ΣτΠ (Συνήγορος του Πολίτη): Δυνατότητα συνταξιοδότησης όσων λαμβάνουν σύνταξη λόγω αναπηρίας μέλους της οικογένειάς τους, σε περίπτωση που η σύνταξη αυτή ανασταλεί
12 Ιανουάριος 2021
Με το Ν. 4670/2020, προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση που αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης λόγω εργασίας η αυτοαπασχόλησης του ατόμου με αναπηρία «ο γονέας, ο σύζυγος ή ο αδελφός του αναπήρου, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, δύναται να υποβάλλει νέα αίτηση συνταξιοδότησης»
Κοινωνική Προστασία
Σύνοψη διαμεσολάβησης
Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Γιάννης Σ. Κωστής
Ειδικός επιστήμονας: Θανάσης Νικολέντζος
Πληροφορίες: 213 1306600
Ιανουάριος 2021
Ο Συνήγορος του Πολίτη δέχτηκε αναφορά από τον Πανελλήνιο Σύλλογο Αναπήρων, σχετικά με πρόβλημα που αντιμετώπιζαν πολίτες οι οποίοι λάμβαναν σύνταξη ως γονείς αναπήρων τέκνων. Το πρόβλημα αφορούσε το γεγονός ότι όταν το ανάπηρο τέκνο ξεκινούσε να εργάζεται -και κατά συνέπεια η σύνταξη που τους χορηγούνταν διακοπτόταν- έχαναν και τη δυνατότητα να συνταξιοδοτηθούν με τις κοινές διατάξεις, παρόλο που πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις του νόμου.
Η Ανεξάρτητη Αρχή, με πορισματική επιστολή της, υποστήριξε ότι η ευνοϊκή ρύθμιση για τη συνταξιοδότηση ενός πολίτη ως γονέα αλλά και ως συζύγου ή αδελφού, ατόμου με αναπηρία, ουσιαστικά δεν προέβλεπε τι θα έπρεπε να γίνει σε περίπτωση ανάληψης εργασίας του ανάπηρου μέλους της οικογένειας. Έτσι, εξαιτίας αυτού του κενού, προκαλείτο το παράδοξο φαινόμενο ασφαλισμένος, που με τις γενικές διατάξεις θεμελίωνε συνταξιοδοτικό δικαίωμα, να παραμένει εγκλωβισμένος, μη μπορώντας να το ασκήσει, επειδή είχε κάνει χρήση των ειδικών διατάξεων για γονείς, συζύγους ή και αδέλφια ατόμων με αναπηρία.
Ο Συνήγορος επισήμανε ότι η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση θα μπορούσε να δυσχεράνει τη θέση των ΑμΕΑ στην ήδη αρκετά δύσκολη και γεμάτη εμπόδια είσοδό τους στην αγορά εργασίας, και να επιτείνει το βαθμό της οικονομικής και εν μέρει καθολικής τους, εξάρτησης. Ακόμη περισσότερο, και σε αντίθεση με την αρχική πρόθεση του νομοθέτη, θα μπορούσε να συμβάλει στον κοινωνικό αποκλεισμό των συγκεκριμένων ατόμων με αναπηρία ή, από την άλλη πλευρά, στην οικονομική δυσπραγία των άμεσα ωφελούμενων συνταξιούχων.
Υπό αυτό το πρίσμα, πρότεινε την κάλυψη του υφιστάμενου νομοθετικού κενού με νομοθετική διάταξη, ώστε εάν το ανάπηρο παιδί, ή σύζυγος ή αδελφός, αναλάβει εργασία ή αυτοαπασχοληθεί και διακοπεί η χορηγηθείσα σύνταξη, ο ενδιαφερόμενος να έχει δικαίωμα να ζητήσει να συνταξιοδοτηθεί με άλλες διατάξεις, εφόσον βεβαίως πληροί τις αντίστοιχες συνταξιοδοτικές προϋποθέσεις.
Τελικά η πρόταση του Συνηγόρου του Πολίτη έγινε αποδεκτή και με το άρθρο 28 του Ν. 4670/2020, προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση που αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης λόγω εργασίας η αυτοαπασχόλησης του ατόμου με αναπηρία «ο γονέας, ο σύζυγος ή ο αδελφός του αναπήρου, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, δύναται να υποβάλλει νέα αίτηση συνταξιοδότησης».
