Οδηγίες για τις συντάξεις χηρείας, διευκρινίσεις για την
εθνική σύνταξη και το κατώτατο όριο λόγω θανάτου
Διευκρινίσεις για την εθνική σύνταξη, το κατώτατο όριο
σύνταξης λόγω θανάτου, τις περιπτώσεις σώρευσης ανταποδοτικών συντάξεων και τις
συντάξεις χηρείας μετά την πρώτη τριετία
Οδηγίες για τις συντάξεις χηρείας, διευκρινίσεις για την
εθνική σύνταξη και το κατώτατο όριο λόγω θανάτου
Αλεξάνδρα Κλειδαρά
Παραδείγματα
Διευκρινίσεις για την εθνική σύνταξη, το κατώτατο όριο
σύνταξης λόγω θανάτου, τις περιπτώσεις σώρευσης ανταποδοτικών συντάξεων και τις
συντάξεις χηρείας μετά την πρώτη τριετία περιλαμβάνει εγκύκλιος του Υφυπουργού
Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Πάνου Τσακλόγλου.
Βασικός σκοπός της εγκυκλίου, η οποία δεν έχει αναδρομική
ισχύ, είναι η αποσαφήνιση των κειμένων διατάξεων, για να δοθούν διευκρινήσεις
σε ερωτήματα του e-ΕΦΚΑ και ολοκληρωμένες οδηγίες για την αποτελεσματική ανάπτυξη
των πληροφοριακών συστημάτων και λογισμικών του Φορέα, ούτως ώστε να
διασφαλίζεται η άρτια εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων και η εύρυθμη λειτουργία του
κοινωνικοασφαλιστικού μας συστήματος.
Πιο συγκεκριμένα, η εγκύκλιος θίγει τα ακόλουθα
ζητήματα:
1. Τον τρόπο χειρισμού της εθνικής σύνταξης όταν συντρέχει
σώρευση περισσότερων της μιας εθνικών συντάξεων από ίδιες ή διαφορετικές
αιτίες. Με την εγκύκλιο διευκρινίζεται ότι, βάσει του νόμου, η θέσπιση της
εθνικής σύνταξης (επιπλέον της ανταποδοτικής σύνταξης) αποσκοπεί στη διασφάλιση
ενός κατώτατου ποσού σύνταξης για κάθε κατηγορία συνταξιούχων του e-ΕΦΚΑ. Στο
πνεύμα αυτό, η εθνική σύνταξη χρηματοδοτείται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Συνεπώς, εκ της ίδιας της φιλοσοφίας και αρχιτεκτονικής της εθνικής σύνταξης
και, πάντα, σύμφωνα με το νόμο, δεν επιτρέπεται η σώρευση περισσοτέρων της μιας
εθνικών συντάξεων στο ίδιο άτομο. Σε εφαρμοστικό επίπεδο, όταν ένας
ασφαλισμένος δικαιούται περισσότερες της μιας συντάξεις από οποιαδήποτε αιτία
(γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου), του χορηγείται μια μόνο εθνική σύνταξη που δεν
μπορεί να υπερβαίνει (μεμονωμένα ή ως άθροισμα εθνικών συντάξεων από
διαφορετικές αιτίες) το ανώτατο όριο μιας πλήρους εθνικής σύνταξης (384 ευρώ).
Ο κανόνας αυτός ισχύει και εφαρμόζεται, ανεξαρτήτως της προέλευσης του
συνταξιοδοτικού δικαιώματος (εξ ιδίου δικαιώματος ή κατά μεταβίβαση) και σε
οποιονδήποτε συνδυασμό σώρευσης.
Παράδειγμα: Έστω συνταξιούχος που στις 12.05.2016 ελάμβανε:
(α) μία σύνταξη γήρατος εξ ιδίου δικαιώματος και (β) μία σύνταξη χηρείας. Κατά
την αναπροσαρμογή των συντάξεων, χορηγήθηκαν δύο πλήρεις εθνικές συντάξεις, δύο
ανταποδοτικές συντάξεις και προσωπική διαφορά. Με βάση τους κανόνες σώρευσης,
κάθε συνταξιούχος, ανεξαρτήτως του πλήθους των δικαιωμάτων σε σύνταξη
δικαιούται κατ’ ανώτατο όριο ποσό εθνικής σύνταξης ύψους 384€. Επομένως, το
υπερβάλλον των 384€ ποσό εθνικής σύνταξης, θα απεικονίζεται εφεξής ως προσωπική
διαφορά και θα συνεχίσει να καταβάλλεται στο συνταξιούχο.
