ξέρω τι μας επιφυλάσσει το αύριο. Ξέρω μόνο ότι σε έχω και εγώ ερωτευθεί. Ότι σ’ αγαπώ. Και θέλω να ζήσω τη ζωή μου μαζί σου, όπως κι αν είναι.»

Η φωνή της ήταν σταθερή, σίγουρη, σαν κάτι που είχε ήδη αποφασίσει πολύ πριν το πει δυνατά. Ο Οδυσσέας ένιωσε την καρδιά του να σπάει και να ξαναγεννιέται μέσα σε μια στιγμή. Όλοι οι φόβοι του, όλες οι αμφιβολίες του, διαλύθηκαν. Ήταν τόσο ευτυχισμένος!!!!.

Μετά την αποφοίτησή του, βρήκε δουλειά σε μια εταιρεία ανάπτυξης λογισμικού. Η καθημερινότητά του ήταν γεμάτη. Ξυπνούσε νωρίς, έφτιαχνε καφέ, έτρεχε με το χειρήλατο αμαξίδιο στο πάρκο, πριν ξεκινήσει τη δουλειά του. Τα βράδια, έβγαινε με την Ελένη και με άλλους φίλους. Άρχισε να παίζει μπάσκετ με αμαξίδιο, που είχε γίνει η δεύτερη οικογένειά του.

Ο γάμος τους έγινε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, με την Ελένη να λάμπει στο λευκό της φόρεμα και εκείνον να την κοιτάζει με δάκρυα στα μάτια. Δεν ήταν πια ο άντρας που κάποτε πίστευε πως η ζωή του είχε τελειώσει. Ήταν ένας άντρας που είχε κερδίσει κάθε μάχη που του δόθηκε.

Όταν γεννήθηκε ο γιος τους, ένιωσε πως η ζωή του είχε φτάσει στο απόλυτο νόημα. Του έμαθε να κάνει ποδήλατο, να διαβάζει βιβλία, να ακούει τα πουλιά, να βλέπει το ηλιοβασίλεμα. Η ζωή ήταν εδώ, σε κάθε γέλιο του παιδιού του, σε κάθε στιγμή που κρατούσε το χέρι της Ελένης, σε κάθε βράδυ που έκλεινε τα μάτια του με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη, που δεν πέθανε στο ατύχημα.

Τώρα, καθισμένος μπροστά στη λίμνη του πάρκου, έβλεπε τα νερά να καθρεφτίζουν τον ουρανό. Ένα μικρό παιδί έτρεξε δίπλα του, γελώντας, κυνηγώντας ένα περιστέρι. Η μητέρα του, λίγα βήματα πίσω, το κοιτούσε με λατρεία. Στο παγκάκι απέναντι, ένας ηλικιωμένος άντρας έπιανε απαλά το χέρι της συντρόφου του. Ήταν τόση η αγάπη στα μάτια του, που ο Οδυσσέας ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται.

Γύρισε το αμαξίδιό του και σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό.

Ποιος είχε το δικαίωμα να πει πως η ζωή του δεν άξιζε;

Η ζωή ήταν εδώ. Η ζωή ήταν παντού. Και ο Οδυσσέας την απολάμβανε με όλη του την ψυχή.

ΥΓ. Αυτή η ιστορία είναι αφιερωμένη σε όλους εκείνους που άκουσαν πως η ζωή τους συρρικνώθηκε, αλλά απέδειξαν το αντίθετο. Σε όσους είδαν τον κόσμο από διαφορετική γωνία, αλλά συνέχισαν να τρέχουν, με τη ψυχή τους. Σε όσους αρνήθηκαν να αφήσουν ένα αναπηρικό αμαξίδιο, ένα τεχνητό μέλος, μια αίσθηση ή μια οποιαδήποτε δυσκολία να τους καθορίσει.

Η ζωή δεν μετριέται σε ατυχίες, αλλά σε πάθος, όνειρα και αγάπη. Και εσείς, που ζείτε κάθε μέρα με δύναμη, είστε οι πραγματικοί νικητές. Σας ζητώ συγγνώμη για κάθε απρέπεια που εκστομίζεται δημόσια από όσους δεν έχουν ενσυναίσθηση. Που λένε ότι καλύτερα ήταν να είχατε πεθάνει. ΣΥΓΓΝΩΜΗ