Η παράγραφος 10 του άρθρου 28 του νόμου 4670 έχει ως εξής:
10. Μετά το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης 4ε της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του ν. 3996/2011 (Α’ 170)
προστίθενται δύο εδάφια ως εξής:
«Στην περίπτωση αυτή ο γονέας, ο σύζυγος ή ο αδελφός του αναπήρου,
εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, δύναται να υποβάλλει νέα αίτηση συνταξιοδότησης. Το δικαίωμα συνταξιοδότησης κρίνεται
σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο
υποβολής της νέας αίτησης».
ΝΟΜΟΣ
Αριθμός: 3232
Έτος: 2004
ΦΕΚ: Α 48 20040212
Τέθηκε σε ισχύ: 12.02.2004
Αρθρο: 5
Ημ/νία: 28.02.2020
Περιγραφή όρου θησαυρού: ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ
Τίτλος Αρθρου
Ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων ατόμων με αναπηρίες
Σχόλια
- Τα εντός " " δύο εδάφια μετά το πρώτο εδ. της περ. ε της παρ. 4 του ΠΑΡΟΝΤΟΣ άρθρου ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΑΝ με την παρ. 10 του άρθρου 28 του ν. 4387/2016, όπως το τελευταίο ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ με το άρθρο 28 του ν. 4670/2020 (Α΄ 43/28.2.2020).
Κείμενο Αρθρου
«4. α. Γονείς και αδέλφια ατόμων άγαμων με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, τα οποία δεν εργάζονται και δεν νοσηλεύονται σε ιδρύματα με δαπάνη ασφαλιστικού ή άλλου δημόσιου φορέα, καθώς και σύζυγοι αναπήρων με ποσοστό 80% και άνω, εφόσον έχουν διανύσει τουλάχιστον δεκαετή έγγαμο βίο, ασφαλισμένοι σε φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 7.500 ημερών εργασίας ή 25 ετών πραγματικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση. Για τη συμπλήρωση του ανωτέρω προσδιοριζόμενου χρόνου λαμβάνεται υπόψη μόνο ο χρόνος στρατιωτικής θητείας που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1358/1 983 (Α' 64), ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών του άρθρου 6 του ν. 1483/1984 (Α' 153), που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς κατά τα οριζόμενα στην παρ. 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 (Α' 115), όπως ισχύει κάθε φορά, καθώς και ο προβλεπόμενος από την Ε. Γ.Σ.Σ. Ε. χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας, με την επιφύλαξη των διατάξεων της περίπτωσης ζ' του παρόντος άρθρου ως προς τους αναγνωριζόμενους χρόνους των ασφαλισμένων του ΟΓΑ. Το δικαίωμα συνταξιοδότησης ασκείται διαζευκτικά από τον ένα γονέα ή, στην περίπτωση των αδελφών, από έναν αδελφό/ή σε έναν φορέα κύριας και σε έναν φορέα επικουρικής ασφάλισης, υπό τους όρους και προϋποθέσεις των επόμενων περιπτώσεων και δεν ισχύει για χορήγηση δεύτερης σύνταξης. β. Για την άσκηση του δικαιώματος από το γονέα του ανάπηρου τέκνου, πρέπει, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση, ο έτερος γονέας να μην λαμβάνει ή να μη δικαιούται σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο, να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 2.400 ημέρες ή 8 έτη πραγματικής ασφάλισης εκ των οποίων 600 ημέρες ή 2 έτη τα τελευταία 4 χρόνια, σε φορείς κύριας ασφάλισης ή/και το Δημόσιο και να εργάζεται. Αν ο γάμος λυθεί, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που έχει την επιμέλεια του ανάπηρου παιδιού με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Αν το παιδί είναι ενήλικο, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που είχε την επιμέλεια όσο ήταν ανήλικο. Αν η ενηλικίωση επήλθε πριν τη λύση του γάμου, το δικαίωμα ασκείται από έναν από τους δύο γονείς με τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης αυτής. Σε περίπτωση που το ανάπηρο παιδί έχει τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που έχει ορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης. γ. Για την άσκηση του δικαιώματος από τον αδελφό/ή πρέπει για τουλάχιστον μία πενταετία πριν την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για συνταξιοδότηση: αα) να έχει οριστεί δικαστικός συμπαραστάτης του/της αδελφού/ής με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας ή ββ) ο/η με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω αδελφός/ή να συνοικεί αποδεδειγμένα και να τον βαρύνει. «Κατά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης οι δύο αδελφοί απαιτείται να είναι ορφανοί και από τους δύο γονείς ή ο εν ζωή γονέας να έχει συμπληρώσει το 75ο έτος της ηλικίας του ή ο εν ζωή γονέας να είναι ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω.» Σε περίπτωση παύσης της δικαστικής συμπαράστασης ή διακοπής της συνοίκησης, η σύνταξη διακόπτεται από την ημερομηνία της παύσης ή της διακοπής αντίστοιχα και επαναχορηγείται εφόσον συντρέξουν εκ νέου οι προϋποθέσεις του παρόντος. δ. Για την άσκηση του δικαιώματος απαιτείται η υποβολή εκ μέρους του έτερου ασφαλισμένου γονέα υπεύθυνης δήλωσης προς τον οικείο ασφαλιστικό του φορέα ή τους φορείς, αν συντρέχει ασφάλιση σε περισσότερους του ενός ή το Δημόσιο, ότι δεν έχει και δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα συνταξιοδότησης που του παρέχει η παρούσα διάταξη. ε. Αν το ανάπηρο παιδί ή σύζυγος ή αδελφός ή αδελφή αναλάβει εργασία ή αυτοαπασχοληθεί, αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης για όσο χρόνο διαρκεί η εργασία ή η αυτοαπασχόληση. «Στην περίπτωση αυτή ο γονέας, ο σύζυγος ή ο αδελφός του αναπήρου, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, δύναται να υποβάλλει νέα αίτηση συνταξιοδότησης. Το δικαίωμα συνταξιοδότησης κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο υποβολής της νέας αίτησης». Το καταβαλλόμενο ποσό σύνταξης δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το πλήρες κατώτατο όριο σύνταξης λόγω γήρατος, που καταβάλλεται κάθε φορά από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα. «στ. Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στις αιτήσεις συνταξιοδότησης, οι οποίες έχουν υποβληθεί μέχρι και τις 4.8.2011. Απορριπτικές αποφάσεις συνταξιοδότησης που εκδόθηκαν βάσει της παρ. 1 του άρθρου 37 του ν. 3996/2011 επί αιτήσεων που υποβλήθηκαν μέχρι και 4.8.2011 ανακαλούνται αυτοδίκαια και τα σχετικά αιτήματα επανακρίνονται με βάση το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς.» ζ. Για τους ασφαλισμένους του ΟΓΑ γονείς και αδελφούς ατόμων αγάμων, καθώς και συζύγους αναπήρων, απαιτούνται, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, 20 έτη ασφάλισης και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31.12.2012 και 25 έτη ασφάλισης και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στον Κλάδο για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 1.1.2013 και εξής. Για τη συμπλήρωση των προαναφερόμενων χρονικών προϋποθέσεων λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3232/2004, ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης σε φορείς κύριας ασφάλισης και ο χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε υπό τη νομοθεσία κοινωνικής ασφάλειας κρατών-μελών της Ε.Ε., χωρών του Ε.Ο.Χ. ή της Ελβετίας ή χωρών με τις οποίες έχει συναφθεί διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας. Στη χορηγούμενη σύνταξη προστίθεται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 2458/1997, η συνταξιοδοτική παροχή που προβλέπεται από το άρθρο 4 του ν. 4169/1961, όπως ισχύει, επιφυλασσομένων των διατάξεων του εδαφίου δ' της παρ. 1 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, καθώς και αυτών της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 1287/1982, εφόσον έχουν συμπληρωθεί οι ως άνω χρονικές προϋποθέσεις ασφάλισης στον Κλάδο, χωρίς να συνυπολογίζεται στην περίπτωση αυτή ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης σε φορείς κύριας ασφάλισης, καθώς και ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας.»