2. Το ανώτατο και το κατώτατο όριο σύνταξης λόγω
θανάτου
Το συνολικό ποσό των κατά μεταβίβαση συντάξεων που
καταβάλλονται στα δικαιοδόχα πρόσωπα (σύζυγος, τέκνα) λόγω θανάτου του
συνταξιούχου δεν μπορεί να υπερβαίνει τη σύνταξη του θανόντος. Αντιστοίχως, το
ποσό του συνόλου των κατά μεταβίβαση συντάξεων που καταβάλλονται στα δικαιοδόχα
πρόσωπα δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο των 360 ευρώ. Εξαίρεση αποτελούν τα
ορφανά τέκνα και από τους δύο γονείς στα οποία το κατώτατο όριο δεν
επιμερίζεται αλλά το καθένα λαμβάνει τουλάχιστον το κατώτατο όριο.
3. Το πλήθος δικαιωμάτων σε ανταποδοτική σύνταξη επί
σώρευσης συντάξεων διαφορετικής αιτίας στο πρόσωπο του θανόντος. Σε περίπτωση
θανάτου συνταξιούχου που ελάμβανε δύο ανταποδοτικές συντάξεις, το δικαίωμα των
δικαιοδόχων στη σύνταξη του θανόντος είναι ενιαίο και αδιαίρετο, ανεξαρτήτως
του πλήθους και του είδους των δικαιωμάτων που μεταβιβάζονται από τον
θανόντα.
Παράδειγμα: Ο συνταξιούχος Α ελάμβανε δύο συντάξεις πριν την
έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016. Αυτές αναπροσαρμόστηκαν με βάση το άρθρο 14 ή
33 και τη σχετική ΥΑ. Ο συνταξιούχος αποβιώνει το 2020. Ο επιζών σύζυγος Β θα
λάβει το 70% του συνόλου των συντάξεων του θανόντος, ως ένα δικαίωμα.
4. Για τις συντάξεις χηρείας μετά την πρώτη τριετία.
Για τα τρία πρώτα χρόνια μετά το θάνατο του συνταξιούχου,
καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο ολόκληρη η σύνταξη χηρείας, η οποία ισούται
με το 70% της σύνταξης του θανόντος. Οι κανόνες σώρευσης της εθνικής σύνταξης,
όπως αναλύθηκαν παραπάνω, εφαρμόζονται απαρέγκλιτα.
Με το
πέρας της πρώτης τριετίας, πάντα σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, η σύνταξη
προσαρμόζεται και καταβάλλεται το ήμισυ αυτής (δηλαδή, το 35% της σύνταξης του
θανόντος), εφόσον ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από
οποιαδήποτε άλλη πηγή. Εάν ο επιζών σύζυγος είναι ανάπηρος σε ποσοστό
τουλάχιστον 67%, εξακολουθεί να λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη χηρείας, χωρίς
περικοπή, για όσο διαρκεί η αναπηρία.
Παράδειγμα 1: Αν ο επιζών σύζυγος δεν είναι συνταξιούχος
κατά το θάνατο του συζύγου του, τότε κατά την πρώτη τριετία λαμβάνει το 70% του
συνόλου της σύνταξης του θανόντος (εθνικής και ανταποδοτικής/ών). Μετά την
πάροδο της τριετίας και εφόσον ο επιζών σύζυγος εργάζεται, τότε η σύνταξη λόγω
θανάτου περικόπτεται κατά το ήμισυ αυτής, ανερχόμενη σε ποσοστό 35% της
σύνταξης του θανόντος.
Παράδειγμα 2: Αν ο επιζών σύζυγος είναι ήδη συνταξιούχος (από οποιαδήποτε αιτία) ή καθίσταται συνταξιούχος μετά το θάνατο του συζύγου, αρχικώς υπολογίζεται η κατά μεταβίβαση σύνταξη επί του συνόλου της σύνταξης του θανόντος (εθνική και ανταποδοτική/ες). Κατόπιν, εφαρμόζονται οι κανόνες σώρευσης επί του μέρους της εθνικής σύνταξης, έτσι ώστε η καταβαλλόμενη εθνική σύνταξη να μην υπερβαίνει τα 384 ευρώ, από οποιαδήποτε αιτία. Συνεπώς στο εν λόγω παράδειγμα, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει κατά την πρώτη τριετία το 70% της ανταποδοτικής σύνταξης του θανόντος και από την εθνική σύνταξη αυτού λαμβάνει ποσό τέτοιο, ώστε αθροιζόμενο με τη δική του εθνική σύνταξη να μην υπερβαίνει τα 384 ευρώ. Εάν ο επιζών σύζυγος λαμβάνει ήδη πλήρες ποσό εθνικής σύνταξης, δεν δικαιούται να σωρεύσει ποσό από την εθνική σύνταξη του θανόντος συζύγου. Μετά την πάροδο της τριετίας, η καταβαλλόμενη σύνταξη λόγω θανάτου περικόπτεται κατά το ήμισυ.