Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜ. 91 Σύσταση μόνιμης διαιτησίας στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

27 Οκτωβρίου 2020

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ

Αρ. Φύλλου 206

                    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1.

Τις διατάξεις: α) των άρθρων 131 και 132 του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (Α΄ 208),

β) του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα που κυρώθηκε με το π.δ. 63/2005 (Α΄ 98).

2.

Την από 20-9-2018 γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών περί συστάσεως μόνιμης διαιτησίας στο Σύλλογο.

3.

Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού και

4.

Τις υπ’ αρ. 132/2019 και 154/2020 γνωμοδοτήσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, αποφασίζουμε:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ Σύσταση Μόνιμης Διαιτησίας - Αντικείμενο - Κανονιστικό πλαίσιο

Άρθρο 1 Συνιστάται στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (Δ.Σ.Α.) μόνιμη διαιτησία με αντικείμενο την επίλυση διαφορών με περιουσιακό αντικείμενο, συμβατικών ή μη, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος και συμπληρωματικά από τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας σε περίπτωση εσωτερικής διαιτησίας και τις διατάξεις του ν. 2735/1999 (Α΄ 167) σε περίπτωση διεθνούς διαιτησίας με έδρα στην Ελλάδα. Διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Οι διαφορές που υπάγονται στην παρ. 3 του άρθρου 614 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν μπορούν να υπαχθούν στη διαιτησία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ Διαιτητική Συμφωνία

Άρθρο 2 Ο τύπος και το ελάχιστο περιεχόμενο της διαιτητικής συμφωνίας διέπονται από τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εφόσον πρόκειται περί εσωτερικής διαιτησίας και από τις οικείες διατάξεις του ν. 2735/1999, εφόσον πρόκειται περί διεθνούς διαιτησίας με έδρα στην Ελλάδα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ Οργάνωση Διαιτησίας, Γραφείο Διαιτησίας, Γραμματεία Διαιτησίας, Καταρτισμός Καταλόγου Διαιτητών

Άρθρο 3 Επιτροπή Διαιτησίας

1.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Α. συγκροτεί εκ των μελών του Επιτροπή Διαιτησίας με θητεία πέντε ετών. Η Επιτροπή, η οποία αποτελείται από τρία (3) έως πέντε (5) μέλη με ισάριθμα αναπληρωματικά, περιλαμβάνει διακεκριμένους και έμπειρους νομικούς με ειδίκευση στο θεσμό της Διαιτησίας. Η Επιτροπή Διαιτησίας προεδρεύεται από το μέλος που ορίζεται κατόπιν ψηφοφορίας από τα λοιπά τακτικά μέλη της Επιτροπής και είναι αρμόδια να επιλαμβάνεται όλων των θεμάτων της διαιτησίας σύμφωνα με το παρόν.

2.

Πριν από τη σύσταση της Επιτροπής Διαιτησίας ή σε περίπτωση αδυναμίας συγκρότησης της για οποιονδήποτε λόγο, τις αρμοδιότητες αυτής ασκεί ο Πρόεδρος του Δ.Σ.Α. ή ο νόμιμος αναπληρωτής του, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες.

Άρθρο 4 Γραφείο Διαιτησίας - Γραμματεία

1.

Στον Δ.Σ.Α. συγκροτείται Γραφείο Διαιτησίας με αντικείμενο την εξυπηρέτηση του έργου των διαιτησιών κατά το παρόν, Επικεφαλής του οποίου ορίζεται μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Α. Ο Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας του Δ.Σ.Α. συμμετέχει στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Διαιτησίας χωρίς δικαίωμα ψήφου και έχει ως αρμοδιότητες, τον λειτουργικό συντονισμό των εργασιών της Γραμματείας Διαιτησίας, τον έλεγχο

ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, την προώθηση των αιτήσεων εγγραφής των ενδιαφερομένων στον Κατάλογο Διαιτητών, την υποβολή εισηγήσεων προς την Επιτροπή Διαιτησίας για τα θέματα που ορίζουν η παρ. 3 του άρθρου 4 του παρόντος, οι παρ. 3, 4, 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 6, οι παρ. 1 και 4 του άρθρου 7, την υποβολή εισηγήσεων προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Α. για τη λειτουργική και ποιοτική βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών και την τυχόν επέκταση αυτών, καθώς και την υποβολή ετήσιας Έκθεσης προς ενημέρωση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Α. σχετικά με τη λειτουργία της μόνιμης διαιτησίας του Δ.Σ.Α. Η Έκθεση υποβάλλεται προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Α. έως την 31η Μαρτίου του επόμενου έτους από αυτό στο οποίο αφορά. Η θέση του Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας είναι άμισθη.

