kathimerini.gr
Ο δικός μου Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, Του Νικόλα Ζώη | Kathimerini
ΝΙΚΟΛΑΣ ΖΩΗΣ
Υπάρχει ένας πίνακας του Εζέν Λαμί, φιλοτεχνημένος το 1840, με τίτλο «Ακούγοντας μια συμφωνία του Μπετόβεν», που απεικονίζει το εξής ενδιαφέρον: επτά ανθρώπους, τη στιγμή που απολαμβάνουν κάποιο έργο του Γερμανού συνθέτη κι ενώ οι εκφράσεις τους φανερώνουν εντελώς διαφορετικές προσλήψεις της μουσικής που ακούν την ίδια στιγμή, συλλογικά.
Στον σύγχρονο ακροατή, η αντίδρασή τους δεν προκαλεί εντύπωση. Σύμφωνα, ωστόσο, με μουσικολόγους όπως ο Νίκολας Κουκ, μία από τις καινοτομίες του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ήταν αυτή ακριβώς η στροφή στην προσωπική έκφραση. Πλέον, η μουσική δεν αντανακλούσε κυρίως τον εξωτερικό κόσμο, των ανθρώπων ή των θεών, αλλά τον εσωτερικό, της ψυχής και του συναισθήματος.
Ο ίδιος ο Μπετόβεν, αρνούμενος να δημιουργήσει από έμμισθες θέσεις, που θα απαιτούσαν να συνθέτει κατά παραγγελία, έγραφε τη μουσική που ήθελε, όποτε ήθελε. Ισως γι’ αυτό τα έργα του έμοιαζαν να απευθύνονται σε κάθε ακροατή ξεχωριστά, ακόμη και αν βρισκόταν σε μια κατάμεστη αίθουσα.
Σήμερα, 250 χρόνια από τη γέννησή του –στη Βόννη το 1770–, μιλούν στην «Κ» για τον «δικό τους» Λούντβιχ βαν Μπετόβεν πέντε μουσικοί, συνθέτες και μαέστροι: ο Λεωνίδας Καβάκος (στις 29/3 ερμηνεύει με τον Ενρίκο Πάτσε τις «Σονάτες για βιολί και πιάνο» στο Μέγαρο Μουσικής), ο Κορνήλιος Σελαμσής, η Ζωή Τσόκανου (στις 20/3 διευθύνει την ΚΟΘ σε έργα Μπετόβεν στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης), ο Χάρης Δημαράς (τον ερχόμενο Νοέμβριο επιμελείται ρεσιτάλ με τις «32 σονάτες για πιάνο» στο πλαίσιο κύκλου συναυλιών των Φίλων της Μουσικής) και ο Γιώργος Πέτρου, ο οποίος παρουσίασε πρόσφατα με την Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής δύο εμβληματικές συμφωνίες του, την Εκτη και την Εβδόμη.
Οι γνώμες τους πιθανότατα διαφέρουν. Με τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, αυτό ακριβώς είναι που έχει σημασία.
Λεωνίδας Καβάκος
Bιολονίστας
Μαζί του υπάρχει πάντα κάτι παρακάτω
Η πρώτη επαφή με το έργο του ήταν όταν ο δάσκαλός μου στο ωδείο, ο Στέλιος Καφαντάρης, μου είχε πει ότι πρέπει να μελετήσουμε το Κοντσέρτο για βιολί. «Οχι για να το παίξουμε τώρα, καθώς απαιτεί μια άλλου είδους ωριμότητα, αλλά για να το μάθεις, ώστε να μπορέσεις να μεγαλώσεις μαζί του».
Τότε δεν αντιλαμβανόμουν τι εννοούσε. Hξερα ότι ο Μπετόβεν είναι πολύ δύσκολος. Οχι τεχνικά, όπως ο Παγκανίνι, αλλά γιατί το βάθος της μουσικής του απαιτεί μια άλλη προσέγγιση, την οποία ακόμα αγνοούσα. Βέβαια, από τότε που έπαιξα το Κοντσέρτο σε κοινό, αλλά και μελετώντας τις σονάτες και τις συμφωνίες του, κατάλαβα ότι το ταλέντο του προκαλεί δέος. Το ίδιο και η μελέτη, η προσπάθεια που κατέβαλε για να συνθέσει και να αποδώσει τα έργα που σήμερα ξέρουμε και απολαμβάνουμε.
