Ιουλία Μπίμπα (1910-1943)
Ήταν σύζυγος του τυφλού συναδέλφου μας Κώστα Μπίμπα.
Σύζητώντας με παλαιούς τυφλούς ιεροψάλτες, μου έλεγαν, ότι ο συνάδελφος αυτός
τους αντέγραφε κείμενα στη γραφή BRAILLE ένανι μιας πολύ μικρής αμοιβής, ίσα-ίσα να
εξασφαλίσει την επιβίωσή αυτού και της συζύγου του.
Ο Διονύσης Γαλανάκης μου έλεγε ότι το μεγάλο κανόνα, που
είναι κείμενο περίπου 100 σελίδων BRAILLE, του τον είχε αντιγράψει με πινακίδα ο Κώστας Μπίμπας,
για ένα μπουκάλι λάδι.
Όταν ρωτούσα για τη σύζυγό του, μου έλεγαν πως τη σκότωσαν
οι γερμανοί, αλλά δεν ήξεραν να μου πουν λεπτομέρειες.
Σήμερα διάβασα το κείμενο της καθημερινής του Σάκη Μουμτζή,
που μου έλυνε τις απορίες μου.
Γράφω όμως από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια,
επιδή το κείμενο είναι περισσότερο λεπτομερές.
Η Ιουλία Μπίμπα γεννήθηκε στη Σάμο στις 31 Μαΐου 1910 και το
πατρώνυμό της ήταν Γκαρμπολά. Με τον σύζυγό της, Κωνσταντίνο Μπίμπα (1905), ο
οποίος ήταν τυφλός εκ γενετής, διέμεναν στην Αθήνα, επί της οδού Πινότση 14,
κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου στο Κουκάκι. Η Ιουλία ήταν φτωχή και εργαζόταν
ως παραδουλεύτρα, ενώ στον ελεύθερο χρόνο της δίδασκε στο κατηχητικό σχολείο
της γειτονιάς της, στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Εκεί απέκτησε το ψευδώνυμο
«δασκαλίτσα» με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι ήταν δασκάλα.
Σύμφωνα με επιστολή της μέσα από τη φυλακή, η επιθυμία της
να ανακατευτεί στην Αντίσταση ίσως προέκυψε από
«εκείνα τα παλικάρια που κατέβασαν τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη
τον Μάιο του 1941 και δεν είχαν μάθει ακόμα τα ονόματά τους», εννοώντας τους Μανώλη
Γλέζο και Λάκη Σάντα.
Μάρτιος - Νοέμβριος 1942
Τον Μάρτιο του 1942, η Ιουλία Μπίμπα προσχώρησε στην ΠΕΑΝ
(Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων), μυημένη από τη φίλη και γειτόνισσά της
Αικατερίνη Μπέση. Μαζί με άλλα μέλη της οργάνωσης έγραφαν συνθήματα στους
τοίχους της Αθήνας εναντίον των κατακτητών και μοίραζαν παράνομα έντυπα και
προκηρύξεις, με στόχο, όπως και άλλες αντιστασιακές οργανώσεις,[6] να κρατούν
ψηλά το ηθικό του δοκιμαζόμενου από την πείνα λαού.
Όταν τα μέλη της ΠΕΑΝ αποφάσισαν να ανατινάξουν τα γραφεία της φιλοναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ στην Ομόνοια (στη γωνία Γλάδστωνος και Πατησίων), στις 20 Σεπτεμβρίου 1942, ημέρα Κυριακή, η Ιουλία Μπίμπα συμμετείχε στην εκτελεστική ομάδα μαζί με τους Κώστα Περρίκο, Αντώνη Μυτιληναίο και Σπύρο Γαλάτη. Η βόμβα κατασκευάστηκε στο σπίτι της Ιουλίας με δέκα οκάδες δυναμίτη, στις 19 Σεπτεμβρίου 1942. Το επόμενο πρωί τη μετέφερε η ίδια, μέσα σε μια τσάντα για ψώνια, που είχε καλύψει με χόρτα, στην Πλατεία Κάνιγγος. Ο Μυτιληναίος και ο Γαλάτης ανέλαβαν την τοποθέτηση και πυροδότησαν το φιτίλι.
Στις 12.03 ο εκκωφαντικός ήχος που και το πυκνό σύννεφο
καπνού που απλώνεται τους ειδοποιεί για την επιτυχία του σαμποτάζ. Η Ιουλία
ενθουσιασμένη πετάγεται, αγκαλιάζει και φιλάει έναν από τους συντρόφους της.
Ευτυχώς μέσα στην αναστάτωση η κίνησή της δεν γίνεται αντιληπτή από τους
πελάτες του Αστόρια. Αν τους έπαιρναν είδηση οι Γερμανοί, θα τους εκτελούσαν
επιτόπου.
Ολόκληρο το κτίριο ανατινάζεται. Η βόμβα έχει τοποθετηθεί
στο κλιμακοστάσιο με αποτέλεσμα το κτίριο να καταρρεύσει εσωτερικά. Μόνον οι
εξωτερικοί τοίχοι μένουν Απολογισμός: νεκροί 43 γερμανοί και 29 μέλη της ΕΣΠΟ.
