Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ για τα ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ 2023 Μέρος 10ο Θεσμικά εμπόδια ισότιμης μεταχείρισης των ατόμων με αναπηρίες και των οικογενειών τους – μείωση ευνοϊκών μέτρων πρόωρης συνταξιοδότησης συγγενών ατόμων με αναπηρίες

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ για τα ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ 2023 Μέρος 10ο

 

εΣύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 1 ν. 3996/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει από 19.08.2015, τις διατάξεις του άρθρου 2, υποπαρ. Ε3, περ. 2β του ν. 4336/2015 περί σταδιακής αύξησης ορίων ηλικίας πλήρους και μειωμένης συνταξιοδότησης, καθώς και με την υπ’ αριθμ. Φ.11321/οικ.47523/1570/23.10.2015 Υπουργική Απόφαση, όπως αυτή ερμηνεύτηκε και εξειδικεύθηκε με τις εγκυκλίους Φ.80000/54411/1797/30.11.2015 και Φ. 10035/οικ.54871/1270/23.12.2015, ασφαλισμένοι που μέχρι την 18.08.2015 είναι σύζυγοι ατόμων με αναπηρία σε ποσοστό 80% και έχουν 25 έτη ασφάλισης (7.500 ημέρες εργασίας) δικαιούνται να λάβουν σύνταξη λόγω γήρατος, χωρίς ηλικιακό περιορισμό. Από 19.08.2015 και εφεξής προβλέπεται η συμπλήρωση προοδευτικά αυξανόμενου ορίου ηλικίας, εξαρτώμενου από την ημερομηνία συμπλήρωσης των 25 ετών ασφάλι-σης (7.500 ημερών εργασίας) και από τον χρόνο επέλευσης της, απαιτούμενης από τον νόμο, αναπηρίας του/της συζύγου (Γενικό Έγγραφο e-ΕΦΚΑ υπ’ αριθμ. Σ40/95/480598/25.11.2021).

Όπως αποτυπώνεται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα δικαιώματα ατόμων με αναπηρία 2020 2023, στόχος 15, περί ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης και κοινωνικής προστασίας, μέσω του ενιαίου Κανονισμού Παροχών για την Κύρια Σύνταξη και για τα συνταξιοδοτικά επιδόματα που χορηγεί ο e-ΕΦΚΑ στα άτομα με αναπηρία και χρόνιες παθήσεις, θα επιδιωχθεί η εναρμόνιση των διαδικασιών για τη χορήγηση των παροχών κύριας σύνταξης και των συνταξιοδοτικών επιδομάτων στα άτομα με αναπηρία, ανεξάρτητα από τον ενταχθέντα στον e-ΕΦΚΑ φορέα στον οποίο ασφαλίζονται, όπως έχει προβλεφθεί με τις διατάξεις του άρθρου 49 του νόμου 4670/2020.

Θα ήταν ανεδαφικό να υποστηριχθεί ότι τα άτομα με αναπηρία, υπό τις παρούσες συνθήκες, μπορούν να εξασφαλίσουν σε κάθε περίπτωση την υποστήριξη που χρειάζονται από άτομα εκτός του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, και ότι υπάρχει η δυνατότητα να εμπλακούν από τη φροντίδα τους οι φροντιστές που είναι μέλη του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος, συνηθέστερα σύζυγοι, ώστε οι

τελευταίοι να έχουν τη δυνατότητα απρόσκοπτης επαγγελματικής δραστηριότητας. Η, παράλληλη με τα καθήκοντα του φροντιστή, επαγγελματική απασχόληση των μελών του οικογενειακού περιβάλλοντος του ατόμου με αναπηρία, είναι αναντίρρητα εξουθενωτική. Γι’ αυτό τον λόγο, ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας τις δυσχέρειες εργασιακής απασχόλησης των συζύγων των ατόμων με αναπηρία, αναγνώρισε στις διατάξεις του άρθρου 37 παρ. 1 ν. 3996/2011 τη δυνατότητα πλήρους συνταξιοδότησής τους λόγω γήρατος, χωρίς όριο ηλικίας.

