Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Αλλαγές στους όρους χορήγησης σύνταξης στα ορφανά τέκνα

Αλλαγές στους όρους χορήγησης σύνταξης στα ορφανά τέκνα

Αλεξάνδρα Κλειδαρά

14/05

2024

15:50

 

Ουσιώδεις βελτιώσεις σε προστατευόμενα δικαιοδόχα τέκνα, που απεβίωσαν οι γονείς τους επέρχονται με την εγκύκλιο του ΕΦΚΑ.                                

Ενοποιούνται οι κανόνες και οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης θανάτου στα δικαιοδόχα τέκνα, διορθώνοντας αδικίες που προέκυψαν από τη διαφορετική αντιμετώπιση αναλόγως της ημερομηνίας θανάτου του γονέα, (πριν ή μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 4387/2016).                                    

Πλέον, θα χορηγείται σύνταξη θανάτου για όλα τα άγαμα ορφανά τέκνα έως το 24ο έτος της ηλικίας τους, ανεξαρτήτως εάν σπουδάζουν ή όχι και ανεξαρτήτως του πότε επήλθε ο θάνατος του γονέα, (πριν ή μετά το 2016).                                    

Με αυτόν τον τρόπο, ορφανά τέκνα που έχαναν τη σύνταξη θανάτου του γονέα τους, μόλις συμπλήρωναν τα 18 τους έτη, εάν ο θάνατος γονέα είχε επέλθει προ του 2016 και δεν σπούδαζαν, πλέον θα την λαμβάνουν για έξι επιπλέον χρόνια, όπως ακριβώς συμβαίνει, όταν ο θάνατος του γονέα επήλθε, μετά το 2016.                                    

Πιο συγκεκριμένα:                                    

Α. Χορήγηση σύνταξης σε τέκνα που ο θάνατος του γονέα επήλθε πριν τις 13/5/2016.                                    

Με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν.4611/2019 που τροποποίησαν την περ.β’ της παρ.1 του άρθρου 12 του Ν.4387/2016, σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου που ο θάνατος επήλθε από 13/5/2016 κι εφεξής, δικαιούνται σύνταξη τα νόμιμα τέκνα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, ως νομιμοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα και υιοθετηθέντα, με την προϋπόθεση ότι παραμένουν άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 24ο έτος της ηλικίας τους.                                    

Οι διατάξεις του ως άνω άρθρου εφαρμόζονται πλέον και στα τέκνα που δικαιώθηκαν σύνταξης λόγω θανάτου με το άρθρο 12 του Ν. 4387/2016.                                        

                                         Ειδικότερα, με την παρ.1 του άρθρου 119 του Ν.5078/2023 επεκτείνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις του άρθρου 12 του Ν.4387/2016 όπως ισχύουν, περί χορήγησης σύνταξης θανάτου των δικαιοδόχων τέκνων και σε τέκνα θανόντων γονέων πριν την 13η .5.2016, ανεξάρτητα του ασφαλιστικού φορέα που χορήγησε την σύνταξη θανάτου, εφόσον ο θανών είχε τον απαιτούμενο χρόνο για την συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας.                                    

Επισημαίνουμε δε, ότι στους φορείς συμπεριλαμβάνεται και το πρώην Δημόσιο (Γ.Λ.Κ.) και το Ν.Α.Τ. Ως εκ τούτου, με την παρούσα ρύθμιση, χορηγείται ή επαναχορηγείται η δικαιούμενη σύνταξη μετά από αίτημα των δικαιοδόχων τέκνων και στις περιπτώσεις που ο θάνατος είχε επέλθει πριν τις 13/5/2016 και η σύνταξή τους είχε διακοπεί, αφού δεν συνέτρεχαν οι λόγοι καταβολής της, αφενός μεν λόγω συμπλήρωσης του 18ου έτους της ηλικίας και αφετέρου είτε λόγω εργασίας τους είτε της μη προσκόμισης βεβαίωσης σπουδών. Το 24ο έτος είναι καθοριστικό λόγω της ρητής διατύπωσης του νόμου. Εξαίρεση, σύμφωνα με την εγκύκλιο του Υ.Ε.Κ.Α. (ΑΔΑ: Ψ54Ω46ΜΑΠΣ-16Ζ), αποτελεί η περίπτωση τέκνων θανόντων ασφαλισμένων ή συνταξιούχων του τ.Ο.Α.Ε.Ε. των οποίων η συνταξιοδότηση, με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις μπορούσε να παραταθεί έως το 26ο έτος της ηλικίας τους. Για λόγους χρηστής διοίκησης, εφόσον τα αιτήματα αυτών των δικαιοδόχων τέκνων έχουν υποβληθεί πριν από την 20η.12.2023, θα κριθούν βάσει των προϊσχυουσών καταστατικών διατάξεων.                                    

