Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Δικαστική συμπαράσταση



Δικαστική συμπαράσταση
Του Μανώλη Μπασιά

Γράφω σήμερα από το πανεπιστημιακό βιβλίο του Θανάση Παπαχρήστου για τη δικαστική συμπαράσταση, θεσμό που ενδιαφέρει πολλούς αναπήρους και μη.
Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα, μπορεί να απευθύνεται στο πανελλήνιο βήμα αναπήρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

1. Έννοια
Ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης αποβλέπει στην προστασία ενήλικων προσώπων. Η προστασία αυτή είναι αναγκαία, όταν ο ενήλικος είτε αδυνατεί να φροντίσει τις προσωπικές ή περιουσιακές του υποθέσεις για λόγους αναγόμενους στη σωματική, πνευματική ή διανοητική κατάστασή του, είτε θέτει σε κίνδυνο στέρησης τον εαυτό του ή στενά συγγενικά του πρόσωπα, εξαιτίας ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού.
Η δικαστική συμπαράσταση αντικαθιστά τους αναχρονιστικούς θεσμούς της δικαστικής απαγόρευσης και δικαστικής αντίληψης. Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των νέων ρυθμίσεων είναι ο σεβασμός στην προσωπικότητα του ενήλικου προσώπου, που χρειάζεται προστασία. Η προστασία αυτή εξασφαλίζεται στο πλαίσιο της οικογένειας και μόνο αν τούτο δεν καθίσταται δυνατό επιλέγεται η ιδρυματική προστασία. Σε κάθε, άλλωστε, περίπτωση, οι νέες ρυθμίσεις αναγνωρίζουν ενεργό ρόλο, κατά τη σχετική διαδικασία, στον ενήλικο που χρειάζεται προστασία, ενώ προνοούν για το σεβασμό της προσωπικότητάς του και την αποφυγή καταχρήσεων σε βάρος του.
Οι συνέπειες της δικαστικής συμπαράστασης επιβεβαιώνουν την προσπάθεια αυτή. Η θέση του ενηλίκου σε δικαστική συμπαράσταση συνδέεται με ένα ελαστικό καθεστώς περιορισμού της δικαιοπρακτικής του ικανότητας, προκειμένου, ανάλογα με την περίπτωση, να προσαρμόζεται η προστασία στις ανάγκες του συγκεκριμένου προσώπου, κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται, κατά το δυνατό, η κοινωνική περιθωριοποίησή του.

2. Περιπτώσεις
Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ενήλικο πρόσωπο μπορεί να τεθεί υπό τη δικαστική συμπαράσταση καθορίζονται περιοριστικώς στο νόμο (ΑΚ 1666).

Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλονται μόνο:
α) Όσοι, είτε λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, είτε λόγω σωματικής αναπηρίας, αδυνατούν, εν όλω ή εν μέρει να φροντίζουν μόνοι τους για τις υποθέσεις τους.
Δεν απαιτείται η διαταραχή να είναι μόνιμη, και παροδικές ψυχικές ή διανοητικές διαταραχές δικαιολογούν τη θέση του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, η οποία βέβαια θα αρθεί, μόλις εκλείψει η διαταραχή.
Ο νόμος δεν διευκρινίζει το είδος της σωματικής αναπηρίας, οποιοδήποτε, επομένως, σωματικό πρόβλημα, εφόσον εμποδίζει το πρόσωπο να φροντίζει τις υποθέσεις του, δικαιολογεί τη θέση του σε δικαστική συμπαράσταση.
Σε δικαστική συμπαράσταση μπορεί να τεθούν, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή και ηλικιωμένα πρόσωπα, τα οποία, λόγω της ηλικίας τους, είτε βρίσκονται σε κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, είτε παρουσιάζουν σωματική αναπηρία.