2.

Για την εξυπηρέτηση του Γραφείου Διαιτησίας, της Επιτροπής Διαιτησίας και εν γένει του έργου των διαιτητών, συγκροτείται Γραμματεία Διαιτησίας υπαγόμενη στο Γραφείο Διαιτησίας. Τα μέλη της Γραμματείας Διαιτησίας είναι δύο, επιλέγονται μεταξύ των υπαλλήλων του Δ.Σ.Α. από τον Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας και, θα πρέπει, κατ΄ ελάχιστον, να είναι απόφοιτοι νομικής σχολής της ημεδαπής ή νομίμως αναγνωρισμένης νομικής σχολής της αλλοδαπής και να έχουν άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας.

3.

Η Γραμματεία τηρεί Βιβλία στα οποία καταχωρίζονται (α) οι αποφάσεις και πράξεις της Επιτροπής Διαιτησίας, (β) τα δικόγραφα των διαδίκων μερών, τα οποία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κατατίθενται υποχρεωτικά στη Γραμματεία Διαιτησίας, (γ) οι διαιτητικές αποφάσεις που θα εκδίδονται κατ΄ εφαρμογή του παρόντος και τα πρακτικά του διαιτητικού δικαστηρίου.

4.

Η Γραμματεία Διαιτησίας τηρεί επίσης Αρχείο, στο οποίο φυλάσσονται σε πρωτότυπο όλες οι κατά την προηγούμενη παράγραφο καταχωρούμενες πράξεις, αποφάσεις, δικόγραφα και διαιτητικές αποφάσεις.

Άρθρο 5 Κατάλογος Διαιτητών

1.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Α., μετά από εισήγηση της Επιτροπής Διαιτησίας, συντάσσει ενιαίο Κατάλογο Διαιτητών από μέλη του, ο οποίος αναρτάται στην ιστοσελίδα του Δ.Σ.Α. Στην ιστοσελίδα του Δ.Σ.Α. αναρτώνται επίσης τα βιογραφικά στοιχεία των επιλεγέντων μελών, καθώς και ο αριθμός των διορισμών τους ως διαιτητών.

2.

Προϋπόθεση εγγραφής στον οικείο κατάλογο είναι σωρευτικά: (α) η προηγούμενη άσκηση δικηγορίας για δεκαπέντε (15) έτη, (β) η αποδεδειγμένη γνώση ή πρακτική εμπειρία στο γνωστικό αντικείμενο της διαιτησίας, και, (γα) η αποδεδειγμένη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου ως Διαιτητή ή Επιδιαιτητή σε μία τουλάχιστον διαιτησία, η οποία έχει ολοκληρωθεί με έκδοση διαιτητικής απόφασης ή (γβ) η αποδεδειγμένη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου ως πληρεξουσίου δικηγόρου διαδίκου σε τουλάχιστον πέντε (5) διαιτησίες, εκ των οποίων η μία τουλάχιστον διεθνής.

3.

Για την εγγραφή στον οικείο κατάλογο απαιτείται αίτηση του ενδιαφερομένου προς το Γραφείο Διαιτησίας,

με την οποία συνυποβάλλονται τα δικαιολογητικά που πιστοποιούν τη συνδρομή στο πρόσωπο του των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου. Η αίτηση και τα συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά προωθούνται αμελλητί από τον Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας προς την Επιτροπή Διαιτησίας.

4.

Ο Κατάλογος Διαιτητών επικαιροποιείται ανά έτος με ευθύνη της Επιτροπής Διαιτησίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’ Συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου

Άρθρο 6

1.

Το διαιτητικό δικαστήριο συγκροτείται από έναν ή τρεις διαιτητές.

2.

Εάν ο αριθμός των διαιτητών δεν ορίζεται ήδη στη διαιτητική συμφωνία, αποφασίζει σχετικά η Επιτροπή Διαι τησίας λαμβάνοντας υπόψη της το οικονομικό αντικείμενο και την πολυπλοκότητα, νομική και πραγματική, της διαφοράς, καθώς επίσης και τις απόψεις των διαδίκων μερών. Η οικεία απόφαση λαμβάνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης της απάντησης στη διαιτητική προσφυγή και γνωστοποιείται στα μέρη.

3.

Εάν η Επιτροπή Διαιτησίας αποφασίσει τη συγκρότηση μονομελούς διαιτητικού δικαστηρίου, με την ίδια απόφαση καλεί τα διάδικα μέρη να συμφωνήσουν στο πρόσωπο του μοναδικού διαιτητή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίησή της. Εάν παρέλθει άπρακτη η σχετική προθεσμία, ο μοναδικός διαιτητής ορίζεται από την Επιτροπή Διαιτησίας και επιλέγεται από τον Κατάλογο Διαιτητών του άρθρου 5, κατόπιν εισήγησης του Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας.

4.

Εάν η Επιτροπή Διαιτησίας αποφασίσει τη συγκρότηση τριμελούς διαιτητικού δικαστηρίου, με την ίδια απόφαση καλεί κάθε διάδικο μέρος να ορίσει διαιτητή της επιλογής του μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίησή της. Εάν κάποιο μέρος παραλείψει τον εμπρόθεσμο ορισμό διαιτητή, αυτός ορίζεται από την Επιτροπή Διαιτησίας μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε

(15)

ημερών και επιλέγεται από τον Κατάλογο Διαιτητών κατόπιν εισήγησης του Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας. Οι διαιτητές που ορίζονται κατά τον τρόπο αυτό συμφωνούν από κοινού στο πρόσωπο του επιδιαιτητή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. Εάν παρέλθει άπρακτη η σχετική προθεσμία, ο επιδιαιτητής ορίζεται από την Επιτροπή Διαιτησίας μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών και επιλέγεται από τον Κατάλογο Διαιτητών μεταξύ εκείνων που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον εικοσαετή άσκηση δικηγορίας, κατόπιν εισήγησης του Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας.

5.

Εάν κατά τη διαιτητική συμφωνία το διαιτητικό δικαστήριο είναι τριμελές αλλά δεν ορίζονται οι διαιτητές και ο επιδιαιτητής, ο προσφεύγων στη διαιτησία ορίζει διαιτητή της επιλογής του με το δικόγραφο της διαιτητικής προσφυγής. Ο καθ’ ού η διαιτητική προσφυγή ορίζει διαιτητή της επιλογής του με το δικόγραφο της απάντησης στη διαιτητική προσφυγή. Εάν κάποιο από τα διάδικα μέρη παραλείψει τον ορισμό διαιτητή, καλείται από την

Επιτροπή Διαιτησίας να το πράξει εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της πρόσκλησης. Εντός της ίδιας προθεσμίας ο ορισμός του διαιτητή γνωστοποιείται στο αντίδικο μέρος. Εάν παρέλθει άπρακτη η σχετική προθεσμία, ο διαιτητής ορίζεται από την Επιτροπή Διαιτησίας εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών και επιλέγεται από τον Κατάλογο Διαιτητών, κατόπιν εισήγησης του Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας. Οι διαιτητές που ορίζονται κατά τον τρόπο αυτό συμφωνούν από κοινού στο πρόσωπο του επιδιαιτητή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. Εάν παρέλθει άπρακτη η σχετική προθεσμία, ο επιδιαιτητής ορίζεται από την Επιτροπή Διαιτησίας μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών και επιλέγεται από τον Κατάλογο Διαιτητών μεταξύ εκείνων που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον εικοσαετή άσκηση δικηγορίας, κατόπιν εισήγησης του Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας.

6.

Εάν κατά τη διαιτητική συμφωνία το διαιτητικό δικαστήριο είναι τριμελές αλλά δεν ορίζεται ο επιδιαιτητής, οι ορισθέντες διαιτητές συμφωνούν από κοινού στο πρόσωπο του επιδιαιτητή μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από τη από τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης της απάντησης στη διαιτητική προσφυγή. Εάν παρέλθει άπρακτη η σχετική προθεσμία, ο επιδιαιτητής ορίζεται από την Επιτροπή Διαιτησίας μέσα σε προθεσμία 15 ημερών και επιλέγεται από τον Κατάλογο Διαιτητών μεταξύ εκείνων που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον εικοσαετή άσκηση δικηγορίας, κατόπιν εισήγησης του Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας.

7.

Εάν κατά τη διαιτητική συμφωνία το διαιτητικό δικαστήριο είναι μονομελές και δεν ορίζεται ο μοναδικός διαιτητής, η Επιτροπή Διαιτησίας καλεί τα μέρη να συμφωνήσουν στο πρόσωπο του μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της σχετικής πρόσκλησης, η οποία αποστέλλεται αμελλητί μετά τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης της απάντησης στη διαιτητική προσφυγή. Εάν παρέλθει άπρακτη η σχετική προθεσμία, ο μοναδικός διαιτητής ορίζεται από την Επιτροπή Διαιτησίας εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών και επιλέγεται από τον Κατάλογο Διαιτητών, κατόπιν εισήγησης του Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας.

8.

Η επιλογή του προσώπου του διαιτητή ή του επιδιαιτητή από τον Κατάλογο Διαιτητών χωρεί κατόπιν εισήγησης του Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας, από την Επιτροπή Διαιτησίας με μοναδικό κριτήριο τη σειρά εγγραφής σε αυτόν, με την επιφύλαξη της συμπλήρωσης τουλάχιστον εικοσαετούς άσκησης δικηγορίας στην περίπτωση των επιδιαιτητών. Διαιτητής ή επιδιαιτητής διορίζεται το πρόσωπο εκείνο, το οποίο στον Κατάλογο Διαιτητών βρίσκεται κατά τον χρόνο που ανακύπτει ζήτημα διορισμού, αμέσως μετά τον τελευταίο διορισθέντα ή εκείνον που δεν αποδέχθηκε τον διορισμό του.

Άρθρο 7

1.

Εκείνος ο οποίος ορίζεται διαιτητής ή επιδιαιτητής από την Επιτροπή Διαιτησίας οφείλει να δηλώσει προς το Γραφείο Διαιτησίας μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών από τον διορισμό του εάν τον αποδέχεται καθώς και, επί αποδοχής, κάθε στοιχείο, το οποίο μπορεί να γεννήσει δικαιολογημένες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία

ή την ανεξαρτησία του. Η δήλωση προωθείται αμελλητί από τον Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας προς την Επιτροπή Διαιτησίας και τα μέρη. Σε περίπτωση άρνησης αποδοχής του διορισμού, η Επιτροπή Διαιτησίας προβαίνει σε διορισμό έτερου διαιτητή ή επιδιαιτητή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την γνωστοποίηση της άρνησης του αρχικώς ορισθέντος διαιτητή, κατόπιν εισήγησης του Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας. Η ίδια υποχρέωση δήλωσης ανεξαρτησίας και αμεροληψίας βαρύνει και τους διαιτητές ή τον επιδιαιτητή που ορίζονται από τα μέρη ή από τους διαιτητές που ορίζουν τα μέρη.

2.

Εκείνος ο οποίος ορίζεται διαιτητής ή επιδιαιτητής από την Επιτροπή Διαιτησίας δύναται να αρνηθεί τον διορισμό του και χωρίς σπουδαίο λόγο με μοναδική έννομη συνέπεια την απώλεια της σειράς διορισμού του. Η επανειλημμένη και αδικαιολόγητη άρνηση διορισμών αποτελεί λόγο διαγραφής από τον Κατάλογο Διαιτητών. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, ο Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας ενημερώνει την Επιτροπή Διαιτησίας, η οποία δύναται να εισηγηθεί προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Δ.Σ.Α. την διαγραφή του διαιτητή από τον Κατάλογο Διαιτητών.

3.

Ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής, από τη στιγμή που ορίζεται από την Επιτροπή Διαιτησίας και καθ΄ όλη τη διαιτητική διαδικασία, οφείλει να δηλώνει άμεσα στην Επιτροπή Διαιτησίας και στα μέρη οποιοδήποτε νέο στοιχείο, το οποίο μπορεί να γεννήσει δικαιολογημένες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία ή την ανεξαρτησία του. Η ίδια υποχρέωση υφίσταται και για τους διαιτητές ή τον επιδιαιτητή που ορίζονται από τα μέρη.

4.

Η πραγματική ή νομική αδυναμία άσκησης καθηκόντων, η εξαίρεση, η ανάκληση καθώς και η παραίτηση των διαιτητών και του επιδιαιτητή διέπονται συμπληρωματικά από τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εφόσον πρόκειται περί εσωτερικής, και του ν. 2735/1999, εφόσον πρόκειται περί διεθνούς διαιτησίας με έδρα στην Ελλάδα. Στις περιπτώσεις των άρθρων 878 (μη ορισμός διαιτητή ή επιδιαιτητή από τον διάδικο ή επιδιαιτητή ή θάνατος αυτού ή μη αποδοχή), της παρ. 2 του άρθρου 880 (άρνηση εκπληρώσεως καθηκόντων διαιτητή ή επιδιαιτητή μετά την αποδοχή του διορισμού) και 884 (καθυστέρηση στη διεξαγωγή της διαδικασίας/ στην έκδοση οριστικής απόφασης) του ΚΠολΔ αποφαίνεται η Επιτροπή Διαιτησίας. Όταν για οποιονδήποτε λόγο παύει η εξουσία διαιτητή ή επιδιαιτητή, ορίζεται αντικαταστάτης σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για τον ορισμό του διαιτητή ή επιδιαιτητή που αντικαθίσταται. Ελλείψει συμφωνίας των μερών, το διαιτητικό δικαστήριο υπό τη νέα του σύνθεση αποφασίζει ομόφωνα ως προς το αν η διαιτησία θα συνεχιστεί από το σημείο κατά το οποίο διεκόπη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ Διαδικασία

Άρθρο 8 Διαδικαστική αυτονομία των μερών Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος, τα μέρη με συμφωνία τους καθορίζουν ελεύθερα τη διαιτητική διαδικασία. Ελλείψει συμφωνίας των μερών, η διαιτητική διαδικασία καθορίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο.

Άρθρο 9 Ίση μεταχείριση - Εκατέρωθεν ακρόαση

Κατά τη διαιτητική διαδικασία τηρείται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις και πρέπει να καλούνται να παραστούν κατά τις συζητήσεις, να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους προφορικώς ή εγγράφως κατά την κρίση των διαιτητών και να προσκομίσουν τις αποδείξεις τους.

Άρθρο 10 Η διαιτητική προσφυγή

1.

Η διαιτητική προσφυγή κατατίθεται στη Γραμματεία Διαιτησίας και επιδίδεται στον αντίδικο. Οι ουσιαστικές και δικονομικές συνέπειες που εξαρτά ο νόμος από την άσκηση της διαιτητικής προσφυγής επέρχονται με την επίδοσή της. Από την επίδοση της υπολογίζεται επίσης η προθεσμία κατάθεσης της απάντησης από τον καθού η προσφυγή. Για την κατάθεση της διαιτητικής προσφυγής συντάσσεται στο τέλος αυτής έκθεση, που υπογράφεται από τον προσφεύγοντα ή τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και τον Γραμματέα που την παραλαμβάνει.

2.

Η διαιτητική προσφυγή περιέχει (α) ονοματεπώνυμο και διεύθυνση κατοικίας των διαδίκων φυσικών προσώπων και τη νομική μορφή, επωνυμία και έδρα των διαδίκων νομικών προσώπων, (β) ονοματεπώνυμο και διεύθυνση εργασίας των πληρεξούσιων δικηγόρων του προσφεύγοντος, (γ) διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του προσφεύγοντος και του πληρεξούσιου δικηγόρου του, (δ) συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν το βιοτικό συμβάν, από το οποίο απορρέει η διαφορά, (ε) συγκεκριμένο αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας, (στ) ορισμό διαιτητή ή τις απόψεις του προσφεύγοντος για τον αριθμό των μελών του διαιτητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 6, (ζ ) τη διαιτητική συμφωνία. Με τη διαιτητική προσφυγή ο προσφεύγων δύναται να προσκομίσει και αποδεικτικά έγγραφα. Μαζί με τη διαιτητική προσφυγή υποβάλλεται αντίγραφο της διαιτητικής συμφωνίας.

Άρθρο 11 Η απάντηση στη διαιτητική προσφυγή

1.

Ο καθ’ ού η διαιτητική προσφυγή έχει προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοσή της, προκειμένου να καταθέσει την απάντησή του στη Γραμματεία. Εάν με την απάντηση ασκηθεί αντίθετη διαιτητική προσφυγή, το οικείο δικόγραφο θα πρέπει να επιδίδεται επίσης στον αντίδικο εντός της ίδιας ως άνω προθεσμίας. Εφαρμόζεται εν προκειμένω η ρύθμιση του εδαφίου β΄ της παρ. 1 του άρθρου 10. Για την κατάθεση της απάντησης στη διαιτητική προσφυγή συντάσσεται στο τέλος αυτής έκθεση που υπογράφεται από τον προσφεύγοντα ή τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και τον Γραμματέα που την παραλαμβάνει.

2.

Η απάντηση στη διαιτητική προσφυγή περιέχει (α) ονοματεπώνυμο και διεύθυνση κατοικίας των διαδίκων φυσικών προσώπων και τη νομική μορφή, επωνυμία και έδρα των διαδίκων νομικών προσώπων, (β) ονοματεπώνυμο και διεύθυνση εργασίας των πληρεξούσιων δικηγόρων του καθού η προσφυγή, (γ) διεύθυνση ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του καθού η προσφυγή και του πληρεξούσιου δικηγόρου του, (δ) συνοπτική έκθεση των μέσων επίθεσης και άμυνας του καθού η προσφυγή, (ε) ορισμό διαιτητή ή τις απόψεις του καθού η προσφυγή για τον αριθμό των μελών του διαιτητικού δικαστηρίου σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 6, (στ) τυχόν αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του διαιτητικού δικαστηρίου, (ζ ) τυχόν αντίθετη διαιτητική προσφυγή. Με την απάντηση στη διαιτητική προσφυγή ο καθού αυτή δύναται να προσκομίσει και αποδεικτικά έγγραφα.

Άρθρο 12

1.

Η διαιτητική προσφυγή και η απάντηση σε αυτήν αποσκοπούν στην ταχεία συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου και στον καθορισμό των εξόδων της διαιτητικής δίκης. Η εξειδίκευση των πραγματικών και των τυχόν νομικών ισχυρισμών των διαδίκων θα χωρεί σε επόμενο διαδικαστικό στάδιο της δίκης υπό την καθοδήγηση και του διαιτητικού δικαστηρίου. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά στην επίκληση και προσκομιδή των αποδεικτικών μέσων.

2.

Το ελάχιστο περιεχόμενο της διαιτητικής προσφυγής και της απάντησης σε αυτήν, κατά τις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων, δεν τίθεται επί ποινή απαραδέκτου. Οι διάδικοι δύνανται σε μεταγενέστερο στάδιο της διαιτητικής δίκης να συμπληρώσουν στοιχεία που ελλείπουν και με την καθοδήγηση του διαιτητικού δικαστηρίου, το οποίο θα πρέπει πάντως να εξασφαλίζει τη δυνατότητα του αντίδικου μέρους να απαντήσει.

3.

Μετά την κατάθεση της απάντησης στη διαιτητική προσφυγή, η Γραμματεία αποστέλλει αμέσως το φάκελο της υπόθεσης στην Επιτροπή Διαιτησίας προκειμένου η τελευταία να ασκήσει τις εξουσίες της από το άρθρο 6 αλλά και να καθορίσει τα έξοδα της διαιτησίας.

4.

Η Επιτροπή Διαιτησίας καθορίζει προσωρινά το ποσό των εξόδων της διαιτησίας κατόπιν εισήγησης του Επικεφαλής του Γραφείου Διαιτησίας καθώς και των αμοιβών της διαιτησίας ανάλογα με το μέγεθος και την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και κάθε άλλου κριτηρίου που θεωρεί πρόσφορο και ορίζει το ποσό της προκαταβολής αυτών. Τα έξοδα διαιτησίας δεν μπορούν ποτέ να υπερβαίνουν είτε το 1% του αντικειμένου της διαφοράς, είτε το ποσό των 15.000 ευρώ συνολικά, εκτός εάν υπάρξει αντίθετη αιτιολογημένη απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου. Με την προκαταβολή βαρύνεται ο ασκών την διαιτητική προσφυγή. Εάν ασκηθεί αντίθετη διαιτητική προσφυγή, ο καθορισμός των εξόδων και αμοιβών χωρεί κεχωρισμένα ως προς την διαιτητική προσφυγή και την αντίθετη διαιτητική προσφυγή και κάθε ένα μέρος προκαταβάλλει το ποσό που του αναλογεί, υπό την ιδιότητα του προσφεύγοντος. Η δαπάνη και οι αμοιβές της διαιτησίας καταβάλλονται στον Δ.Σ.Α. Για την είσπραξη της εν λόγω δαπάνης εκδίδεται τριπλό

Τεύχος A’ 206/27.10.2020 ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 10921

τυπη απόδειξη του Δ.Σ.Α. Από τα τριπλότυπα, ένα παραδίδεται στον διάδικο που καταβάλλει, το άλλο επισυνάπτεται στη δικογραφία, με επιμέλεια της Γραμματείας. Η προκαταβολή θα πρέπει να χωρήσει μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από τον ορισμό του ποσού της.

5.

Μετά την προκαταβολή των δικαστικών εξόδων, η Επιτροπή Διαιτησίας προωθεί τον φάκελο της υπόθεσης στον μοναδικό διαιτητή ή στον επιδιαιτητή και τους διαιτητές.

6.

Εάν ο προσφεύγων στη διαιτησία ή ο ασκών αντίθετη διαιτητική προσφυγή δυστροπεί ή αρνείται να καταβάλει το ποσό που του αναλογεί, η Επιτροπή Διαιτησίας τάσσει προς τούτο επιπλέον προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. Εάν παρέλθει άπρακτη η σχετική προθεσμία, η διαιτητική προσφυγή ή η αντίθετη διαιτητική προσφυγή θεωρείται ως μηδέποτε ασκηθείσα, εκτός εάν ο καθού η κύρια ή αντίθετη διαιτητική προσφυγή προσφερθεί και καταβάλει το εν λόγω ποσό μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών.

Άρθρο 13 Πρόγραμμα και Ειδικοί Διαδικαστικοί Κανόνες της διαιτησίας

1.

Αμέσως μετά τη συγκρότησή του, το διαιτητικό δικαστήριο καλεί τα μέρη σε πρώτη συνεδρίαση με αντικείμενο το Πρόγραμμα και τους Ειδικούς Διαδικαστικούς Κανόνες που θα διέπουν τη διαιτητική δίκη, στην έκταση που αυτοί δεν έχουν ήδη καθοριστεί στη διαιτητική συμφωνία. Το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίζει ελεύθερα επί των θεμάτων αυτών, αφού ακούσει τις απόψεις των μερών και επιδιώξει να λάβει τη συναίνεσή τους. Στην ίδια συνεδρίαση, τα διάδικα μέρη προσκομίζουν στο διαιτητικό δικαστήριο τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικαστικούς τους πληρεξουσίους ή τους διορίζουν εφόσον παρίστανται, τα μεν φυσικά πρόσωπα αυτοπροσώπως, τα δε νομικά πρόσωπα δια του νομίμου εκπροσώπου τους.

2.

Το Πρόγραμμα της διαιτησίας περιέχει τα διαδικαστικά στάδια της διαιτητικής δίκης και τον χρόνο διενέργειας αυτών. Οι Ειδικοί Διαδικαστικοί Κανόνες διέπουν το σύνολο της διαιτητικής διαδικασίας. Τόσο το πρόγραμμα όσο και οι ειδικοί διαδικαστικοί κανόνες αποτυπώνονται σε πρακτικό του διαιτητικού δικαστηρίου.

3.

Αν τα μέρη δεν έχουν αποκλείσει την ακροαματική διαδικασία, το διαιτητικό δικαστήριο οφείλει σε κάθε περίπτωση, εάν το ζητήσει ένα μέρος, να διεξαγάγει ακροαματική διαδικασία ορίζοντας σχετικώς στο πρόγραμμα της διαιτησίας. Διαφορετικά η διαιτητική διαδικασία επιτρεπτά διεξάγεται και μόνον εγγράφως.

4.

Το διαιτητικό δικαστήριο οφείλει να παράσχει στα διάδικα μέρη τουλάχιστον ένα στάδιο δίκης, κατά το οποίο θα εξειδικεύουν επαρκώς τους πραγματικούς και τους τυχόν νομικούς ισχυρισμούς που εμπεριέχονται στη διαιτητική προσφυγή και στην απάντηση καθώς και τουλάχιστον ένα στάδιο δίκης, κατά το οποίο κάθε μέρος θα απαντά στους κατά τον τρόπο αυτό εξειδικευόμενους πραγματικούς ή τυχόν νομικούς ισχυρισμούς του άλλου μέρους. Το διαιτητικό δικαστήριο οφείλει επίσης να καθορίσει το στάδιο εκείνο της δίκης, μετά το οποίο

θα είναι απαράδεκτη, χωρίς την άδειά του, η επίκληση νέων πραγματικών ισχυρισμών και η προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων. Τέλος, το διαιτητικό δικαστήριο οφείλει να προβλέψει περί της υποβολής από τα διάδικα μέρη αναλυτικών καταστάσεων των εξόδων τους που συνδέονται με τη διαιτησία και των αμοιβών των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

5.

Δικόγραφα, έγγραφα, δηλώσεις ή πληροφορίες που ένα μέρος υποβάλλει ή ανακοινώνει στο διαιτητικό δικαστήριο κοινοποιούνται στο άλλο μέρος. Ο τρόπος κοινοποίησης ρυθμίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο με ειδικό διαδικαστικό κανόνα, με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 10, ως προς την επίδοση της διαιτητικής προσφυγής και της παρ. 1 του άρθρου 11, ως προς την επίδοση της απάντησης, όταν με αυτήν ασκείται αντίθετη διαιτητική προσφυγή.

6.

Η απουσία ενός ή όλων των διαδίκων σε οποιαδήποτε φάση, εφόσον νόμιμα κλήθηκαν, δεν επηρεάζει τη συνέχεια της διαιτητικής διαδικασίας. Το διάδικο μέρος, το οποίο απουσιάζει, κλητεύεται, ωστόσο, υποχρεωτικά στο επόμενο στάδιο δίκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ Η Διαιτητική απόφαση

Άρθρο 14

1.

Οι διαιτητές λαμβάνουν αποφάσεις κατά πλειοψηφία, εκτός εάν η συμφωνία υπαγωγής στη διαιτησία ορίζει διαφορετικά, αν όμως δεν σχηματιστεί πλειοψηφία υπερισχύει η γνώμη του Επιδιαιτητή. Για τον τύπο και το υποχρεωτικό περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης, επί εσωτερικής διαιτησίας εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις του ΚΠολΔ, ενώ επί διεθνούς διαιτησίας με έδρα στην Ελλάδα εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις του ν. 2735/1999.