Στη συνέχεια, ωστόσο, με τις ως άνω διατάξεις του ν. 4336/2015, επιβλήθηκε, στις περιπτώσεις αυτές, προοδευτικά αυξανόμενο ελάχιστο όριο ηλικίας για τη συνταξιοδότηση συζύγων ατόμων με αναπηρία, μέχρι την πρόβλεψη του 62ου έτους ηλικίας κατά το έτος 2022. Με τον τρόπο αυτό, περιορίστηκε το πεδίο εφαρμογής του ευνοϊκού μέτρου του άρθρου 37 παρ. 1 ν. 3996/2011, με την περιστολή του αριθμού των δικαιούχων, εμποδίζοντας, σε αρκετές περιπτώσεις, την πρόωρη συνταξιοδότηση συζύγων ατόμων με αναπηρία.

Οι νομοθετικές αυτές προβλέψεις στον ν. 4336/2015 υιοθετήθηκαν σε περίοδο εξαιρετικά δυσχερή για την οικονομική κατάσταση της Χώρας, με αποτέλεσμα να τεθούν περιορισμοί στις δημόσιες δαπάνες, και ιδίως στις δαπάνες μισθών και συ-ντάξεων. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη διάταξη εμφανίζεται ως συνέπεια της σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης, σε συνέχεια του ν. 4334/2015 σχετικά με επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (Ε.Μ.Σ.), λόγω εξαιρετικών συνθηκών για τη δυνατότητα τήρησης ειλημμένων υποχρεώσεων δανεισμού της Χώρας. Μεταξύ των προβλεπόμενων μέτρων, ήταν εμπροσθοβαρή μέτρα για τη βελτίωση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος, ως μέρος ενός προγράμματος συνολικής αναμόρφωσης του συνταξιοδοτικού συστήματος, μεταξύ άλλων, με την εισαγωγή ημιαυτόματων περικοπών δαπανών, σε περίπτωση αποκλίσεων από τους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Ωστόσο, πλέον, η δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας έχει διαφοροποιηθεί και επιτρέπει την επανεκτίμηση περιοριστικών μέτρων, ιδίως εκείνων που έχουν επι-πτώσεις στην κοινωνική προστασία. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όπως διαμορφώνεται με τις συγκεκριμένες διατάξεις, και όπως οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται από τον e-ΕΦΚΑ, τίθεται ως οριζόντια πρόβλεψη για όλους τους ασφαλισμένους συζύγους ατόμων με αναπηρία, ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση οι ασφαλισμένοι με περισσότερα έτη ασφάλισης (που έχουν συνεισφέρει και περισσότερο στο ασφαλιστικό σύστημα), ενώ η εφαρμογή των ως άνω διατάξεων οδηγεί τις ειδικές ευνοϊκές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπονται για την ειδική κατηγορία των συζύγων ατόμων με αναπηρία να προσεγγίζουν ουσιαστικά τα γενικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης λόγω γήρατος.

Φαίνεται, επίσης, ότι ο σχεδιασμός του συγκεκριμένου ηλικιακού ορίου εμφανίζεται ιδιαιτέρως επαχθής για τις περιπτώσεις με πολλά έτη ασφάλισης που η αναπηρία του συζύγου είναι σχετικά πρόσφατη. Ουσιαστικά, δηλαδή, αναγκάζει τους φροντιστές συζύγους να παραμένουν πολλά χρόνια στην εργασία, χωρίς να συνδυάζεται με ένα ορθολογικό πλαίσιο άλλων μέτρων που θα τους εξασφαλίζει ελάφρυνση των οικογενειακών βαρών. Με έναν απλό υπολογισμό, εάν ο ασφαλισμένος είχε το 2015 είκοσι πέντε (25) έτη ασφάλισης, το έτος 2027 που θα έχει συμπληρώσει το 62ο έτος της ηλικίας του, θα έχει ήδη 37 έτη ασφάλισης. Ουσιαστικά, η συνταξιοδότηση με τις ειδικές ευνοϊκές διατάξεις παρουσιάζει το όφελος μόλις τριών ετών ασφάλισης, σε σχέση με τις γενικές διατάξεις συνταξιοδότησης με τον ανώτατο προβλεπόμενο χρόνο ασφάλισης της 40ετίας. Εάν, δε, ο ασφαλισμένος είχε περισσότερα έτη ασφάλισης μέχρι την 18.08.2015, ουσιαστικά δεν προβλέπεται καμία ευνοϊκή πρόβλεψη για τη συνταξιοδότησή του ως σύζυγος ατόμου με αναπηρία, καθώς θα μπορεί να συνταξιοδοτηθεί ούτως ή άλλως με τις γενικές διατάξεις.

Με τη διαμόρφωση του προοδευτικού ορίου ηλικίας, όπως προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, υφίσταται, συνεπώς, μια εξισωτική αντιμετώπιση των συζύγων ατόμων με αναπηρία με τους ασφαλισμένους που συνταξιοδοτούνται κατά τις κοινές διατάξεις, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας και της, οφειλόμενης από την πολιτεία, ειδικής προστασίας των ατόμων με αναπηρία.

Επιπλέον, ο οριζόντιος χαρακτήρας της εν λόγω νομοθετικής πρόβλεψης δεν προσαρμόζει το επίπεδο της προστασίας ανάλογα με τις πραγματικές ανάγκες των δικαιούχων. Δεν αξιολογείται η συνδρομή άλλων επιβαρυντικών περιστάσεων ή συνθηκών που επηρεάζουν την ομαλή λειτουργία της οικογένειας και την εξασφάλιση ικανοποιητικού επιπέδου υποστήριξης για το άτομο με αναπηρία που συμμετέχει σε αυτή, όπως το ύψος του οικογενειακού εισοδήματος, το ύψος της εισοδηματικής ενίσχυσης της οικογένειας από άλλες πηγές (καταβολή επιδομάτων ή άλλων κοινωνικών παροχών, όπως Κ.Ε.Α., επιδότηση ενοικίου, κ.λπ.) ή η πλήρης απουσία αυτών, καθώς και η ύπαρξη ανήλικων/προστατευόμενων μελών στην οικογένεια. Δεν πραγματοποιείται, δηλαδή, ένας συνολικός σχεδιασμός της οικονομικής στήριξης της οικογένειας, στην οποία συμμετέχουν άτομα με αναπηρία, με παροχές σε χρήμα ή είδος, ώστε να εξασφαλίζεται και η πρόσβαση στο κοινωνικό πλαίσιο προστασίας με όρους ισοτιμίας.

Περαιτέρω, αξίζει να σημειωθεί ότι παραμένουν σε ισχύ οι συνταξιοδοτικές διατάξεις του Δημοσίου, σχετικά με τη θεμελίωση δικαιώματος γονέων τέκνου ανίκανου για την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος με τη συμπλήρωση 25ετίας και την καταβολή της σύνταξης με τη συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας (άρθρο 1 παρ. 6 περ. ββ ν. 4336/2015). Σχετικά έχουν δοθεί εγκύκλιες οδηγίες,

με το υπ’ αριθμ. 124069/0092/10.11.2015 έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

Με τις διατάξεις του ν. 4387/2016 περί υπαγωγής στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) των υπαλλήλων λειτουργών του Δημοσίου, και ειδικότερα στο άρθρο 4 παρ. 1β προβλέπεται ότι: «για τις προϋποθέσεις θεμελίωσης σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, καθώς και για τα όρια ηλικίας καταβολής της σύνταξης των ανωτέρω προσώπων, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού».

Από το πλαίσιο των ως άνω διατάξεων φαίνεται να απουσιάζει η προστασία για τις περιπτώσεις των συζύγων ατόμων με αναπηρία, δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέ-λεσμα να είναι δυνατή η συνταξιοδότησή τους μόνο με βάση τις γενικές διατάξεις συνταξιοδότησης (Φ.Υ. 343963).