Για να τεθεί, πάντως, το πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση δεν αρκεί η ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή η σωματική αναπηρία, πρέπει, ακόμη, η κατάσταση αυτή να το εμποδίζει, εν όλω ή, έστω, εν μέρει από τη φροντίδα των υποθέσεών του. Αν, επομένως, το πρόσωπο, παρά την κατάστασή του, είναι σε θέση να επιμελείται των υποθέσεών του, δεν συντρέχει λόγος να τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση.
β) Όσοι, λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού εκθέτουν σε κίνδυνο στέρησης τον εαυτό τους, τους συζύγους τους, τους κατιόντες ή ανιόντες τους.
«Ασωτία# είναι η κατασπατάληση της περιουσίας, με τη διενέργεια δαπανών δυσανάλογων με τις οικονομικές δυνάμεις του προσώπου. Σημασία, επομένως, δεν έχει το είδος ή τα ελατήρια των δαπανών, έστω και αλόγιστων, αλλά η δυσαναλογία τους με τις οικονομικές δυνάμεις, η χαρτοπαιξία, π.χ., μπορεί να συνιστά «ασωτία# για όποιον εξαιτίας της κινδυνεύει να εξανεμίσει την περιουσία του, όχι όμως και για τον πολύ εύπορο, από το πάθος του οποίου η περιουσία του δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο.
Ο αλκοολισμός ή η τοξικομανία δεν απαιτείται να έχουν «χρόνιο# χαρακτήρα, αρκεί η διαπιστούμενη εξάρτηση του ατόμου από το αλκοόλ ή τις ναρκωτικές ουσίες, για να απαγγελθεί η δικαστική συμπαράσταση, εφόσον βέβαια συντρέχει και ο κίνδυνος στέρησης είτε των ιδίων των εξηρτημένων προσώπων, είτε στενών συγγενικών τους προσώπων. Ο νόμος αναφέρεται μόνο στον αλκοολισμό και την τοξικομανία, άλλες τυχόν μορφές εξάρτησης δεν δικαιολογούν τη δικαστική συμπαράσταση, εκτός αν οδηγούν σε «ασωτία#, υπό την παραπάνω σημασία του όρου.
Η «ασωτία#, ο αλκοολισμός και η τοξικομανία δικαιολογούν τη θέση του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, μόνο όταν εξαιτίας τους το πρόσωπο θέτει σε κίνδυνο στέρησης τον εαυτό του, είτε το σύζυγο, τους κατιόντες ή τους ανιόντες του, πρόσωπα, δηλαδή, απέναντι των οποίων έχει υποχρέωση διατροφής. Αν, λοιπόν, παρά την κατάσταση αυτή του προσώπου, δεν δημιουργείται κίνδυνος στέρησης, για τον εαυτό του ή τα στενά συγγενικά του πρόσωπα, δεν συντρέχει περίπτωση δικαστικής συμπαράστασης.
Σε δικαστική συμπαράσταση μπορεί να υποβληθεί και ο ανήλικος, που τελεί υπό γονική μέριμνα ή επιτροπεία, εφόσον κατά το τελευταίο έτος της ανηλικότητας συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της δικαστικής συμπαράστασης. Τα αποτελέσματα, όμως, της δικαστικής συμπαράστασης ανηλίκου αρχίζουν αφότου επέλθει η ενηλικίωση του προσώπου, και τούτο, γιατί μέχρι τότε η γονική μέριμνα ή η επιτροπεία, υπό την οποία τελεί ο ανήλικος παρέχουν επαρκή προστασία σε αυτόν (ΑΚ 1686 παρ. 2).

3. Διαδικασία
3.1. Αίτηση
Τη δικαστική συμπαράσταση μπορούν να ζητήσουν, σύμφωνα με την περιοριστική απαρίθμηση της ΑΚ 1667, το ίδιο το πρόσωπο, για το οποίο συντρέχει σχετικός λόγος, ο σύζυγός του, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση, οι γονείς και τα τέκνα του, καθώς και ο εισαγγελέας, η δικαστική συμπαράσταση μπορεί ακόμη να προκληθεί με αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου. Ειδικά, όμως, για την περίπτωση της σωματικής αναπηρίας, η δικαστική συμπαράσταση μόνο με αίτηση του ίδιου του προσώπου, με τις ειδικές ανάγκες, μπορεί να προκληθεί.
Καινοτομία του νέου δικαίου αποτελεί η δυνατότητα για αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου. Για να καταστεί, μάλιστα, δυνατή η αυτεπάγγελτη αυτή ενέργεια, το άρθρο 1668 ΑΚ επιβάλλει στους δημόσιους και κοινοτικούς υπαλλήλους, στα όργανα των κοινωνικών υπηρεσιών, στους προϊσταμένους μονάδων ψυχικής υγείας, καθώς και στους εισαγγελείς, την υποχρέωση να γνωστοποιούν στο δικαστήριο κάθε περίπτωση που μπορεί να συνεπάγεται τη θέση προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, ευθύς μόλις την πληροφορούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
3.2. Έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας
Σύμφωνα με το άρθρο 1674 ΑΚ, το δικαστήριο αποφασίζει για την υποβολή του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, καθώς και για το διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη, συνεκτιμώντας έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας για την αναγκαιότητα του μέτρου και την καταλληλότητα εκείνου που θα διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης. Αν η έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας δεν υποβληθεί εμπροθέσμως, το δικαστήριο δικάζει χωρίς έκθεση.
3.3. Κύρια διαδικασία
Στη δίκη για την υποβολή προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση ακολουθείται η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Το δικόγραφο της αίτησης απευθύνεται και προς τον συμπαραστατέο, ο οποίος καλείται υποχρεωτικά στη δίκη (ΚΠολΔ 802 παρ. 4), εφόσον μάλιστα έχει συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του, είναι πλήρως ικανός να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα και να επιχειρεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις (ΚΠολΔ 802 παρ. 1).
Η διεξαγωγή της συζήτησης και, ιδίως, των αποδείξεων γίνεται «κεκλεισμένων των θυρών# (ΚΠολΔ 802 παρ. 3), ύστερα, βέβαια, από σχετική απόφαση του δικαστηρίου, όπως επιτάσσει το άρθρ. 93 παρ. 2 του Συντάγματος. Το δικαστήριο επικοινωνεί με τον συμπαραστατέο, ώστε να σχηματίζει άμεση αντίληψη για την κατάστασή του, εκτός αν πιστοποιείται αρμοδίως ότι το πρόσωπο δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον του, ή ότι η επικοινωνία μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους για την υγεία του (ΚΠολΔ 804 παρ. 1).
3.5. Προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης
Το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να διορίσει, πριν ή και μετά την έναρξη της διαδικασίας για την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη, ο διορισμός γίνεται είτε ύστερα από αίτηση των προσώπων που δικαιούνται να ζητήσουν τη δικαστική συμπαράσταση, είτε και αυτεπαγγέλτως (ΑΚ 1672 εδ. α').
Ο προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης μπορεί να λαμβάνει κάθε ασφαλιστικό μέτρο, απαραίτητο για να αποφευχθεί σοβαρός κίνδυνος στο πρόσωπο ή την περιουσία του συμπαραστατέου (ΑΚ 1672 εδ. β').
Προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης διορίζεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο, για το διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στη δημοσίευση της απόφασης για την υποβολή του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση και στην τελεσιδικία της (ΑΚ 1672 εδ. γ'). Προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης διορίζεται και με προσωρινή διαταγή, η οποία εκδίδεται ύστερα από σχετικό αίτημα ή και αυτεπάγγελτα. Η ακρόαση του συμπαραστατέου είναι καταρχήν αναγκαία, εκτός αν επίκειται κίνδυνος από οποιαδήποτε αναβολή.
Η προσωρινή δικαστική συμπαράσταση λήγει με την τελεσιδικία της απόφασης περί δικαστικής συμπαράστασης, αλλά, βέβαια, το δικαστήριο μπορεί να άρει οποτεδήποτε άλλοτε –και πριν, δηλαδή, τελεσιδικήσει η σχετική απόφαση– την προσωρινή δικαστική συμπαράσταση, αν κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος για το μέτρο αυτό (ΑΚ 1673).
Και για το διορισμό προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη είναι αναγκαία η έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας. Αν η έκθεση δεν υποβληθεί εμπροθέσμως, ο διορισμός γίνεται χωρίς έκθεση (άρθρο 19 παρ. 4 του ν. 2521/1997).

4. Αποτελέσματα της δικαστικής συμπαράστασης
4.1. Στέρηση ή περιορισμός της δικαιοπρακτικής ικανότητας
Από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης, που απαγγέλλει τη δικαστική συμπαράσταση, το πρόσωπο τίθεται υπό καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, με αποτέλεσμα τη στέρηση ή τον περιορισμό της δικαιοπρακτικής του ικανότητας (ΑΚ 1681 εδ. α'). Η δικαστική, επομένως, συμπαράσταση μπορεί να είναι στερητική, πλήρης ή μερική, της δικαιοπρακτικής ικανότητας ή επικουρική, πλήρης ή μερική, χωρίς να αποκλείεται και συνδυασμός τους.
4.1.1. Στερητική δικαστική συμπαράσταση
4.1.1.1. Πλήρης
Αν το πρόσωπο υποβληθεί σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, στερείται τελείως της δικαιοπρακτικής του ικανότητας. Δεν μπορεί, επομένως, να επιχειρήσει καμιά δικαιοπραξία, ούτε να διεξαγάγει δίκη, αντ’αυτού ενεργεί ο δικαστικός συμπαραστάτης, που είναι και νόμιμος αντιπρόσωπός του (ΑΚ 1676 περίπτ. 1).
Η υποβολή σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση πρέπει ρητώς να ορίζεται στην απόφαση (ΑΚ 1678 παρ. 1).
4.1.1.2. Μερική
Η μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση συνεπάγεται την αδυναμία για την επιχείρηση ορισμένων μόνο δικαιοπραξιών και για τη διεξαγωγή των συναφών δικών. Το δικαστήριο, δηλαδή, μπορεί να κηρύξει το πρόσωπο ανίκανο για ορισμένες μόνο δικαιοπραξίες, τις οποίες και θα καθορίσει στην απόφασή του (ΑΚ 1676 περίπτ. 1). Οι δικαιοπραξίες αυτές, όπως και οι συναφείς δίκες, θα γίνονται από το δικαστικό συμπαραστάτη, που θα ενεργεί στο όνομα του συμπαραστατούμενου.
Αν η δικαστική απόφαση δεν ορίζει ρητώς ότι πρόκειται για πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, ούτε καθορίζει τις δικαιοπραξίες για τις οποίες ο συμπαραστατούμενος είναι ανίκανος, τότε αυτός δεν μπορεί να επιχειρεί μόνος του, εφόσον πρόκειται για στερητική δικαστική συμπαράσταση, όσες πράξεις δεν μπορεί να επιχειρεί ο επίτροπος ανηλίκου, χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ούτε να διεξάγει τις συναφείς δίκες (ΑΚ 1678 παρ. 2), εκτός, βέβαια, αν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση στο νόμο (ΑΚ 1678 παρ. 2).
Σε κάθε περίπτωση, ο συμπαραστατούμενος δεν μπορεί, εκτός αν ρητώς τού έχει επιτραπεί με τη δικαστική απόφαση, να επιχειρεί χαριστικές δικαιοπραξίες, να εισπράττει απαιτήσεις και να εξοφλεί χρέη (ΑΚ 1678 παρ. 7 εδ. β').
4.1.2. Επικουρική δικαστική συμπαράσταση
4.1.2.1. Πλήρης
Η πλήρης επικουρική δικαστική συμπαράσταση έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία του συμπαραστατούμενου να επιχειρεί δικαιοπραξίες και να διεξάγει τις συναφείς δίκες, χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού του συμπαραστάτη. Ο συμπαραστατούμενος έχει, δηλαδή, περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα για όλες του τις πράξεις, η οποία συμπληρώνεται με τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη (ΑΚ 1676 περίπτ. 2).
4.1.2.2. Μερική
Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει ότι για ορισμένες μόνο πράξεις απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη. Στην περίπτωση κατά την οποία, η δικαστική απόφαση δεν αναφέρει για ποιες συγκεκριμένες πράξεις απαιτείται η συναίνεση αυτή, ο δικαστικά συμπαραστατούμενος (επικουρική δικαστική συμπαράσταση) δεν μπορεί να επιχειρεί, χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού του συμπαραστάτη, όσες πράξεις δεν μπορεί να επιχειρεί και ο επίτροπος ανηλίκου, χωρίς την άδεια δικαστηρίου, εκτός βέβαια αν διαφορετικά ορίζεται στο νόμο (ΑΚ 1624).
4.1.3. Συνδυασμός στερητικής και επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης
Το δικαστήριο μπορεί να συνδυάσει τη στερητική με την επικουρική δικαστική συμπαράσταση, ορίζοντας στην απόφασή του ότι ο συμπαραστατούμενος θα είναι ανίκανος για ορισμένες πράξεις (οι οποίες θα επιχειρούνται, αντ’αυτού από το δικαστικό συμπαραστάτη), ενώ για άλλες θα χρειάζεται τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη (ΑΚ 1679 εδ. α').
Ο συνδυασμός αυτός μπορεί να συνίσταται και στην υποβολή του προσώπου σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, με παράλληλη, όμως, αφαίρεση της διοίκησης της περιουσίας του από αυτόν και ανάθεσής της στο δικαστικό συμπαραστάτη, στην περίπτωση, μάλιστα, αυτή, το δικαστήριο μπορεί να στερήσει τον συμπαραστατούμενο από την ελεύθερη διάθεση των εισοδημάτων του (ΑΚ 1679 εδ. β').
4.1.4. Ακυρότητα δικαιοπραξιών
Δικαιοπραξία που επιχειρείται από συμπαραστατούμενο υπό καθεστώς στερητικής δικαστικής συμπαράστασης είναι άκυρη (ΑΚ 128, 129, 130), εφόσον ο συμπαραστατούμενος δεν έχει καθόλου δικαιοπρακτική ικανότητα (πλήρης στερητική δικαστική συμπαράσταση) ή δεν έχει για τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία (μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση).
Στην περίπτωση της στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, είτε πλήρους είτε μερικής, η ακυρότητα είναι απόλυτη.
Άκυρη είναι και η δικαιοπραξία που επιχειρείται από τον συμπαραστατούμενο, χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη (επικουρική, πλήρης ή μερική, δικαστική συμπαράσταση).
Αλλά στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα είναι σχετική, η ακυρότητα προτείνεται μόνο από τον ίδιο το δικαστικό συμπαραστάτη, τον συμπαραστατούμενο και τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους του (ΑΚ 1683 εδ. β').
4.2. Αποδοχή κληρονομίας
Η κληρονομία που επάγεται στον συμπαραστατούμενο θεωρείται ότι γίνεται πάντοτε αποδεκτή με το ευεργέτημα της απογραφής (ΑΚ 1527, που εφαρμόζεται αναλόγως, σύμφωνα με την ΑΚ 1678 παρ. 3). Η ρύθμιση αυτή ισχύει τόσο για τη στερητική, όσο και την επικουρική δικαστική συμπαράσταση, αφού ο νόμος δεν κάνει διάκριση.
4.3. Διορισμός δικαστικού συμπαραστάτη
4.3.1. Η επιλογή
Η υποβολή προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση συνεπάγεται το διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη, ενώ, όμως, η στέρηση ή ο περιορισμός της δικαιοπρακτικής ικανότητας του συμπαραστατούμενου επέρχεται με τη δημοσίευση της απόφασης που κηρύσσει τη δικαστική συμπαράσταση, ο διορισμός του δικαστικού συμπαραστάτη συντελείται με την τελεσιδικία της απόφασης που τον διορίζει (ΑΚ 1681 εδ. β'). Ο διορισμός, πάντως, μπορεί να γίνει με την ίδια απόφαση που δέχεται την αίτηση για δικαστική συμπαράσταση. Γίνεται δεκτό ότι για λόγους οικονομίας της δίκης, το ίδιο δικόγραφο μπορεί να περιέχει τόσο το αίτημα για υποβολή του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, όσο και το αίτημα για διορισμό οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη, μολονότι το τελευταίο αυτό αίτημα δεν είναι ώριμο, αφού όταν υποβάλλεται, το πρόσωπο δεν έχει τεθεί ακόμη σε δικαστική συμπαράσταση. Για το μεσοδιάστημα διορίζεται, όπως διατυπώθηκε, προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης.
Δικαστικός συμπαραστάτης διορίζεται καταρχήν το φυσικό πρόσωπο που υπέδειξε ο συμπαραστατέος, εφόσον αυτός (ο συμπαραστατέος) έχει συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του και το προτεινόμενο πρόσωπο είναι κατάλληλο και μπορεί κατά νόμο να αναλάβει το λειτούργημα του δικαστικού συμπαραστάτη (ΑΚ 1669 εδ. α'). Η υπόδειξη του πάσχοντος δεσμεύει καταρχήν το δικαστήριο, που μόνο αν κρίνει –αιτιολογώντας την κρίση του– ότι το υποδεικνυόμενο από τον πάσχοντα πρόσωπο δεν είναι κατάλληλο για δικαστικός συμπαραστάτης, μπορεί να διορίσει άλλον. Αντίθετα, τυχόν προτάσεις για το πρόσωπο του δικαστικού συμπαραστάτη, που προέρχονται από άλλα νομιμοποιούμενα για υποβολή της αίτησης πρόσωπα (π.χ., από την κόρη του πάσχοντος), δεν δεσμεύουν το δικαστήριο, το οποίο μπορεί να αγνοήσει την πρόταση. Στην πράξη, όμως, το δικαστήριο ακολουθεί συνήθως την υπόδειξη αυτή, μολονότι δεν υπάρχει νομική δέσμευση.
Αν αυτός που χρειάζεται δικαστική συμπαράσταση δεν έχει προτείνει κανέναν ή αν το υποδεικνυόμενο πρόσωπο δεν κρίνεται κατάλληλο για να διορισθεί, το δικαστήριο επιλέγει ελεύθερα το δικαστικό συμπαραστάτη, συνεκτιμώντας, όμως, την τυχόν θέληση του συμπαραστατέου να αποκλεισθεί συγκεκριμένο πρόσωπο, καθώς και τους δεσμούς του με συγγενικά ή άλλα πρόσωπα, το δικαστήριο συνεκτιμά επίσης και την τυχόν αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στον συμπαραστατέο και σε αυτόν που πρόκειται να διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης (ΑΚ 1669 εδ. β').
Αποκλείονται από το λειτούργημα του δικαστικού συμπαραστάτη όσοι δεν έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, ο ενήλικος, για τον οποίο έχει διορισθεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης, καθώς και εκείνος που συνδέεται με σχέση εξάρτησης ή με οποιοδήποτε άλλο στενό δεσμό με τη μονάδα ψυχικής υγείας στην οποία ο συμπαραστατούμενος έχει εισαχθεί (ΑΚ 1670 εδ. α'). Αν διορισθεί, ως δικαστικός συμπαραστάτης, πρόσωπο ανίκανο για δικαιοπραξία, ο διορισμός δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, στις δύο άλλες περιπτώσεις αποκλεισμού, ο διορισμός ανακαλείται από το δικαστήριο, αλλά ωσότου να ανακληθεί παράγει έννομα αποτελέσματα (ΑΚ 1670 εδ. β', γ', 1596 εδ. γ').