Αν είχε διακοπεί η σύνταξη του τέκνου πριν την 20η.12.2023, θα υποβληθεί νέο αίτημα στον Ε.Φ.Κ.Α., με τα οικονομικά αποτελέσματα της επαναχορηγούμενης σύνταξης να αρχίζουν από την 1η του επόμενου μήνα της αιτήσεώς του και το νωρίτερο από 20.12.2023, το δε μερίδιο του τέκνου του οποίου η σύνταξη επαναχορηγείται, αφαιρείται από τα τυχόν άλλα δικαιοπάροχα μέλη στα οποία είχε μεταβιβαστεί.                                     

Στην περίπτωση επαναχορήγησης της διακοπείσας σύνταξης κατόπιν αίτησης του δικαιοδόχου τέκνου, θα πρέπει να εκδίδεται απόφαση Διευθυντή.                                    

1ο Παράδειγμα: Συνταξιούχος απεβίωσε τον 2ο του 2001 με σύνταξη π.χ.1.000,00 ευρώ και η σύνταξή του μεταβιβάστηκε σε χήρα και τέκνο ως διακαιοδόχα πρόσωπα. Το ποσοστό της μεταβιβασθείσας σύνταξης ήταν 70% της σύνταξης του θανόντος δηλ. 700,00 ευρώ, ισομερώς καταβαλλόμενη στα δύο δικαιοδόχα πρόσωπα, κατά 35% έκαστος (350,00 ευρώ+350,00 ευρώ έκαστος). Το τέκνο ελάμβανε την σύνταξή του έως την ενηλικίωσή του δηλ. έως την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του ή το 22ο έτος σε περίπτωση σπουδών σε δημόσιο Ι.Ε.Κ. ακόμα και σε περίπτωση λήξης των σπουδών του προ του 24ου έτους της ηλικίας του και σε κάθε περίπτωση όχι πέραν του 24ου έτους. Με την διακοπή της σύνταξης του τέκνου, το μερίδιό του μεταφέρεται στην συνδικαιούχο χήρα και η σύνταξή της πλέον καταβάλλεται ακέραιη δηλ. το 70% αυτής, άρα 700,00 ευρώ. Το τέκνο μπορεί να αιτηθεί την συνέχιση της καταβολής της μέχρι το 24ο έτος της ηλικίας του και με την επαναχορήγηση του μεριδίου, η χήρα θα λαμβάνει το 35% αυτής δηλ. 350,00 ευρώ ενώ το υπόλοιπο ποσό των 350,00 ευρώ αποδίδεται στο τέκνο .Τα ποσά είναι ενδεικτικά χωρίς επικαιροποίησή τους.                                    

2ο Παράδειγμα: Αν ο θάνατος συνέβη μετά την 13.05.2016 επειδή τα δικαιοδόχα πρόσωπα της μεταβιβασθείσας σύνταξης έχουν διακριτά μερίδια, δεν εμπίπτουν στην συγκεκριμένη διάταξη.                                     

Β. Χορήγηση σύνταξης σε αμφοτεροπλεύρως ορφανά τέκνα.                                    

Με την ρύθμιση αυτή τροποποιείται το άρθρο 12 του Ν.4387/2016 ως εξής: χορηγείται σε δικαιοδόχο τέκνο αμφοτεροπλεύρως ορφανό, με ενιαίο ποσοστό σύνταξη λόγω θανάτου, το ποσοστό σύνταξης που μεταβιβάζεται σε όλους τους φορείς του e-ΕΦΚΑ και η οποία εφεξής θα καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις προσώπων που δικαιούνται σύνταξη από το τ. Δημόσιο.                                    