Συμβαίνει δε το εξής με τον Μπετόβεν: παρόλο που ένας μουσικός εμπλουτίζεται με εμπειρίες, με γνώσεις, υπάρχει πάντα κάτι περαιτέρω, το οποίο μόνο εκ των υστέρων μπορείς να διακρίνεις και να καταλάβεις ότι ανέμενε έναν καλλιτέχνη για να το αγγίξει. Σαν να σχηματίζεις μια διαδρομή σε ένα χάρτη, αλλά αντί η πορεία να κατευθύνεται από την αφετηρία στον προορισμό, εδώ, χωρίς να ξέρεις τον προορισμό, να διαγράφεις μια πορεία προς τα πίσω, από καινούργιο σημείο κάθε φορά, το οποίο δεν προσδιορίζεται πριν το φτάσεις.
Η μουσική του Μπετόβεν έχει τέτοιο πλούτο, πνευματικό, ψυχικό, μαθηματικό, που δεν συλλαμβάνεται προτού βιωθεί. Κι επειδή το έργο του σε αφήνει να βιώσεις μία διάστασή του κάθε φορά, όχι την ολότητά του, μέχρι το τέλος της ζωής του, μπορεί κανείς, όσα πετυχαίνει με αυτό το έργο, να τα προχωράει λίγο παρακάτω.
Με τον Μπετόβεν, υπάρχει πάντα κάτι παρακάτω. Και για κάποιον που έχει αφιερώσει πολλά χρόνια στη μελέτη της μουσικής του, δεν υπάρχει άλλη σχέση μαζί του, παρά μόνον η «προσωπική».
Βαθιές διαστάσεις
Μόνο μέσα από πολυετή και ενδελεχή ανάλυση τον πλησιάζει κανείς και η μουσική που μας άφησε τον σκιαγραφεί ίσως καλύτερα και από ό,τι αν τον γνωρίζαμε. Γιατί όσα πηγάζουν από την τέχνη του, όσα αυτή ακτινοβολεί, έχουν να κάνουν με πολύ βαθιές διαστάσεις της προσωπικότητας και του είναι του.
Ζωή Τσόκανου
Αρχιμουσικός
Εγραφε θέλοντας να πάει κάπου και έφτανε στα όρια
Ως μουσικός ήρθα σε επαφή με τον Μπετόβεν κυρίως μέσα από τις σπουδές μου στο πιάνο. Ο πατέρας μου, βέβαια, είχε ήδη πολλούς δίσκους με συμφωνίες του, παιγμένες από ορχήστρες που διηύθυνε ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν· ήταν τα πρώτα μου ακούσματα. Ομως η πρώτη, πιο προσωπική εμπειρία, ήρθε με τη Σονάτα του Αποχαιρετισμού, γνωστή και ως «Les Adieux».
Χωρίς να έχω ακούσει πολλά σχετικά, την ερμήνευα και μου γεννούσε μια ιστορία. Πίσω από τις νότες υπήρχε τόση πολλή ζωή, ένα τόσο έντονο μήνυμα, που δεν επρόκειτο απλά για μια μουσική. Και θυμάμαι, ακόμα και σήμερα, ότι εκείνη την περίοδο προσπαθούσα να βρω και τη δική μου ιστορία.
Δυνατή εμπειρία
Τα χρόνια πέρασαν και η ενασχόλησή μου με τον Μπετόβεν εντατικοποιήθηκε, μέσα από σπουδές στο εξωτερικό. Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που, ενώ σπούδαζα στη Ζυρίχη, άκουσα έργα του από τον πιανίστα Γκριγκόρι Σόκολοφ. Ηταν από τις πιο δυνατές μουσικές εμπειρίες: στεκόμουν πίσω από τη σκηνή, αρκετά κοντά στο πιάνο του, μέχρι που εκείνη η εμφάνιση έμεινε χαραγμένη μέσα μου.
