Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Αποδοχή κληρονομίας



Γράφω αποσπάσματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους αναπήρους από το κληρονομικό δίκαιο της καθηγήτριας του πανεπιστημίου Νίκης Ψούνη.


 Προϋποθέσεις έγκυρης αποδοχής - Ακυρότητες αποδοχής
Η έγκυρη αποδοχή κληρονομίας, ως δικαιοπραξία, προϋποθέτει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Σε περιπτώσεις προσώπων ανίκανων για δικαιοπραξία η αποδοχή γίνεται από το νόμιμο αντιπρόσωπό τους. Ως προς την αποδοχή κληρονομίας που έχει επαχθεί σε ανίκανα για δικαιοπραξία πρόσωπα θα πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες διακρίσεις:
α. Ως προς τον ανήλικο που τελεί υπό γονική μέριμνα, οι γονείς μπορούν να αποδεχθούν για λογαριασμό του κληρονομία που του έχει επαχθεί χωρίς να απαιτείται να τηρηθεί κάποια διατύπωση, όπως π.χ. άδεια δικαστηρίου. Η ρύθμιση αυτή είναι αντίθετη με την αντίστοιχη του προηγούμενου δικαίου και προκύπτει από την ΑΚ 1526 σε συνδυασμό με την ΑΚ 1625. Η κληρονομία που επάγεται στον ανήλικο μπορεί να γίνει εγκύρως αποδεκτή δίχως διατυπώσεις και με παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης (η παραμέληση αυτή δεν εξομοιώνεται με δήλωση βουλήσεως, άρα είναι ισχυρή ως αποδοχή ακόμη και αν γίνεται από πρόσωπο ανίκανο για δικαιοπραξία), ενώ σύμφωνα με την ΑΚ 1527 εδ. 1, αυτή θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής.
γ. Διχογνωμία υπάρχει και σε σχέση με το πρόσωπο που βρίσκεται σε στερητική δικαστική συμπαράσταση. Ειδικότερα, προκειμένου να αποδεχθεί ο δικαστικός συμπαραστάτης κληρονομία που επάγεται στον υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση συμπαραστατούμενο, κατά μία γνώμη γίνεται δεκτό ότι δεν απαιτείται να τηρηθούν διατυπώσεις, στο μέτρο που, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, σε όλες τις περιπτώσεις της στερητικής δικαστικής συμπαράστασης έχουν, σύμφωνα με την ΑΚ 1682 εδ. 1, ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις για την επιτροπεία ανηλίκου, άρα και αυτή της ΑΚ 1625.
Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν είναι αναντίρρητη και, με επίκληση της ΑΚ 1619 αρ. 3, υποστηρίζεται ότι απαιτείται η προηγούμενη άδεια του εποπτικού συμβουλίου. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της ΑΚ 1678 § 4, η οποία παραπέμπει σε αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 1527, η κληρονομία που επάγεται στον στερητικά συμπαραστατούμενο θεωρείται ότι γίνεται πάντοτε αποδεκτή με το ευεργέτημα της απογραφής.
Η ασφαλιστική αυτή δικλίδα του νόμου για την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων του υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση συμπαραστατούμενου κληρονόμου –σε συνδυασμό και με την πλασματική αποδοχή της κληρονομίας, που συντελείται με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης, κατά την ΑΚ 1850– επιτρέπει την άποψη αποδοχής της κληρονομίας στην περίπτωση αυτή χωρίς την τήρηση διατυπώσεων. Ωστόσο, κατά την άποψη που απαιτεί την προηγούμενη άδεια του εποπτικού συμβουλίου, εάν η διατύπωση αυτή δεν τηρηθεί, τότε –κατά την ΑΚ 1630, που σύμφωνα με την ΑΚ 1682 εδ. 1 έχει ανάλογη εφαρμογή– η σχετική πράξη που επιχειρήθηκε από τον δικαστικό συμπαραστάτη πάσχει σχετική ακυρότητα υπέρ του ανικάνου.
δ. Το πρόσωπο, εξάλλου, που βρίσκεται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, χωρίς ρητό περιορισμό, μπορεί να αποδεχθεί την κληρονομία που του επάγεται χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού του συμπαραστάτη. Και στην περίπτωση του επικουρικά συμπαραστατούμενου η κληρονομία θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής, σύμφωνα με την ΑΚ 1527, στην αναλογική εφαρμογή της οποίας ρητά παραπέμπει η ΑΚ 1678 § 4.

4. Αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής
Ι. Έννοια και σκοπός του δικαιώματος της αποδοχής με το ευεργέτημα της
απογραφής
Αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής είναι ο θεσμός που έχει σκοπό τον περιορισμό της ευθύνης του κληρονόμου για τα χρέη της κληρονομίας, μέχρι το ενεργητικό της. Σύμφωνα με την ΑΚ 1901 εδ. 1 ο (απλός) κληρονόμος (Ο απλός κληρονόμος αντιδιαστέλλεται από τον εξ απογραφής κληρονόμο) ευθύνεται και με τη δική του (ατομική) περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας. Η σχετική ρύθμιση είναι αποτέλεσμα της φύσης της κληρονομικής διαδοχής ως καθολικής διαδοχής, η οποία καθιερώνεται στην ΑΚ 1710.
Με το θάνατο του κληρονομουμένου η περιουσία του μεταβαίνει ως σύνολο (ενεργητικό και παθητικό) αυτοδικαίως στον κληρονόμο, ο οποίος και υπεισέρχεται στη νομική θέση του κληρονομουμένου, άρα τον διαδέχεται και στα χρέη του, αναλαμβάνει δηλαδή το σύνολο των υποχρεώσεων του. Με την επαγωγή και την αυτοδίκαιη κτήση της κληρονομίας επέρχεται σύγχυση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της κληρονομίας προς τα αντίστοιχα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κληρονόμου.

Η πιο βασική συνέπεια της παράνω σύγχυσης (confusio) των δύο περιουσιών είναι ότι ο κληρονόμος για την ικανοποίηση των κληρονομικών δανειστών ευθύνεται προσωπικά και απεριόριστα με ολόκληρη την περιουσία του, δηλαδή και με την ατομική του περιουσία. Άρα οι δανειστές της κληρονομίας μπορούν να επιληφθούν και περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην ατομική του περιουσία, προκειμένου να ικανοποιήσουν απαίτησή τους που είχαν κατά του κληρονομουμένου. Η προσωπική δηλαδή περιουσία του κληρονόμου καθίσταται υπέγγυα και για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας.
Αντίστοιχα οι δανειστές του κληρονόμου μπορούν να ικανοποιηθούν από κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή και η κληρονομία καθίσταται υπέγγυα και για τις υποχρεώσεις του κληρονόμου απέναντι στους ατομικούς του δανειστές.

Ο νομοθέτης με βασικό γνώμονα την προστασία του κληρονόμου από την υποχρέωση εξόφλησης «ξένων» χρεών, αυτών του κληρονομουμένου –που του περιήλθαν λόγω της «συγχύσεως» της κληρονομίας με την ατομική του περιουσία, εξαιτίας της κληρονομικής διαδοχής– αναγνωρίζει σ’αυτόν το δικαίωμα να περιορίσει την ευθύνη του ως το ενεργητικό της κληρονομίας, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να την αποδεχθεί με το ευεργέτημα της απογραφής.

Στην αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής είναι σκόπιμο να καταφύγει ο κληρονόμος, όχι μόνο όταν του περιέρχεται κατάχρεη κληρονομία, αλλά και όταν αυτός δεν είναι βέβαιος για την έκταση των υποχρεώσεων της κληρονομίας. Ειδικότερα, με την αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής, ενώ δεν διατρέχει ο κληρονόμος τον κίνδυνο να καταβάλει εξ ιδίων για κληρονομικά χρέη, παραμένει σ’αυτόν ως κληρονόμο ό,τι απομείνει από το ενεργητικό της κληρονομίας μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της κληρονομίας. Πέρα, όμως, από την προστασία του κληρονόμου με το θεσμό της αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής ο νόμος σκοπεί και στην προστασία των δανειστών της κληρονομίας, αφού η κληρονομία αποτελεί χωριστή περιουσιακή ομάδα από την οποία μόνο αυτοί δικαιούνται να ικανοποιηθούν. Σε περίπτωση αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής προστατεύεται εμμέσως και το συμφέρον των ατομικών δανειστών του κληρονόμου, για το λόγο ότι οι δανειστές της κληρονομίας δεν έχουν τη δυνατότητα να επιληφθούν ατομικών περιουσιακών στοιχείων του κληρονόμου. Οι σχετικές με την αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής διατάξεις, αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο.