Συγκεκριμένα,με την διάταξη της περ.γ της παρ.4 του άρθρου 12 του Ν.4387/2016 όπως ισχύει με την παρ.2 του άρθρου 119 του Ν.5078/2023, κάθε τέκνο δικαιούται το 25% της σύνταξης του θανόντα γονέα του. Στην υποπερ.γ) της περ.Α’ της παρ.4 για το αμφοτεροπλεύρως ορφανό τέκνο, το ποσοστό της σύνταξης που δικαιούται, ορίζεται στο 50% από κάθε σύνταξη των δικαιοπαρόχων γονέων του. Σε περίπτωση ύπαρξης τέκνων πέραν του ενός, τους χορηγείται ισομερώς το 100% της σύνταξης των θανόντων γονέων.                                    

Για τις άγαμες θυγατέρες δικαιοδόχες σύνταξης λόγω θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου γονέα τους, δεν χρειάζεται έλεγχος εισοδήματος, μέχρι την συμπλήρωση του 24ου έτους ηλικίας τους (ημεροχρονολογία γέννησής τους).                                    

Επίσης, στην περίπτωση του άρθρου 119 του Ν.5078/2023 εμπίπτουν και οι εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 155 παρ.4 του Ν.5078/2023 με τα οικονομικά αποτελέσματα να εκκινούν από την ημερομηνία υποβολής της νέας αίτησης και το νωρίτερο την 20η.12.2023.                                    

ΑΜΦΟΤΕΡΟΠΛΕΥΡΩΣ ΟΡΦΑΝΑ ΤΕΚΝΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ                                    

Οι περιπτώσεις δικαιοδόχων τέκνων αμφοτεροπλεύτως ορφανών και με αναπηρία αντιμετωπίζονται ενιαία από όλους τους ενταχθέντες φορείς στον e-ΕΦΚΑ, συμπεριλαμβανομένου του ΝΑΤ και Δημοσίου, ως εξής:                                    

1. Ανάπηρο και ορφανό τέκνο και από τους δύο γονείς του, με μία σύνταξη από τον ένα θανόντα γονέα.                                        

                                         Αν το παιδί είναι ανάπηρο και ορφανό και από τους δύο γονείς του, δικαιούται το 100% της σύνταξης του θανόντος γονέα του, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά τα εξής:                                    

α. Πάσχει από νοητική στέρηση ή αυτισμό ή από πολλαπλές βαριές αναπηρίες ή από χρόνιες ψυχικές διαταραχές που επιφέρουν μόνιμο ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω.                                    

β. Έχει επέλθει αναπηρία πριν την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας του.                                     

γ.Το τέκνο δεν ασκεί υπακτέα στην ασφάλιση του e-ΕΦΚΑ απασχόληση, με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 23 του Ν. 4488/2017 περί απασχόλησης λόγω ψυχικών παθήσεων, διότι σε αυτήν την περίπτωση, η ανάληψη μισθωτής απασχόλησης ή αυτοαπασχόλησης, ενδείκνυται για λόγους ψυχοκινητικής αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης και δεν επηρεάζει την κρίση αξιολόγησης αναπηρίας περί ανικανότητας για κάθε βιοποριστική εργασία που πιστοποιείται από τα Κ.Ε.Π.Α.                                     

δ. Δεν λαμβάνει σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος.                                    

2. Ορφανό και ανάπηρο τέκνο και από τους δύο γονείς του που λαμβάνει δύο συντάξεις.                                    

Σε περίπτωση που το τέκνο με αναπηρία δικαιούται κύρια σύνταξη και από τον έτερο θανόντα γονέα, λαμβάνει το 100% της μεγαλύτερης σε ύψος σύνταξης και το 50% της δεύτερης σύνταξης.                                    