2.

Η διαιτητική απόφαση συντάσσεται σε τόσα πρωτότυπα όσα και τα διάδικα μέρη, οι διαιτητές και ο επιδιαιτητής. Στα μέρη κοινοποιείται κατά τον τρόπο που ορίζεται στους ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες. Δύο επιπλέον πρωτότυπα κατατίθενται στη Γραμματεία του Δ.Σ.Α. με επιμέλεια του Επιδιαιτητή. Ένα εξ αυτών παραμένει πάντα στο τηρούμενο Αρχείο ενώ το δεύτερο, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος και εφόσον το ζητήσει εγγράφως κάποιο από τα διάδικα μέρη, το οποίο στην περίπτωση αυτή επιβαρύνεται με τα έξοδα υπέρ ΤΑΧΔΙΚ, κατατίθεται στο Πρωτοδικείο Αθηνών από υπάλληλο της Γραμματείας Διαιτησίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ ΄ Αμοιβές διαιτητών - Δαπάνες διαιτησίας

Άρθρο 15

1.

Οι αμοιβές των διαιτητών και του επιδιαιτητή, καθώς και τα έξοδα διαιτησίας καθορίζονται προσωρινά για τον υπολογισμό της προκαταβολής από την Επιτροπή Διαιτησίας, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 12 και τελειωτικά από τους διαιτητές στην οριστική απόφασή τους. Με την απόφαση αυτή κατανέμεται η συνολική αμοιβή μεταξύ διαιτητών και επιδιαιτητή. Αν τα διάδικα μέρη αποφασίσουν τη ματαίωση της διαιτησίας οφείλουν

να το γνωρίσουν εγγράφως στους διαιτητές, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή καθορίζουν μειωμένη αμοιβή και έξοδα, ανάλογα με την εργασία που είχε γίνει μέχρι την ημέρα της ματαίωσης της διαιτησίας.

2.

Το ύψος της συνολικής αμοιβής διαιτητών και επιδιαιτητή υπολογίζεται ανάλογα με το μέγεθος και την αξία του αντικειμένου της διαιτησίας, καθώς και κάθε άλλου κριτηρίου που το διαιτητικό δικαστήριο θεωρεί πρόσφορο, μεταξύ των οποίων, η πολυπλοκότητα ή μη των κρίσιμων πραγματικών και νομικών ζητημάτων, η έκταση των δικογράφων των διαδίκων και ο αναγκαίος χρόνος που αφιερώθηκε για τη μελέτη τους, καθώς και η διάρκεια διεξαγωγής της διαιτητικής δίκης. Αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι αποτιμητέο σε χρήμα, οι αμοιβές των διαιτητών και του επιδιαιτητή προσδιορίζονται κατά εύλογη κρίση.

3.

Τα έξοδα διαιτησίας δεν μπορούν ποτέ να υπερβαίνουν είτε το 1% του αντικειμένου της διαφοράς, είτε το ποσό των 15.000 ευρώ συνολικά, εκτός εάν υπάρξει αντίθετη αιτιολογημένη απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου. Περιλαμβάνουν οτιδήποτε έχει δαπανηθεί για την διεξαγωγή της διαιτησίας, όπως, ενδεικτικά, δαπάνες

για την διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης, μετακίνηση μαρτύρων, την αμοιβή του γραμματέα, εφόσον έχει οριστεί, καθώς επίσης και δαπάνες για τις υπηρεσίες του Γραφείου Διαιτησίας και αμοιβή της Γραμματείας Διαιτησίας.

4.

Ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα της διαιτησίας, τις αμοιβές των διαιτητών και του επιδιαιτητή και το σύνολο της δαπάνης του αντιδίκου του που συνδέεται με την διαιτητική δίκη, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής των πληρεξούσιων δικηγόρων του, έτσι ως τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τις καταστάσεις που τα μέρη θα έχουν ήδη υποβάλει. Σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα, ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας του καθενός.

Άρθρο 16

1.

Εφόσον στη διαιτητική συμφωνία δεν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμοστέοι θα είναι οι κανόνες της μόνιμης διαιτησίας του Δ.Σ.Α., όπως αυτοί ισχύουν κατά τον χρόνο επίδοσης της διαιτητικής προσφυγής.

2.

Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Στον Υπουργό Δικαιοσύνης αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος. Αθήνα, 16 Οκτωβρίου 2020 Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ

10924 ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ Τεύχος A’ 206/27.10.2020