Δυσχέρειες κατά την παροχή διευκολύνσεων στη στράτευση

Ο Συνήγορος του Πολίτη έχει κατά το παρελθόν κληθεί να μεσολαβήσει σε περιπτώσεις όπου οι στρατολογικές αρχές ερμηνεύουν στενά τις διατάξεις που αποσκοπούν στη διευκόλυνση εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων στρατευσίμων, οι οποίοι προέρχονται από οικογενειακό περιβάλλον με μέλη μη ικανά για κάθε εργασία, λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας. Σε μια, μάλιστα, εκ των περιπτώσεων, η Διοίκηση ενέμεινε στη συσταλτική ερμηνευτική της θέση, μέχρι και την έκδοση απόφασης από το Συμβούλιο της Επικρατείας, οπότε και συμμορφώθηκε με τη νομολογία, ενημερώνοντας σχετικά τα στρατολογικά γραφεία.

Η Αρχή κλήθηκε να εξετάσει, αυτή τη φορά, υπόθεση στρατευσίμου (Φ.Υ. 312707), τρίτου γιου οικογένειας, από την οποία έχουν αποβιώσει οι γονείς και ο πρώτος γιος, ενώ ο δεύτερος είναι ανίκανος για εργασία, λόγω ψυχικής πάθησης (ψυχωσική συνδρομή παρανοϊκού τύπου). Ο στρατεύσιμος ζήτησε να υπαχθεί σε ρύθμιση (άρθρο 13§1 του ν. 3421/2005), σύμφωνα με την οποία απαλλάσσεται από τη στράτευση «ο μόνος ή ο μεγαλύτερος γιος γονέων που έχουν πεθάνει, ο οποίος έχει έναν τουλάχιστον άγαμο και ανήλικο ή άγαμο και ανίκανο για κάθε εργασία αδελφό ή αδελφή». Το αίτημα του αναφερόμενου προς τη Στρατολογική Υπηρεσία απορρίφθηκε, όχι λόγω ελλιπούς απόδειξης των οικείων προϋποθέσεων, αλλά με την αιτιολογία ότι δεν είναι ούτε ο μόνος ούτε ο μεγαλύτερος γιος, καθώς μεγαλύτερος είναι ο επιζών αδελφός του. Σύμφωνα με την άποψη της υπηρεσίας του Γ.Ε.ΕΘ.Α., ο αναφερόμενος διατελούσε σε καθεστώς ανυποταξίας, η δε εξέταση του αιτήματός του για απαλλαγή από την υποχρέωση στράτευσης θα μπορούσε να γίνει μόνο μετά τη διακοπή της ανυποταξίας του και την πρόσκλησή

του για κατάταξη στις τάξεις των Ένοπλων Δυνάμεων. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, ο αιτών δεν θα τύγχανε, σύμφωνα με την οικεία Διεύθυνση, απαλλαγής, καθώς δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του νόμου.

Ο αναφερόμενος επανήλθε προς τον Συνήγορο εξηγώντας ότι, εφόσον κατατασσόταν στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων, θα τελούσε σε συνθήκη απόλυτης αδυναμίας να εξασφαλίσει ανεκτό επίπεδο διαβίωσης για τον ψυχικά πάσχοντα αδελφό του, αφού ήδη οι δυο αδελφοί κατάφερναν με δυσκολία να συντηρούν τη μισθωμένη οικία όπου διέμεναν, σιτιζόμενοι από την κοινωνική υπηρεσία του Δήμου. Πέραν τούτων, ο μεγαλύτερος αδερφός του έχρηζε καθημερινής φροντίδας και οικογενειακού υποστηρικτικού πλαισίου, λόγω της συνδρομής της ψυχικής νόσου.

Απευθυνόμενος στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας και επικαλούμενος συναφή νομολογία, ο Συνήγορος του Πολίτη υποστήριξε πως, από τη συστηματική θέση και τον σκοπό της οικείας διάταξης, προκύπτει ότι απαλλάσσεται ο μόνος υπόχρεος, είτε είναι ο μεγαλύτερος επιζών είτε όχι. Ο νόμος αναγνωρίζει ως προστάτη όποιον στρατεύσιμο, μετά το θάνατο των γονέων του, βαρύνεται με τη φροντίδα αδελφού ή αδελφής που δεν διαθέτει ικανότητα για εργασία. Το κατά πόσον το προστατευόμενο μέλος είναι μικρότερο ή μεγαλύτερο από τον μόνο υπόχρεο δεν επηρεάζει την πραγματική ή νομική κατάσταση της οικογένειας, εφ’ όσον, εν τέλει, ένας είναι ο υπόχρεος, οπότε μόνον αυτός θα μπορούσε να τύχει απαλλαγής.

Ο Συνήγορος τόνισε ακόμη ότι το πάγιο επιχείρημα των στρατολογικών υπηρεσιών, σύμφωνα με το οποίο οι διατάξεις περί απαλλαγής ή αναβολής, ως εξαιρετικές, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεν φαίνεται εφαρμοστέο στην προκειμένη περίπτωση, καθώς η θέση και ο σκοπός της επίμαχης διάταξης δεν φαίνεται να καταλείπουν περιθώρια διαφορετικής ερμηνείας. Ως προς τον ισχυρισμό, δε, του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, ότι δεν προβλέπεται μεταφορά του δικαιώματος απαλλαγής από τη στράτευση από τον δικαιούχο του δικαιώματος στον αμέσως επόμενο αδερφό, ο Συνήγορος αντέταξε τη θέση ότι ζήτημα μεταφοράς του δικαιώματος από τον δεύτερο (μεγαλύτερο ζώντα) στον τρίτο αδελφό θα ετίθετο μόνο στην περίπτωση που ο μεγαλύτερος επιζών εδικαιούτο απαλλαγής, βάσει του άρθρου 13§1 του ν. 3421/2005 και ζητούσε τη μεταφορά αυτού του δικαιώματος στον μικρότερο αδελφό του. Εν προκειμένω, δεν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση, καθώς ο μεγαλύτερος επιζών είχε απαλλαγεί εξ άλλης αιτίας. Κατά τούτο, ήταν αδιάφορη η ηλικιακή του σειρά, όπως άλλωστε και το φύλο του, ενώ αρκούσε το γεγονός ότι ήταν άτομο άγαμο και ανίκανο προς εργασία. Ο Συνήγορος εξέφρασε, καταληκτικά, την άποψη ότι στενή ερμηνεία δεν σημαίνει ερμηνεία παρά τη λογική, ούτε ερμηνεία παρά την κοινωνική στοχοθεσία της διάταξης.

Το ΓΕ.ΕΘ.Α. ενέμεινε στην αρχική θέση του, με το επιχείρημα ότι, στην ισχύουσα νομοθεσία και τις διατάξεις περί μειωμένης θητείας, προβλέπεται ρητά η μεταβίβαση του δικαιώματος εκπλήρωσης μειωμένης στρατεύσιμης στρατιωτικής υποχρέωσης από τον δικαιούχο του δικαιώματος στον αμέσως επόμενο ικανό για εργασία αδερφό, ενώ αντίθετα δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη στις διατάξεις περί απαλλαγής από την υποχρέωση στράτευσης του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 3421/2005. Ωστόσο, το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας αποδέχθηκε πως: «η εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων προβλημάτισε για τη σκοπιμότητα αντίστοιχης πρόβλεψης, ώστε να αποτελέσει πρόταση για ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας». Ο Συνήγορος του Πολίτη κοινοποίησε τη σχετική αλληλογραφία στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας και η οριστική λύση δόθηκε με τη θέσπιση του άρθρου 55 του ν. 5018/2023, σύμφωνα με το οποίο: «αν ο δικαιούχος είναι ανίκανος για κάθε εργασία, το δικαίωμα της απαλλαγής μεταβιβάζεται στον αμέσως επόμενο ικανό για εργασία αδελφό».