Αν τα τέκνα με αναπηρία είναι περισσότερα του ενός, τα ως άνω ποσοστά της σύνταξης κατανέμονται ισομερώς.                                        

                                         Αν στην ως άνω κατηγορία υπάρχουν και υγιή δικαιοδόχα τέκνα, τότε το πλήρες ποσό της σύνταξης του θανόντος γονέα κατανέμεται ισομερώς, πλην όμως, στα αμφοτεροπλεύρως ορφανά τέκνα με αναπηρία, χορηγείται προσαύξηση 20%. Αν τα ως άνω ποσά υπερβαίνουν το πλήρες ποσό της σύνταξης του θανόντος γονέα, τότε τα ποσοστά των δικαιοδόχων σύνταξης υγιών παιδιών, μειώνονται ισομερώς. Μετά την διακοπή της σύνταξης των δικαιοδόχων υγιών τέκνων λόγω συμπλήρωσης του 24ου έτους της ηλικίας τους, το ποσοστό που τους αναλογεί, προσαυξάνει ισομερώς την σύνταξη των αμφοτεροπλεύρως ορφανών τέκνων με αναπηρία.                                        

                                         Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως της ημερομηνίας θανάτου του δικαιοπαρόχου γονέα και σε καμμία περίπτωση η καταβαλλόμενη σύνταξη δεν υπερβαίνει το 100% της σύνταξής του.                                    

3. Αμφοτεροπλεύρως ορφανά τέκνα με ή χωρίς αναπηρία και επιζών ή διαζευγμένος σύζυγος.                                        

                                         Αν σε αυτήν την κατηγορία δικαιοδόχων τέκνων υπάρχει και σύζυγος τότε η σύνταξη θα επιμεριστεί.                                     

Τελειώνω με το άρθρο 12 του νόμου 4387, ως ισχύει σήμερα, για καλύτερη κατανόηση:

Μανώλης Μπασιάς

 

Αρθρο:12

Ημ/νία:20/12/2023

Περιγραφή όρου θησαυρού

ΣΥΝΤΑΞΗ ΛΟΓΩ ΘΑΝΑΤΟΥ,

Τίτλος Αρθρου

Σύνταξη λόγω θανάτου

Σχόλια

Στο τέλος της περίπτ. Β της παρ. 4, καθώς και μετά το πρώτο εδάφιο της περίπτ. Γ της παρ. 4, ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΑΝ τα εντός « » εδάφια, από τότε που αυτές Ι Σ Χ Υ Σ Α Ν (ήτοι από 12.5.2016), με την παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017 (Α' 176/21.11.2017).

 

ΠΡΟΣΟΧΗ: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 19 του Ν. 4611/2019 (Α' 73/17.5.2019), οι ΗΛΙΚΙΑΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ του πρώτου, δεύτερου και τρίτου εδαφίου της υποπαρ. Α της παρ. 1 ΚΑΤΑΡΓΟΥΝΤΑΙ. Οι συντάξεις λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου καταβάλλονται στους επιζώντες συζύγους ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ από την ηλικία τους, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ Μ Ε Τ Α την παρέλευση τριετίας.

 

Οι εντός λέξεις της παρ. 2 τίθενται όπως ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΑΝ με την παρ. 3 του άρθρου 19 του Ν. 4611/2019 (Α' 73/17.5.2019).

 

Η περίπτ. β της παρ. 5 τίθεται όπως ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ με την παρ. 5 του άρθρου 19 του Ν. 4611/2019 (Α' 73/17.5.2019).

 

Τα εντός " " εδάφια της παρ. 7 ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΑΝ με την παρ. 6 του άρθρου 19 του Ν. 4611/2019 (Α' 73/17.5.2019).

 

Οι παρ. 9, 10 και 11 ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΑΝ με το άρθρο 84 του N. 4826/2021 (Α' 160/07.09.2021).

 

Μετά το τρίτο εδάφιο της υποπερίπτ. α της περίπτ. Β της παρ. 4 ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΕ νέο τέταρτο εδάφιο και η υποπερίπτ. α τίθεται όπως ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ με το άρθρο 33 του Ν. 5006/2022 (Α' 239/22.12.2022).

 

Η περίπτ. Β της παρ. 1 τίθεται όπως ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ με την παρ. 1 του άρθρου 119 του Ν. 5078/2023 (Α' 211/20.12.2023).