Στην περίπτωση κατά την οποία δεν βρίσκεται κατάλληλο φυσικό πρόσωπο για να αναλάβει το λειτούργημα του δικαστικού συμπαραστάτη, το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει τη δικαστική συμπαράσταση σε ίδρυμα ή σωματείο, που έχουν συσταθεί ειδικά για το σκοπό αυτό και που διαθέτουν το κατάλληλο προσωπικό και υποδομή, αλλιώς στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία (ΑΚ 1671).
4.3.2. Οι αρμοδιότητες
Ο δικαστικός συμπαραστάτης, ανάλογα από το αν πρόκειται για στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση, είτε εκπροσωπεί τον συμπαραστατούμενο ενεργώντας αντ’αυτού, είτε απλώς συναινεί για τη διενέργεια όλων ή μερικών πράξεων και δικών.

6. Άρση της δικαστικής συμπαράστασης
Η δικαστική συμπαράσταση αίρεται με δικαστική απόφαση, ύστερα από αίτηση των προσώπων που μπορούν να ζητήσουν ή και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εφόσον βέβαια πάψουν να υπάρχουν οι λόγοι που την επέβαλαν (ΑΚ 1685 παρ. 1).
Η αίτηση για την άρση της δικαστικής συμπαράστασης υποβάλλεται, επομένως, και από τον ίδιο τον συμπαραστατούμενο, ακόμη και αν αυτός στερείται τελείως της δικαιοπρακτικής του ικανότητας.
Όλες οι πράξεις του δικαστικού συμπαραστάτη, του εποπτικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου πρέπει να αποβλέπουν στο συμφέρον του συμπαραστατούμενου. Πριν από κάθε απόφαση ή ενέργεια, πρέπει να επιδιώκεται η επικοινωνία μαζί του και να συνεκτιμάται η γνώμη του (ΑΚ 1684). Η προσωπική αυτή επικοινωνία είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο, εφόσον η κατάσταση του συμπαραστατούμενου καθιστά δυνατή την επικοινωνία αυτή.
Όταν το πρόσωπο βρίσκεται σε σωματική αδυναμία, που το εμποδίζει να φροντίζει τις υποθέσεις του, τόσο η αίτηση για την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση, όσο και η αίτηση για την άρση της, υποβάλλεται μόνο από το ίδιο (ΑΚ 1685 παρ. 2).

7. Δικαστική συμπαράσταση όσων εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας
Με το ν. 2447/1996 καταργήθηκε ο θεσμός της νόμιμης απαγόρευσης, θεσμός αναχρονιστικός και αμφίβολης σκοπιμότητας. Επειδή, όμως, αυτός που εκτίει πολύχρονη ποινή στερητική της ελευθερίας του μπορεί να αισθάνεται την ανάγκη συμπαράστασης κατά τη διενέργεια ορισμένων πράξεων, το άρθρο 1688 ΑΚ παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο να υποβάλει σε καθεστώς επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης όποιον εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον δύο ετών, εφόσον το ζητεί ο ίδιος και μόνο για τις πράξεις που προσδιορίζει στη σχετική αίτησή του. Πρόκειται, δηλαδή, για μέτρο που αποβλέπει στην προστασία του καταδικασθέντος.
Ο νόμος δεν ρυθμίζει την άρση της δικαστικής συμπαράστασης των προσώπων που εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας. Εφαρμόζεται, καταρχήν, η διάταξη του άρθρου 1685 ΑΚ, μόλις εκλείψουν οι λόγοι που την προκάλεσαν (π.χ. έκτιση της ποινής), το δικαστήριο θα άρει τη δικαστική συμπαράσταση, ενεργώντας ακόμη και αυτεπάγγελτα.. Αλλά η δικαστική αυτή συμπαράσταση μπορεί να αρθεί, με δικαστική απόφαση, οποτεδήποτε, εφόσον ο συμπαραστατούμενος το ζητήσει.