Ο αρχηγός της προδοτικής οργάνωσης Σπύρος Στεροδήμας τραυματίζεται βαριά. Θα
υποκύψει δύο μέρες αργότερα στον Ευαγγελισμό.
Ναυαγούν τα ανθελληνικά σχέδια που είναι να σταλούν Έλληνες εργάτες στη Γερμανία και να στρατολογηθούν νέοι για την ταξιαρχία που θα πολεμούσε στο πλευρό του Άξονα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Κανένας Έλληνας δεν πολέμησε με ναζιστική στολή.
Οι Γερμανοί κατηγόρησαν αρχικά το ΕΑΜ για την πράξη και
εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό,με αποτέλεσμα η βασική ομάδα της ΠΕΑΝ να κρυφτεί σε
ένα σπίτι στην Καλλιθέα.
Νοέμβριος 1942 - Φεβρουάριος 1943
Στις 11 Νοεμβρίου 1942, μετά από προδοσία, οι Γερμανοί
συνέλαβαν 13 μέλη της οργάνωσης. Προδότης ήταν ο χωροφύλακας Πολύκαρπος
Νταλιάνης, συνδετικός κρίκος της ΠΕΑΝ με την αντιστασιακή οργάνωση Όμηρο, ο
οποίος δρούσε στην πραγματικότητα ως διπλός πράκτορας και πληροφοριοδότης των
Γερμανών. Η αμοιβή που έλαβε ήταν τρεις χρυσές λίρες για κάθε αντιστασιακό.
Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και η Μπίμπα. Φυλακίστηκε στο
Εμπειρίκειο Άσυλο, στην πλατεία Μαβίλη, που είχε επιταχθεί και μετατραπεί σε
γυναικεία φυλακή. Εκεί βασανίστηκε, χωρίς όμως να προδώσει κανένα. Στις 31
Δεκεμβρίου 1942 το γερμανικό στρατοδικείο Αθηνών την καταδίκασε δις εις θάνατον
"διά πελέκεως", με τις κατηγορίες παράνομης κατοχής όπλων και
εκρηκτικών, σαμποτάζ και απόπειρας δολοφονίας.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Κωνσταντίνο Λαγό, μέχρι τότε οι
Γερμανοί δεν είχαν εκτελέσει γυναίκα στην Ελλάδα καταδικασμένη σε θάνατο από
στρατοδικείο τους. Μάλλον ο τρόπος θανάτου με αποκεφαλισμό είχε να κάνει με το
γεγονός ότι ήταν γυναίκα και καθώς στην Ελλάδα δεν γίνονταν τέτοιες εκτελέσεις,
η Ιουλία Μπίμπα παρέμεινε φυλακισμένη μέχρι να γίνει η μεταγωγή της στο
εξωτερικό για την εκτέλεση της ποινής.
Αποκεφαλίστηκε με γκιλοτίνα σε αίθουσα του δικαστηρίου της 8ης Περιφέρειας της Βιέννης, μαζί με οκτώ ακόμη αντιφασίστες άλλης εθνικότητας.
Τα γράμματα από τη φυλακή
Η Ιουλία μέσα από τη φυλακή γράφει στην Άννα. Γράμματα
γραμμένα με μολύβι πάνω σε οποιοδήποτε χαρτί.
Δεκέμβριος 1942
Αγαπητή Άννα,
πολλές φορές με ρωτάνε εδώ στη φυλακή πώς βρήκα τη δύναμη
εγώ, ένα άβγαλτο κορίτσι απ' τη Σάμο ν' ανακατευτώ στην Αντίσταση. Ούτε κι εγώ
ξέρω να σου πω. Κάτι μέσα μου μ' έτρωγε. Κάτι μου 'λεγε «Πρέπει να κάνεις κι
εσύ κάτι. Το ζητάει η ώρα». Μπορεί να μ' έβαλαν στα αίματα κι εκείνα τα
παλικάρια που κατέβασαν τη γερμανική σημαία απ' την Ακρόπολη τον Μάιο του '41.
Δεν μάθαμε ακόμα τ' όνομά τους. Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ. Θυμάμαι ότι εκείνη
τη μέρα, εκείνο το σούρουπο, ανέβηκα πάνω στου Φιλοπάππου και κοίταζα τον βράχο
απέναντι. Κοίταζα τον Παρθενώνα και σκεφτόμουνα «Άραγε θα μπορέσω ποτέ να κάνω
κι εγώ κάτι;». Ας είναι! Τώρα όλα αυτά είναι περασμένα. Τώρα έχω μπροστά μου τα
κάγκελα. Απ' την περασμένη βδομάδα μ' έχουν στην απομόνωση. Θ' αντέξω όμως.
Κουράγιο.
Η Ιουλία Μπίμπα δεν θα ξαναδεί το σπίτι της στην οδό Πινότση
14, απ' όπου ανηφόριζε για τον λόφο του Φιλοπάππου.