 

Στην υποπερίπτ. γ της περίπτ. Α της παρ. 4, το δεύτερο εδάφιο τροποποιήθηκε, προστέθηκαν εδάφια τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο, όγδοο και ένατο και η υποπερίπτ. γ τίθεται όπως ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ με την παρ. 2 του άρθρου 119 του Ν. 5078/2023 (Α' 211/20.12.2023).

 

Κείμενο Αρθρου

1. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας, δικαιούνται σύνταξη τα παρακάτω μέλη της οικογένειάς του:

Α. Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος*** (βλ. οπωσδήποτε σχόλια) της ηλικίας του κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Σε περίπτωση που ο θάνατος έχει συμβεί προτού συμπληρωθεί το 55ο έτος*** (βλ. οπωσδήποτε σχόλια) ηλικίας του επιζώντος συζύγου τότε καταβάλλεται σε αυτόν σύνταξη για διάρκεια τριών (3) ετών. Εάν ο δικαιούχος συμπληρώνει το 55ο έτος*** (βλ. οπωσδήποτε σχόλια) της ηλικίας του κατά τη διάρκεια λήψης της σύνταξης, η καταβολή της διακόπτεται με τη συμπλήρωση της τριετίας και άρχεται εκ νέου με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του. Οι ανωτέρω περιορισμοί δεν εφαρμόζονται εφόσον και για όσο χρόνο ο επιζών σύζυγος, κατά τον ως άνω χρόνο, έχει τέκνο ή τέκνα που υπάγονται στην παράγραφο 1Β του παρόντος ή είναι ανίκανος για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας κατά ποσοστό 67% και άνω.

«Β. Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι:

α) Είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το εικοστό τέταρτο (24ο) έτος της ηλικίας τους. Η προϋπόθεση αυτή ισχύει και στις περιπτώσεις που ο θάνατος του συνταξιούχου ή του ασφαλισμένου έχει επέλθει πριν την 13η.5.2016. Σε περίπτωση διακοπής της σύνταξης πριν την έναρξη ισχύος του προηγούμενου εδαφίου, απαιτείται υποβολή νέας αίτησης επαναχορήγησης από τον δικαιούχο, και τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την ημερομηνία της νέας αίτησης, ή

β) κατά τον χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του εικοστού τετάρτου (24ου) έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του εικοστού τέταρτου (24ου) έτους της ηλικίας.»

Γ. Ο διαζευγμένος σύζυγος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1Α για τον επιζώντα σύζυγο και εφόσον πληροί αθροιστικά και τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) ο πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλλε σε αυτόν ή να υποχρεούτο να του καταβάλλει διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με μεταξύ τους σύμβαση,

β) να είχε συμπληρώσει δέκα (10) έτη έγγαμου βίου, μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση,

γ) το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης υπαιτιότητας του αιτούντος τη σύνταξη,

δ) το μέσο μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημά του να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων που καταβάλλεται από τον ΟΓΑ, σύμφωνα με το άρθρο 93 του παρόντος,

ε) να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης.

2. Ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται σύνταξη αν ο θάνατος του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου επήλθε πριν από την πάροδο «τριών (3) ετών» από την τέλεση του γάμου, εκτός αν:

α) ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας ή ανθρωποκτονία,

β) κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίσθηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο,

γ) η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο,

δ) συντρέχει η περίπτωση ανασυστάσεως προϋπάρξαντος γάμου, αρκεί οι τελεσθέντες γάμοι, δηλαδή ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, να έχουν διαρκέσει τουλάχιστον πέντε (5) χρόνια συνολικά, και ο εξ ανασυστάσεως να διήρκησε τουλάχιστον έξι (6) μήνες.

3. Το δικαίωμα της κατά μεταβίβαση σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων παύει να ισχύει:

α) με το θάνατο του δικαιούχου,

β) με την τέλεση γάμου του δικαιούχου ή σύναψη συμφώνου συμβίωσης,

γ) με τη συμπλήρωση των κατά την περίπτωση α' της παραγράφου 1Β οριζόμενων ορίων ηλικίας, και

δ) από τότε που, με νεότερη κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, έπαυσε η κατά τις παραγράφους 1Α και 1Β περίπτωση β' ανικανότητα για εργασία.

«4. Α. Το ποσό της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο θανών σύζυγος και επιμερίζεται ως εξής:

«α) Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου, δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του παρόντος νόμου που αντιστοιχεί σε είκοσι (20) έτη ασφάλισης. Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντος είναι μικρότερος των είκοσι (20) ετών, το ως άνω ποσό βαίνει μειούμενο κατά 1,25% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των είκοσι (20) ετών και μέχρι τη συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο των δεκαπέντε (15) ετών, το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ. Το ποσό του κατώτατου ορίου του προηγούμενου εδαφίου αναπροσαρμόζεται με βάση την παρ. 4 του άρθρου 14. Τα ποσά των προηγούμενων εδαφίων επιμερίζονται μεταξύ επιζώντος και διαζευγμένου συζύγου, σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στην υποπερίπτωση β' της περίπτωσης Α' της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.».

β) Για τον διαζευγμένο, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιζών σύζυγος επιμερίζεται κατά εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) για χήρο και είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) για διαζευγμένο. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος μειώνεται κατά ένα τοις εκατό (1%) στον χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα κατά ένα τοις εκατό (1%) στον διαζευγμένο. Προκειμένου περί έγγαμου βίου που διήρκησε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος επιμερίζεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) στον χήρο και πενήντα τοις εκατό (50%) στον διαζευγμένο. Εάν ο θανών δεν καταλείπει χήρο, ο διαζευγμένος δικαιούται το αυτό ποσοστό του διαζευγμένου, κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον διαζευγμένο κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.

«γ) Για κάθε παιδί ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της σύνταξης. Εάν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς (αμφοτεροπλεύρως ορφανό), ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) από κάθε σύνταξη. Παιδί ορφανό και από τους δύο (2) γονείς δικαιούται το εκατό τοις εκατό (100%) της σύνταξης του θανόντος, εφόσον σωρευτικά: (γα) πάσχει από νοητική υστέρηση ή αυτισμό ή από πολλαπλές βαριές αναπηρίες ή από χρόνιες ψυχικές διαταραχές που επιφέρουν μόνιμο ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, (γβ) οι ανωτέρω αναπηρίες έχουν επέλθει πριν τη συμπλήρωση του εικοστού τέταρτου (24ου) έτους της ηλικίας του τέκνου, (γγ) δεν ασκεί υπακτέα στην ασφάλιση του e-ΕΦΚΑ απασχόληση, με εξαίρεση εκείνη του άρθρου 23 του ν. 4488/2017 (Α' 137), περί απασχόλησης λόγω ψυχικών παθήσεων, και (γδ) δεν λαμβάνει σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος.

Αν το τέκνο με αναπηρία δικαιούται κύρια σύνταξη και από τον έτερο θανόντα γονέα, λαμβάνει το εκατό τοις εκατό (100%) της μεγαλύτερης σε ύψος σύνταξης και το πενήντα τοις εκατό (50%) της δεύτερης σύνταξης. Αν υφίστανται περισσότερα του ενός τέκνα με τις ανωτέρω αναπηρίες, το ανωτέρω ποσοστό κατανέμεται ισομερώς. Αν εκτός των αμφοτεροπλεύρως ορφανών τέκνων με αναπηρία συντρέχουν και δικαιοδόχα τέκνα χωρίς τις ανωτέρω αναπηρίες, το πλήρες ποσό της σύνταξης του θανόντος γονέα κατανέμεται ισομερώς και στα αμφοτεροπλεύρως ορφανά τέκνα με αναπηρία χορηγείται προσαύξηση είκοσι τοις εκατό (20%). Αν τα ποσά που προκύπτουν με βάση το προηγούμενο εδάφιο υπερβαίνουν το πλήρες ποσό της σύνταξης του θανόντος, τα ποσοστά των δικαιοδόχων παιδιών χωρίς αναπηρία μειώνονται ισομερώς. Αν εκτός από τα δικαιοδόχα τέκνα με ή χωρίς αναπηρία, υπάρχει και επιζών σύζυγος ή και διαζευγμένος που δικαιούται σύνταξη, ο επιμερισμός του ποσού της κύριας σύνταξης γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περ. Α΄, Β' και Γ. Μετά τη διακοπή της σύνταξης των δικαιοδόχων τέκνων χωρίς αναπηρία το ποσοστό που τους αναλογεί προσαυξάνει τη σύνταξη των αμφοτεροπλεύρως ορφανών τέκνων με αναπηρία ισομερώς.»

Β. Το συνολικό ποσό της κατά μεταβίβαση σύνταξης του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων.

«α) Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου, δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του παρόντος νόμου που αντιστοιχεί σε είκοσι (20) έτη ασφάλισης. Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντος είναι μικρότερος των είκοσι (20) ετών, το ως άνω ποσό βαίνει μειούμενο κατά 1,25% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των είκοσι (20) ετών και μέχρι τη συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο των δεκαπέντε (15) ετών, το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ. Τα ποσά των προηγούμενων εδαφίων επιμερίζονται μεταξύ επιζώντος και διαζευγμένου συζύγου, σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στην υποπερίπτωση β' της περίπτωσης Α' της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

β) Σε περίπτωση ύπαρξης δικαιοδόχων τέκνων, το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που δικαιούνται όλα τα δικαιοδόχα τέκνα υπολογίζεται, αντίστοιχα, ανάλογα με τα έτη ασφάλισης της προηγούμενης περίπτωσης και επιμερίζεται μεταξύ των δικαιοδόχων τέκνων, σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στην υποπερίπτωση γ' της περίπτωσης Α' της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου. Σε καμία περίπτωση το άθροισμα του ποσού της σύνταξης των δικαιοδόχων τέκνων δεν μπορεί να υπολείπεται των ανωτέρω, ανάλογα με τα έτη ασφάλισης του θανόντος, ποσών. Σε περίπτωση, όμως, ορφανών τέκνων και από δύο (2) γονείς, το ποσό της σύνταξης που χορηγείται σε έκαστο εξ αυτών δεν μπορεί να υπολείπεται των ανωτέρω ποσών.

γ) Στις περιπτώσεις συνταξιούχων λόγω θανάτου του πρώην ΟΓΑ το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που προκύπτει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 99 του παρόντος νόμου για κάθε δικαιοδόχο πρόσωπο (επιζώντα ή/και διαζευγμένο σύζυγο και δικαιοδόχα τέκνα) δεν μπορεί να υπολείπεται των ποσών των ανωτέρω περιπτώσεων α' και β'.

Όταν χορηγείται το κατώτατο όριο σύνταξης λόγω θανάτου σε τουλάχιστον ένα (1) από τα δικαιοδόχα πρόσωπα δεν εφαρμόζονται τα δύο πρώτα εδάφια της περίπτωσης Β' της παρούσας παραγράφου».

Γ. Εάν ο θανών καταλείπει τέκνα και η σύνταξη καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο μειωμένη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 5 του παρόντος, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται επιμερίζεται στα τέκνα. «Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το κατώτατο ποσό σύνταξης της περίπτωσης Β' της παρούσας παραγράφου». Σε περίπτωση που εκλείψουν οι προϋποθέσεις για χορήγηση ποσοστού σύνταξης λόγω θανάτου στα τέκνα, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται δεν καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο.

5. α) Στον επιζώντα σύζυγο καταβάλλεται ολόκληρη η σύνταξη για μία τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα.

«β) Μετά την πάροδο της τριετίας, αν ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, καταβάλλεται, αναλόγως της χρονικής διάρκειας της εργασίας ή αυτοαπασχόλησης, το πενήντα τοις εκατό (50%) της σύνταξης, η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται των κατώτατων ορίων των περιπτώσεων α', β' και γ' της υποπαραγράφου Β' της παραγράφου 4».

γ) Εάν ο επιζών σύζυγος, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων.