ΙΙ. Προϋποθέσεις - Τύπος - Προθεσμία
Δικαίωμα αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής έχει ο κάθε κληρονόμος –που σε αντίθεση με τον απλό κληρονόμο, όταν αποδεχθεί με το ευεργέτημα αυτό ονομάζεται «εξ απογραφής» κληρονόμος ή κληρονόμος με απογραφή–, ο καταπιστευματοδόχος ως έμμεσος καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου, ο συγκληρονόμος, καθώς και ο κληρονόμος του κληρονόμου (ΑΚ 1854).

Ειδικότερα, σε αντίθεση με την αποδοχή, που είναι άτυπη δικαιοπραξία, για την αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής απαιτείται συστατικός τύπος που συνίσταται στην εξωτερίκευση της συγκεκριμένης δήλωσης βουλήσεως του κληρονόμου. Σύμφωνα με την ΑΚ 1902 § 1 εδ. 2, αλλά και την ΚΠολΔ 812, αυτή πρέπει να γίνει με δήλωση στη γραμματεία του δικαστηρίου της κληρονομίας (δηλαδή ήδη, μετά την αντικατάσταση της ΚΠολΔ 810 από το άρθρο 17§22 του ν. 4055/2012, του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του, και αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του, και αν δεν είχε ούτε διαμονή, το ειρηνοδικείο της πρωτεύουσας του Κράτους), όπου συντάσσεται σχετική έκθεση.
Από τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι η αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής μπορεί να γίνει και ενώπιον προξενικής αρχής. Ο προβλεπόμενος τύπος σκοπεί στη δημοσιότητα της αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής, κυρίως προς διευκόλυνση των δανειστών.
Ως προς την προθεσμία, εξάλλου, μέσα στην οποία ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα να αποδεχθεί με το ευεργέτημα της απογραφής, αυτή είναι η, κατά την ΑΚ 1847, προθεσμία αποποίησής του.

ΙV. Περιπτώσεις αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής από το νόμο
Ο νόμος, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος να ευθύνονται πρόσωπα ανίκανα ή περιορισμένα ικανά για την εξόφληση χρεών της κληρονομίας που τους έχει επαχθεί, σε περίπτωση που ο νόμιμος αντιπρόσωπός τους παρέλειψε να αποδεχθεί για λογαριασμό τους με το ευεργέτημα της απογραφής, στην ΑΚ 1902 § 2 καθιερώνει πλάσμα δικαίου, σύμφωνα με το οποίο η δήλωση αποδοχής θεωρείται ότι έγινε με το ευεργέτημα της απογραφής, αν ο κληρονόμος είναι πρόσωπο για το οποίο η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής. Τούτο έχει την έννοια ότι ως προς τα παραπάνω πρόσωπα, αφενός η αποδοχή γίνεται υποχρεωτικά με το ευεργέτημα, αφετέρου δεν απαιτείται η τήρηση τύπου που προβλέπεται στην ΑΚ 1902 § 1.
Πρόσωπα που, κατά το νόμο, η κληρονομία που τους επάγεται θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή με το ευεργέτημα της απογραφής είναι ο ανήλικος που τελεί υπό γονική μέριμνα (ΑΚ 1527 εδ. 1), ο ανήλικος που βρίσκεται σε επιτροπεία (ΑΚ 1625 § 2 σε συνδ. με την ΑΚ 1527 εδ. 1), όσοι βρίσκονται σε στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση (ΑΚ 1678 § 4 σε συνδ. με την ΑΚ 1527). Η κληρονομία που επάγεται στα πρόσωπα αυτά θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή «πάντοτε» με το ευεργέτημα της απογραφής, που σημαίνει ανεξάρτητα από το είδος της αποδοχής, δηλαδή ασχέτως του εάν ο νόμιμος αντιπρόσωπός τους έχει προβεί σε ρητή αποδοχή (π.χ. συμβολαιογραφική) ή σιωπηρή ή ακόμη εάν η αποδοχή τους είναι πλασματική, συνάγεται δηλαδή από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης, κατά την ΑΚ 1850 εδ.
Πέρα από τα παραπάνω φυσικά πρόσωπα, κληρονόμοι με απογραφή από το νόμο θεωρείται ότι είναι το Δημόσιο, όπως και ορισμένα νομικά πρόσωπα. Ειδικότερα το Δημόσιο θεωρείται πάντοτε κληρονόμος εξ απογραφής σύμφωνα με την ΕισΝΑΚ 118 § 1, χωρίς να έχει υποχρέωση σε σχετική δήλωση ή σύνταξη απογραφής, ενώ δεν υπόκειται και σε έκπτωση από το ευεργέτημα. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρ. 46 § 4 ν. 490/1977 περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η ίδια ρύθμιση προβλέπεται για την Εκκλησία της Ελλάδος, την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, τις Μητροπόλεις και γενικά τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ενορίες, μονές κ.λπ.).
Με το ευεργέτημα της απογραφής θεωρείται ότι αποδέχονται, κατά το νόμο (άρθρ. 238, 227 § 2 ν. 5343/1932, Περί Οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών) το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με το ν. 5569/1932 (άρθρο 2) η σχετική ρύθμιση επεκτάθηκε στο Α.Π.Θ, ενώ άλλα ιδρύματα διέπονται από τον α.ν. 2039/ 1939 (άρθρ. 100 § 1, σε συνδ. με 7 § 1, 95 § 1, 96 § 2, 97 § 2).