Ακολούθησε η ενασχόλησή μου με το ορχηστρικό ρεπερτόριο και με τη μουσική δωματίου του Μπετόβεν, ενώ κρατώ ως ανάμνηση και την πρώτη μου εμφάνιση ως φοιτήτρια μουσικής, όταν ερμήνευσα την εισαγωγή «Κοριολανός».
Ηταν μια μουσική δυνατή, με μια δραματουργία που αποκάλυπτε μεγάλο βάθος. Δεν μπορούσες, ωστόσο, να αντιληφθείς το σύνολό του μέσα σε μια στιγμή. Ενιωθες ότι θα σε οδηγήσει κάπου, σαν μια γραμμή που την ακολουθείς για καιρό. Αυτό το στοιχείο κράτησα και κρατώ ακόμα όταν διευθύνω έργα του Μπετόβεν: το στοιχείο της μετάβασης. Εγραφε θέλοντας να πάει κάπου και έφτανε στα όρια. Αυτό το «κάπου» ήταν πάντα ένα υψηλό ιδανικό, μια ιδέα.
Χάρης Δημαράς
Πιανίστας
Συνεχής πηγή έμπνευσης
«Αν κατά τη διάρκεια της εξέτασης σε ρωτήσουμε κάτι (οτιδήποτε) το οποίο ίσως να μην ξέρεις, απλά απάντησέ μας με τη λέξη Μπετόβεν και αμέσως εξασφαλίζεις το 50% της βαθμολογίας του θέματος». Αυτή ήταν η τελευταία συμβουλή του προέδρου της επιτροπής των τελικών προφορικών εξετάσεων του διδακτορικού μου, λίγο πριν ξεκινήσει η εξέταση. Αυτή η φράση, που έχει έκτοτε μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου, αναδεικνύει ίσως περίτρανα τη μοναδικής σημασίας θέση που κατέχει ο μεγάλος Γερμανός συνθέτης στον κόσμο της κλασικής μουσικής (και, πιο γενικά, των τεχνών) και τον τρόπο με τον οποίο δεσπόζει στη συνείδηση όλων των μουσικών δημιουργών και εκτελεστών που τον ακολούθησαν.
Για εμένα ο Μπετόβεν αποτελεί μια συνεχή και ανεξάντλητη πηγή μουσικής και ανθρώπινης έμπνευσης. Πιο συγκεκριμένα, αισθάνομαι πως μου είναι αδύνατο να απεξαρτηθώ για μεγάλο χρονικό διάστημα από την εκθαμβωτική ακτινοβολία της πολύπλοκης προσωπικότητάς του, όπως αυτή αναδύεται αυτούσια και άμεση μέσα από τα έργα του (εκπληκτικής ευφυΐας και δημιουργικότητας, καθώς και απύθμενου συναισθηματικού βάθους) αλλά και από τις πανανθρώπινες αξίες που με σθένος πάντα αντιπροσώπευε. Και είναι ίσως αυτός ο συνδυασμός του ανεπανάληπτου ταλέντου του με την ικανότητά του να εκφράζει ιδανικά κάθε ανθρώπινο συναίσθημα, που συνεχίζει να συγκινεί κάθε νέα γενιά και να εμπλουτίζει όλη την ανθρωπότητα.
Γιώργος Πέτρου
Αρχιμουσικός
Είναι κάτι μαγικό
Για κάποιον περίεργο λόγο, η μουσική του Μπετόβεν έχει την ίδια επίδραση στους ειδικούς, στους μυημένους, όσο και στους αμύητους – ακόμη και σε ανθρώπους άλλης κουλτούρας, που δεν γνωρίζουν την ευρωπαϊκή μουσική. Είναι μια οικουμενική παρακαταθήκη. Και ο λόγος είναι μεταφυσικός.
Αν αναλύσει κανείς το έργο του Μπετόβεν, θα δει κατ’ αρχήν ότι είναι άνισο. Είναι από τους συνθέτες που ταλαιπωρήθηκαν πολύ για να συνθέσουν, λόγω του προβλήματος ακοής, αλλά κυρίως γιατί η μουσική του έβγαινε δύσκολα, σε αντίθεση με τον Μότσαρτ, τον Χάιντν ή τον Μπαχ.
Εκείνος κρατούσε σημειώσεις, έκανε σχέδια, τα έσβηνε, θύμωνε. Κάθε μεγάλη κορυφή του έργου του ήταν μια μεγάλη κατάκτηση, ύστερα από πολλή προσπάθεια, αλλά και οργή, αυτομαστίγωμα. Κι έπειτα γύριζε πίσω, ώστε να αρχίσει μια νέα άνοδο.
Αλλά οι κορυφές του έργου του, κατακτημένες με μεγάλο κόπο, είναι στιγμές μοναδικής πνευματικής ανθρώπινης δημιουργίας. Είναι μια παγκόσμια παρακαταθήκη, που αγγίζει τον Θεό. Με στοιχεία σχεδόν απλοϊκά. Γιατί δεν ήταν μελωδός, δεν είχε καθόλου ευκολία στη μελωδία όπως ο Σούμπερτ, ο Μότσαρτ, ο Χέντελ. Και όμως, κάθε τι που ακούς, ακόμη και για πρώτη φορά, νομίζεις ότι το έχεις βιώσει ή σε αυτήν τη ζωή ή σε κάποια άλλη. Νομίζεις ότι είτε βγαίνει από μέσα σου είτε θα μπορούσες να το είχες γράψει εσύ αν έγραφες. Ή ταυτίζεσαι μαζί του. Είναι κάτι μαγικό.
Κορνήλιος Σελαμσής
Συνθέτης
Συνθέτης αυθύπαρκτος
Δικός του ήταν ο πρώτος σκοπός που έπαιξα όταν ήμουν πέντε ετών. «Εβγαλα» την περίφημη μελωδία της 9ης σε μια μελόντικα, έχοντας την ακουστική μνήμη της, ίσως από την τηλεόραση. Χωρίς λοιπόν να έχω ιδέα για τον συνθέτη, εκείνη η μελωδία αποδείχτηκε μια κοινή ευρωπαϊκή παρακαταθήκη. Ωστόσο, το βασικότερο που μπορεί να πει κάποιος συνάδελφος γι’ αυτόν –γιατί ως συνάδελφος θα μιλάς, δεν υπάρχουν μεγάλοι ή μικροί συνθέτες, αλλά συνθέτες με τους οποίους σχετίζεσαι, τους μνημονεύεις σαν δασκάλους– είναι ότι το έργο, η ζωή του, έχουν πολλές σημασίες. Η πολιτική σημασία είναι ότι δεν διέθετε αυλή. Είχε χορηγούς, ήταν όμως ένας συνθέτης αυθύπαρκτος, που χειραφετήθηκε από τις στυλιστικές επιταγές της εποχής. Εγραψε τη μουσική που ήθελε, ανταποκρινόμενος στην ανάγκη να εργαστεί, να πειραματιστεί, να φέρει ένα αποτέλεσμα που θεωρούσε ενδιαφέρον, χρήσιμο, καλό. Τα έργα του είναι έργα ενός ανθρώπου βαθύτατα χειραφετημένου, πνευματικά και ιδεολογικά. Ο τρόπος με τον οποίο κυλούν είναι απότοκο σκέψης. Για να τα εξελίξει, δεν επικαλούνταν τη μούσα του· ερχόταν σε διάλογο με τα υλικά που διέθετε, ώστε να ολοκληρώσει τις δομές τους, που είναι θρυμματισμένες, με σπασίματα, με ρωγμές, απότομες διακοπές και επανενάρξεις, μακριά από την κοινοτοπία που προσεγγίζει τη μουσική ως μια απαράμιλλη ροή.
Ο δικός μου Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, Του Νικόλα Ζώη | Kathimerini
ΝΙΚΟΛΑΣ ΖΩΗΣ
Υπάρχει ένας πίνακας του Εζέν Λαμί, φιλοτεχνημένος το 1840, με τίτλο «Ακούγοντας μια συμφωνία του Μπετόβεν», που απεικονίζει το εξής ενδιαφέρον: επτά ανθρώπους, τη στιγμή που απολαμβάνουν κάποιο έργο του Γερμανού συνθέτη κι ενώ οι εκφράσεις τους φανερώνουν εντελώς διαφορετικές προσλήψεις της μουσικής που ακούν την ίδια στιγμή, συλλογικά.
Στον σύγχρονο ακροατή, η αντίδρασή τους δεν προκαλεί εντύπωση. Σύμφωνα, ωστόσο, με μουσικολόγους όπως ο Νίκολας Κουκ, μία από τις καινοτομίες του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ήταν αυτή ακριβώς η στροφή στην προσωπική έκφραση. Πλέον, η μουσική δεν αντανακλούσε κυρίως τον εξωτερικό κόσμο, των ανθρώπων ή των θεών, αλλά τον εσωτερικό, της ψυχής και του συναισθήματος.
Ο ίδιος ο Μπετόβεν, αρνούμενος να δημιουργήσει από έμμισθες θέσεις, που θα απαιτούσαν να συνθέτει κατά παραγγελία, έγραφε τη μουσική που ήθελε, όποτε ήθελε. Ισως γι’ αυτό τα έργα του έμοιαζαν να απευθύνονται σε κάθε ακροατή ξεχωριστά, ακόμη και αν βρισκόταν σε μια κατάμεστη αίθουσα.
Σήμερα, 250 χρόνια από τη γέννησή του –στη Βόννη το 1770–, μιλούν στην «Κ» για τον «δικό τους» Λούντβιχ βαν Μπετόβεν πέντε μουσικοί, συνθέτες και μαέστροι: ο Λεωνίδας Καβάκος (στις 29/3 ερμηνεύει με τον Ενρίκο Πάτσε τις «Σονάτες για βιολί και πιάνο» στο Μέγαρο Μουσικής), ο Κορνήλιος Σελαμσής, η Ζωή Τσόκανου (στις 20/3 διευθύνει την ΚΟΘ σε έργα Μπετόβεν στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης), ο Χάρης Δημαράς (τον ερχόμενο Νοέμβριο επιμελείται ρεσιτάλ με τις «32 σονάτες για πιάνο» στο πλαίσιο κύκλου συναυλιών των Φίλων της Μουσικής) και ο Γιώργος Πέτρου, ο οποίος παρουσίασε πρόσφατα με την Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής δύο εμβληματικές συμφωνίες του, την Εκτη και την Εβδόμη.
Οι γνώμες τους πιθανότατα διαφέρουν. Με τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, αυτό ακριβώς είναι που έχει σημασία.
Λεωνίδας Καβάκος
Bιολονίστας
Μαζί του υπάρχει πάντα κάτι παρακάτω
Η πρώτη επαφή με το έργο του ήταν όταν ο δάσκαλός μου στο ωδείο, ο Στέλιος Καφαντάρης, μου είχε πει ότι πρέπει να μελετήσουμε το Κοντσέρτο για βιολί. «Οχι για να το παίξουμε τώρα, καθώς απαιτεί μια άλλου είδους ωριμότητα, αλλά για να το μάθεις, ώστε να μπορέσεις να μεγαλώσεις μαζί του».
Τότε δεν αντιλαμβανόμουν τι εννοούσε. Hξερα ότι ο Μπετόβεν είναι πολύ δύσκολος. Οχι τεχνικά, όπως ο Παγκανίνι, αλλά γιατί το βάθος της μουσικής του απαιτεί μια άλλη προσέγγιση, την οποία ακόμα αγνοούσα. Βέβαια, από τότε που έπαιξα το Κοντσέρτο σε κοινό, αλλά και μελετώντας τις σονάτες και τις συμφωνίες του, κατάλαβα ότι το ταλέντο του προκαλεί δέος. Το ίδιο και η μελέτη, η προσπάθεια που κατέβαλε για να συνθέσει και να αποδώσει τα έργα που σήμερα ξέρουμε και απολαμβάνουμε.
Συμβαίνει δε το εξής με τον Μπετόβεν: παρόλο που ένας μουσικός εμπλουτίζεται με εμπειρίες, με γνώσεις, υπάρχει πάντα κάτι περαιτέρω, το οποίο μόνο εκ των υστέρων μπορείς να διακρίνεις και να καταλάβεις ότι ανέμενε έναν καλλιτέχνη για να το αγγίξει. Σαν να σχηματίζεις μια διαδρομή σε ένα χάρτη, αλλά αντί η πορεία να κατευθύνεται από την αφετηρία στον προορισμό, εδώ, χωρίς να ξέρεις τον προορισμό, να διαγράφεις μια πορεία προς τα πίσω, από καινούργιο σημείο κάθε φορά, το οποίο δεν προσδιορίζεται πριν το φτάσεις.
Η μουσική του Μπετόβεν έχει τέτοιο πλούτο, πνευματικό, ψυχικό, μαθηματικό, που δεν συλλαμβάνεται προτού βιωθεί. Κι επειδή το έργο του σε αφήνει να βιώσεις μία διάστασή του κάθε φορά, όχι την ολότητά του, μέχρι το τέλος της ζωής του, μπορεί κανείς, όσα πετυχαίνει με αυτό το έργο, να τα προχωράει λίγο παρακάτω.
Με τον Μπετόβεν, υπάρχει πάντα κάτι παρακάτω. Και για κάποιον που έχει αφιερώσει πολλά χρόνια στη μελέτη της μουσικής του, δεν υπάρχει άλλη σχέση μαζί του, παρά μόνον η «προσωπική».
Βαθιές διαστάσεις
Μόνο μέσα από πολυετή και ενδελεχή ανάλυση τον πλησιάζει κανείς και η μουσική που μας άφησε τον σκιαγραφεί ίσως καλύτερα και από ό,τι αν τον γνωρίζαμε. Γιατί όσα πηγάζουν από την τέχνη του, όσα αυτή ακτινοβολεί, έχουν να κάνουν με πολύ βαθιές διαστάσεις της προσωπικότητας και του είναι του.
Ζωή Τσόκανου
Αρχιμουσικός
Εγραφε θέλοντας να πάει κάπου και έφτανε στα όρια
Ως μουσικός ήρθα σε επαφή με τον Μπετόβεν κυρίως μέσα από τις σπουδές μου στο πιάνο. Ο πατέρας μου, βέβαια, είχε ήδη πολλούς δίσκους με συμφωνίες του, παιγμένες από ορχήστρες που διηύθυνε ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν· ήταν τα πρώτα μου ακούσματα. Ομως η πρώτη, πιο προσωπική εμπειρία, ήρθε με τη Σονάτα του Αποχαιρετισμού, γνωστή και ως «Les Adieux».
Χωρίς να έχω ακούσει πολλά σχετικά, την ερμήνευα και μου γεννούσε μια ιστορία. Πίσω από τις νότες υπήρχε τόση πολλή ζωή, ένα τόσο έντονο μήνυμα, που δεν επρόκειτο απλά για μια μουσική. Και θυμάμαι, ακόμα και σήμερα, ότι εκείνη την περίοδο προσπαθούσα να βρω και τη δική μου ιστορία.
Δυνατή εμπειρία
Τα χρόνια πέρασαν και η ενασχόλησή μου με τον Μπετόβεν εντατικοποιήθηκε, μέσα από σπουδές στο εξωτερικό. Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που, ενώ σπούδαζα στη Ζυρίχη, άκουσα έργα του από τον πιανίστα Γκριγκόρι Σόκολοφ. Ηταν από τις πιο δυνατές μουσικές εμπειρίες: στεκόμουν πίσω από τη σκηνή, αρκετά κοντά στο πιάνο του, μέχρι που εκείνη η εμφάνιση έμεινε χαραγμένη μέσα μου.
Ακολούθησε η ενασχόλησή μου με το ορχηστρικό ρεπερτόριο και με τη μουσική δωματίου του Μπετόβεν, ενώ κρατώ ως ανάμνηση και την πρώτη μου εμφάνιση ως φοιτήτρια μουσικής, όταν ερμήνευσα την εισαγωγή «Κοριολανός».
Ηταν μια μουσική δυνατή, με μια δραματουργία που αποκάλυπτε μεγάλο βάθος. Δεν μπορούσες, ωστόσο, να αντιληφθείς το σύνολό του μέσα σε μια στιγμή. Ενιωθες ότι θα σε οδηγήσει κάπου, σαν μια γραμμή που την ακολουθείς για καιρό. Αυτό το στοιχείο κράτησα και κρατώ ακόμα όταν διευθύνω έργα του Μπετόβεν: το στοιχείο της μετάβασης. Εγραφε θέλοντας να πάει κάπου και έφτανε στα όρια. Αυτό το «κάπου» ήταν πάντα ένα υψηλό ιδανικό, μια ιδέα.
Χάρης Δημαράς
Πιανίστας
Συνεχής πηγή έμπνευσης
«Αν κατά τη διάρκεια της εξέτασης σε ρωτήσουμε κάτι (οτιδήποτε) το οποίο ίσως να μην ξέρεις, απλά απάντησέ μας με τη λέξη Μπετόβεν και αμέσως εξασφαλίζεις το 50% της βαθμολογίας του θέματος». Αυτή ήταν η τελευταία συμβουλή του προέδρου της επιτροπής των τελικών προφορικών εξετάσεων του διδακτορικού μου, λίγο πριν ξεκινήσει η εξέταση. Αυτή η φράση, που έχει έκτοτε μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου, αναδεικνύει ίσως περίτρανα τη μοναδικής σημασίας θέση που κατέχει ο μεγάλος Γερμανός συνθέτης στον κόσμο της κλασικής μουσικής (και, πιο γενικά, των τεχνών) και τον τρόπο με τον οποίο δεσπόζει στη συνείδηση όλων των μουσικών δημιουργών και εκτελεστών που τον ακολούθησαν.
Για εμένα ο Μπετόβεν αποτελεί μια συνεχή και ανεξάντλητη πηγή μουσικής και ανθρώπινης έμπνευσης. Πιο συγκεκριμένα, αισθάνομαι πως μου είναι αδύνατο να απεξαρτηθώ για μεγάλο χρονικό διάστημα από την εκθαμβωτική ακτινοβολία της πολύπλοκης προσωπικότητάς του, όπως αυτή αναδύεται αυτούσια και άμεση μέσα από τα έργα του (εκπληκτικής ευφυΐας και δημιουργικότητας, καθώς και απύθμενου συναισθηματικού βάθους) αλλά και από τις πανανθρώπινες αξίες που με σθένος πάντα αντιπροσώπευε. Και είναι ίσως αυτός ο συνδυασμός του ανεπανάληπτου ταλέντου του με την ικανότητά του να εκφράζει ιδανικά κάθε ανθρώπινο συναίσθημα, που συνεχίζει να συγκινεί κάθε νέα γενιά και να εμπλουτίζει όλη την ανθρωπότητα.
Γιώργος Πέτρου
Αρχιμουσικός
Είναι κάτι μαγικό
Για κάποιον περίεργο λόγο, η μουσική του Μπετόβεν έχει την ίδια επίδραση στους ειδικούς, στους μυημένους, όσο και στους αμύητους – ακόμη και σε ανθρώπους άλλης κουλτούρας, που δεν γνωρίζουν την ευρωπαϊκή μουσική. Είναι μια οικουμενική παρακαταθήκη. Και ο λόγος είναι μεταφυσικός.