Αγαπητή Άννα,
να πας στο στρατοδικείο να πάρεις άδεια γιατί είναι απόλυτη
ανάγκη να σε δω. Μη στενοχωριέσαι για μένα. Να πεις και στους άλλους να μη
στενοχωριούνται. Σ' το 'χω ξαναπεί. Εμείς οι Σαμιώτισσες είμαστε γερά κόκαλα.
Φέρε μου μόνο καμιά κουβέρτα, γιατί κοιμάμαι πάνω στο τσιμέντο και καμιά φορά
κρυώνω. Φέρε μου και λίγο μπλιγούρι. Αν δεν υπάρχει μπλιγούρι, φέρε μου
ρεβίθια. Θυμάμαι συχνά το Κουκάκι και τα στενά του ανθισμένα δρομάκια. Θυμάμαι
και τον Άι Νικόλα, εκείνο το πεζούλι που ακουμπούσα και κοίταζα το σπίτι με την
πρασινάδα απέναντι. Έμοιαζε με το σπίτι μας στη Σάμο. Είναι παράξενο πόσα
πράγματα θυμάται κανείς όταν κοιμάται πάνω στο τσιμέντο. Κουράγιο.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1942 συνέρχεται το γερμανικό
στρατοδικείο. Συνεδριάζει στο κτίριο του Παρνασσού, στην πλατεία Καρύτση. Η
Ιουλία Μπίμπα καταδικάζεται δις σε θάνατο -αποκεφαλισμός δια πελέκεως- και σε
πέντε χρόνια κάθειρξη. Οι γερμανοί δεν καταδίκαζαν τις γυναίκες σε θάνατο δια
τυφεκισμού. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει δήμιος. Η Ιουλία θα μεταφερθει σε άλλη
χώρα. Τραγική μοίρα!
Το τελευταίο γράμμα
Αγαπητή Άννα,
είμαι καλά. Στην απομόνωση οι τοίχοι στάζουνε νερά και
κρυώνω. Φρόντισε να μου φέρεις καμιά ρόμπα, γιατί κοντεύω να πεθάνω απ' το
κρύο. Είμαι όμως καλά. Αντέχω. Έμαθα ότι ετοιμάζονται να μας στείλουν στη
Γερμανία. Δεν πειράζει. Έχω μπροστά μου μια ανηφόρα και πρέπει να την ανέβω ως
το τέλος, σκαλί-σκαλί. Ίσως όταν φτάσω στην κορυφή, ο κόσμος να φαίνεται από
κει πιο όμορφος. Ίσως να μη χρειάζομαι εκεί πια ούτε τη ρόμπα. Κουράγιο.
Σε χαιρετώ
η φίλη σου
Ιουλία Μπίμπα
Το τέλος
Ο τελευταίος δικός της άνθρωπος που θα τη δει στο ολιγόλεπτο
επισκεπτήριο της φυλακής είναι ο αδερφός του συζύγου της. Τη βρίσκει δεμένη σ'
ένα δέντρο με τα χέρια τεντωμένα, σαν σταυρωμένη. Είναι σκιά του εαυτού της.
Κλαίγοντας του είπε: «Αλέκο μου, να είσαι υπερήφανος, γιατί δεν μαρτύρησα
απολύτως τίποτα και ας μου κάνανε του κόσμου τα βασανιστήρια».
Η Ιουλία μεταφέρεται στη Γερμανία μακριά από τα ελληνικά
χώματα που οραματίστηκε ελεύθερα. Θα ενταφιαστεί σε κάποιον άγνωστο τάφο σε
ξένη γη.
Η ποινή της εκτελείται τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο του 1943.
Δια πελέκεως!
Σήμερα
Στη γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος, στη θέση όπου ήταν το
κτίριο της ΕΣΠΟ, έχει εντοιχιστεί μία αναθηματική πλάκα σαν ανοιχτό βιβλίο που
μνημονεύει το σαμποτάζ και τα ονόματα.
Στο παρτέρι του πεζοδρόμου της Γλάδστωνος έχει στηθεί η
προτομή του Κώστα Περρίκου.
Πιο πίσω υπάρχει μία τετράπλευρη στήλη με ανάγλυφα των
μορφών της Ιουλίας Μπίμπα και άλλων τριών εκτελεσμένων συντρόφων της.
Μνημείο Γλαδστωνος και Πατησίων, 4 εκτελεσμένοι
Τον Οκτώβριο του 2015 έγινε στην Αθήνα έκθεση κόμικς με θέμα
την Κατοχή. Ένας από τους καλλιτέχνες που πήρε μέρος, ο Πέτρος Ζερβός,
εμπνεύστηκε το κόμικς του από την ανατίναξη της ΕΣΠΟ.
Πριν από λίγες μέρες προβλήθηκε ιστορικό ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία της Καλλιόπης Λεγάκη αφιερωμένο στη μνήμη της Ιουλίας Μπίμπα.