V. Συνέπειες της αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής
1. Περιορισμός της ευθύνης του εξ απογραφής κληρονόμου
Σύμφωνα με την ΑΚ 1904 εδ. 1 ο κληρονόμος με απογραφή ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας έως το ενεργητικό της. Ειδικότερα ο κληρονόμος αυτός ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας όχι ποσοτικά μέχρι την αξία του ενεργητικού της «ultra vires hereditates», αλλά και μ’αυτά καθεαυτά τα κληρονομιαία στοιχεία, δηλαδή «cum viribus hereditatis».
Ο αντικειμενικός περιορισμός της ευθύνης του κληρονόμου με απογραφή έχει την έννοια ότι σε περίπτωση τυχαίας καταστροφής, απώλειας, χειροτέρευσης ή υποτίμησης κληρονομιαίων στοιχείων ο συγκεκριμένος κληρονόμος απαλλάσσεται.
Οι κληρονομικοί δανειστές μπορούν να επιδιώξουν την ικανοποίηση των αξιώσεών τους, δικαστικώς ή εξωδίκως, από την κληρονομία επισπεύδοντας ενδεχομένως και αναγκαστική εκτέλεση μόνο σε κληρονομιαία στοιχεία. Σε περίπτωση που ο εξ απογραφής κληρονόμος ενάγεται για πληρωμή χρεών της κληρονομίας και το ενεργητικό της δεν επαρκεί, αυτός έχει ανατρεπτική ένσταση απέναντι στο δανειστή της κληρονομίας για την ευθύνη του μέχρι το ενεργητικό της.
Την ίδια ένσταση ανεπάρκειας του ενεργητικού της κληρονομίας μπορεί να προβάλει ο εξ απογραφής κληρονόμος και απέναντι στον κληροδόχο (ΑΚ 1901 εδ. 2), και μάλιστα όχι μόνο σε περίπτωση που αυτός έχει ενοχικό δικαίωμα να απαιτήσει την κληροδοσία, κατά την ΑΚ 1995, αλλά ακόμη και στην περίπτωση που έχει «αποκτήσει» εμπραγμάτως την κληροδοσία, κατά την ΑΚ 1996. Ενδεχόμενη, εξάλλου, εξόφληση από τον κληρονόμο απαιτήσεων δανειστών της κληρονομίας από αντικείμενα της ατομικής του περιουσίας, παρέχει σ’αυτόν το δικαίωμα αναζήτησης των καταβληθέντων με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ως αχρεωστήτως καταβληθέντα.