Αν αναλύσει κανείς το έργο του Μπετόβεν, θα δει κατ’ αρχήν ότι είναι άνισο. Είναι από τους συνθέτες που ταλαιπωρήθηκαν πολύ για να συνθέσουν, λόγω του προβλήματος ακοής, αλλά κυρίως γιατί η μουσική του έβγαινε δύσκολα, σε αντίθεση με τον Μότσαρτ, τον Χάιντν ή τον Μπαχ.
Εκείνος κρατούσε σημειώσεις, έκανε σχέδια, τα έσβηνε, θύμωνε. Κάθε μεγάλη κορυφή του έργου του ήταν μια μεγάλη κατάκτηση, ύστερα από πολλή προσπάθεια, αλλά και οργή, αυτομαστίγωμα. Κι έπειτα γύριζε πίσω, ώστε να αρχίσει μια νέα άνοδο.
Αλλά οι κορυφές του έργου του, κατακτημένες με μεγάλο κόπο, είναι στιγμές μοναδικής πνευματικής ανθρώπινης δημιουργίας. Είναι μια παγκόσμια παρακαταθήκη, που αγγίζει τον Θεό. Με στοιχεία σχεδόν απλοϊκά. Γιατί δεν ήταν μελωδός, δεν είχε καθόλου ευκολία στη μελωδία όπως ο Σούμπερτ, ο Μότσαρτ, ο Χέντελ. Και όμως, κάθε τι που ακούς, ακόμη και για πρώτη φορά, νομίζεις ότι το έχεις βιώσει ή σε αυτήν τη ζωή ή σε κάποια άλλη. Νομίζεις ότι είτε βγαίνει από μέσα σου είτε θα μπορούσες να το είχες γράψει εσύ αν έγραφες. Ή ταυτίζεσαι μαζί του. Είναι κάτι μαγικό.
Κορνήλιος Σελαμσής
Συνθέτης
Συνθέτης αυθύπαρκτος
Δικός του ήταν ο πρώτος σκοπός που έπαιξα όταν ήμουν πέντε ετών. «Εβγαλα» την περίφημη μελωδία της 9ης σε μια μελόντικα, έχοντας την ακουστική μνήμη της, ίσως από την τηλεόραση. Χωρίς λοιπόν να έχω ιδέα για τον συνθέτη, εκείνη η μελωδία αποδείχτηκε μια κοινή ευρωπαϊκή παρακαταθήκη. Ωστόσο, το βασικότερο που μπορεί να πει κάποιος συνάδελφος γι’ αυτόν –γιατί ως συνάδελφος θα μιλάς, δεν υπάρχουν μεγάλοι ή μικροί συνθέτες, αλλά συνθέτες με τους οποίους σχετίζεσαι, τους μνημονεύεις σαν δασκάλους– είναι ότι το έργο, η ζωή του, έχουν πολλές σημασίες. Η πολιτική σημασία είναι ότι δεν διέθετε αυλή. Είχε χορηγούς, ήταν όμως ένας συνθέτης αυθύπαρκτος, που χειραφετήθηκε από τις στυλιστικές επιταγές της εποχής. Εγραψε τη μουσική που ήθελε, ανταποκρινόμενος στην ανάγκη να εργαστεί, να πειραματιστεί, να φέρει ένα αποτέλεσμα που θεωρούσε ενδιαφέρον, χρήσιμο, καλό. Τα έργα του είναι έργα ενός ανθρώπου βαθύτατα χειραφετημένου, πνευματικά και ιδεολογικά. Ο τρόπος με τον οποίο κυλούν είναι απότοκο σκέψης. Για να τα εξελίξει, δεν επικαλούνταν τη μούσα του· ερχόταν σε διάλογο με τα υλικά που διέθετε, ώστε να ολοκληρώσει τις δομές τους, που είναι θρυμματισμένες, με σπασίματα, με ρωγμές, απότομες διακοπές και επανενάρξεις, μακριά από την κοινοτοπία που προσεγγίζει τη μουσική ως μια απαράμιλλη ροή.