6. Εφόσον, εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από την πρώτη καταβολή της κατά μεταβίβαση σύνταξης, ο άνεργος επιζών ή διαζευγμένος σύζυγος προσληφθεί ως μισθωτός ή προχωρήσει σε έναρξη οικονομικής δραστηριότητας ως αυτοαπασχολούμενος, οι ασφαλιστικές του εισφορές καταβάλλονται από το Δημόσιο για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της παρούσας.

7. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά από τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό καταργείται. Καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος συντάξεις διατηρούνται ως έχουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 14.

«Ειδικότερα, αν το ποσό της σύνταξης, όπως προκύπτει από τον υπολογισμό του σύμφωνα με το άρθρο 14, είναι μεγαλύτερο του καταβαλλόμενου κατά την 12.5.2016 ποσού σύνταξης, τα ποσοστά της υποπαραγράφου Α' της παραγράφου 4 υπολογίζονται επί του μεγαλύτερου ως άνω ποσού. Αν το ποσό της σύνταξης, όπως προκύπτει από τον υπολογισμό του σύμφωνα με το άρθρο 14, είναι μικρότερο του καταβαλλόμενου κατά την 12.5.2016 ποσού, τα ποσοστά της υποπαραγράφου Α' της παραγράφου 4 υπολογίζονται επί του καταβαλλόμενου ως άνω ποσού».

8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος.

«9. Αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά συντάξεων σε συνταξιούχους του παρόντος άρθρου παρακρατούνται, με απόφαση του Προϊσταμένου της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων, από τα ποσά των συντάξεων που θα καταβληθούν κατά τους επόμενους μήνες, σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή τους. Κάθε μία από τις ανωτέρω μηνιαίες δόσεις, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα δέκατο (1/10) του ακαθάριστου ποσού της μηνιαίας σύνταξης για συντάξεις μέχρι το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ και το ένα έκτο (1/6) του ακαθάριστου ποσού της μηνιαίας σύνταξης κατά το μέρος της που τυχόν υπερβαίνει το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ. Το ποσό της μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των πενήντα (50) ευρώ. Σε περίπτωση παύσης καταβολής της σύνταξης, προ της ολοσχερούς εξόφλησης του αχρεώστητου ποσού, τυχόν υπόλοιπο εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α' 90).»

«10. Αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά συντάξεων σε συνταξιούχους του παρόντος άρθρου που είναι και δικαιούχοι επικουρικής σύνταξης λόγω θανάτου, παρακρατούνται και από την επικουρική σύνταξη μέχρι το ένα δεύτερο (1/2) του ακαθάριστου ποσού αυτής, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, με απόφαση του Προϊσταμένου της αρμόδιας Διεύθυνσης Εκκαθάρισης και Πληρωμής Συντάξεων του e-Ε.Φ.Κ.Α.. Το ποσό της μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των πενήντα (50) ευρώ. Σε περίπτωση που το ακαθάριστο ποσό της επικουρικής σύνταξης λόγω θανάτου που λαμβάνει ο δικαιούχος, υπολείπεται του ποσού των πενήντα (50) ευρώ, τότε για την είσπραξη των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών παρακρατείται το σύνολο της παροχής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Σε περίπτωση παύσης καταβολής της επικουρικής σύνταξης, προ της ολοσχερούς εξόφλησης του αχρεώστητου ποσού, τυχόν υπόλοιπο εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.»

«11. Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού διενεργούνται έλεγχοι σε περιοδική βάση με κάθε πρόσφορο μέσο και, ιδίως, μέσω των πληροφοριακών συστημάτων του e-Ε.Φ.Κ.Α.. Η διασταύρωση των στοιχείων διενεργείται και σε συνδυασμό με άλλα πληροφοριακά συστήματα φορέων του δημοσίου τομέα, καθώς και με τη χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών που διατίθενται μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ.) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 84 του ν. 4727/2020 (Α' 184), σύμφωνα με τα δικαιώματα πρόσβασης και ανταλλαγής πληροφοριών των υπηρεσιών του e-Ε.Φ.Κ.Α..»

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Α/Α

Νομοθέτημα

Αριθμός

Έτος

Ημ/νία Αρθρου

Αρθρο

1

ΝΟΜΟΣ

5078

2023

20/12/2023

119