4. Προορισμός της κληρονομιαίας περιουσίας - Ικανοποίηση των δανειστών της κληρονομίας
Η χωριστή ομάδα της κληρονομίας, μετά την αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής, έχει σκοπό την ικανοποίηση των κληρονομικών δανειστών, οι οποίοι μπορούν να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση επί κληρονομιαίων αντικειμένων, χωρίς ειδική μνεία στο νόμιμο τίτλο που διαθέτουν, όχι όμως και να καταλάβουν ατομικά στοιχεία του κληρονόμου. Οι ατομικοί δανειστές του κληρονόμου δεν μπορούν να επιληφθούν στοιχείων της κληρονομίας προκειμένου να ικανοποιήσουν απαίτησή τους απέναντι στον κληρονόμο

α. Υποχρέωση προς σύνταξη απογραφής
Σύμφωνα με την ΑΚ 1903, που αποτελεί διάταξη αναγκαστικού δικαίου, ο κληρονόμος με απογραφή οφείλει μέσα σε ορισμένη προθεσμία να συντάξει απογραφή της κληρονομικής περιουσίας. Εξαίρεση προβλέπεται από την ΕισΝΑΚ 118 § 1 ως προς το δημόσιο, το οποίο –κληρονόμος πάντοτε με απογραφή– δεν έχει υποχρέωση να συντάξει απογραφή. Ως απογραφή νοείται η έκθεση των πραγματογνωμόνων που περιλαμβάνει την καταγραφή του ενεργητικού και του παθητικού της κληρονομίας και τον προσδιορισμό της αξίας των κληρονομιαίων στοιχείων.
Οι ανίκανοι και περιορισμένα ικανοί για δικαιοπραξία –που κατά το νόμο αποδέχονται με το ευεργέτημα της απογραφής–, όπως προκύπτει από την ΑΚ 1912, έχουν υποχρέωση να συντάξουν απογραφή μέσα σε ένα χρόνο αφότου έγιναν απεριορίστως ικανοί, άλλως εκπίπτουν από το ευεργέτημα.

Β. Έκπτωση ή απώλεια του ευεργετήματος της απογραφής
α. Λόγοι έκπτωσης
Στην ΑΚ 1911 αναφέρονται περιοριστικά οι λόγοι για τους οποίους ο κληρονόμος με απογραφή εκπίπτει από το ευεργέτημά του. Η σχετική ρύθμιση αποσκοπεί στην ουσιαστική προστασία των δανειστών της κληρονομίας. Κατ’εξαίρεση η ΑΚ 1911 δεν έχει εφαρμογή και άρα δεν εκπίπτουν από το ευεργέτημα το Δημόσιο (ΕισΝΑΚ 118 § 1), αλλά και η Εκκλησία, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που, κατά το νόμο, θεωρείται ότι αποδέχονται με το ευεργέτημα της απογραφής και τούτο για να μη χάσουν αυτά το ευεργέτημα από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους.

γ. Έκπτωση από το ευεργέτημα ανίκανων ή περιορισμένα ικανών για δικαιοπραξία προσώπων
Όπως έχει αναφερθεί και σε προηγούμενο σημείο, στην ΑΚ 1912 προβλέπεται εξαίρεση ως προς το χρόνο σύνταξης απογραφής αναφορικά με πρόσωπα ανίκανα ή με περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα, των οποίων η αποδοχή γίνεται από το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή επέρχεται έκπτωση από το ευεργέτημα αν τα πρόσωπα αυτά δεν συντάξουν απογραφή μέσα σε ένα χρόνο, αφότου έγιναν απεριορίστως ικανά. Η ρύθμιση έχει προφανώς σκοπό την προστασία των παραπάνω προσώπων, τα οποία κινδυνεύουν να απωλέσουν το ευεργέτημα λόγω μη εμπρόθεσμης σύνταξης απογραφής από το νόμιμο αντιπρόσωπο τους.
δ. Αποτελέσματα της απώλειας του ευεργετήματος
Η κρατούσα άποψη δέχεται πως η έκπτωση του εξ απογραφής κληρονόμου από το ευεργέτημα έχει ως αποτέλεσμα ότι αυτός γίνεται αυτοδικαίως απλός κληρονόμος, αίρονται δηλαδή αναδρομικά από το θάνατο του κληρονομουμένου τα αποτελέσματα της αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής απέναντι σε όλους. Αυτό ειδικότερα σημαίνει ότι ο κληρονόμος αυτός στερείται τα ευεργετήματα του θεσμού και ευθύνεται και με την ατομική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας.